Στα χρόνια των μνημονίων, η πιο διαχρονική ίσως μομφή των θεσμικών πιστωτών είχε να κάνει με την απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων να αναλάβουν την περίφημη ιδιοκτησία του προγράμματος.

Αυτή ήταν μία από τις αιτίες, κατά την άποψη εκπροσώπων τους, των μεγάλων καθυστερήσεων στην υλοποίηση συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων.

Ο αντίλογος της ελληνικής πλευράς ήταν, μεταξύ άλλων, ότι τα εφαρμοζόμενα μέτρα αποτελούσαν επί της ουσίας αποτέλεσμα επιβολής και δεν συνιστούσαν το κατάλληλο φάρμακο για την ετοιμοθάνατη τότε ελληνική οικονομία.

Η ρητορική κατά των ξενόφερτων προγραμμάτων δεν συνοδεύθηκε ωστόσο ποτέ από την παρουσίαση μιας ελληνικής, πειστικής συνταγής. Όπως παρατήρησε ο επικεφαλής του Εuroworking Group την περίοδο 2011 – 2018, Τόμας Βίζερ, η Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλα κράτη που εφάρμοζαν αντίστοιχα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, δεν υπέβαλε ποτέ ένα δικό της, ολοκληρωμένο σχέδιο.

Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχε. Ούτε υπήρξε ποτέ. Το «αναπτυξιακό» πρότυπο της σύγχρονης Ελλάδας ήταν η κατανάλωση με δανεικά και η κατασπατάληση κοινοτικών πόρων.

Οι όποιες προτάσεις κατά καιρούς παρουσιάζονταν ήταν αποσπασματικές και παραπέμπονταν χωρίς δεύτερη σκέψη στις ελληνικές καλένδες και μόνο με την υποψία ότι θα προκαλούσαν πολιτικό κόστος.

Η γενναιόδωρη πρόταση της Κομισιόν έρχεται τώρα να δώσει στη χώρα μας την ανέλπιστη ευκαιρία να σχεδιάσει η ίδια ένα ανταγωνιστικό παραγωγικό μοντέλο. Να θέσει η ίδια στόχους και προτεραιότητες που θα απαντούν στο υπαρξιακό ερώτημα περί του τι οικονομία θέλουμε.  Μπορεί παράλληλα να αποτελέσει την αφορμή, ώστε  να προωθηθούν αποφασιστικά και άλλες τομές και μεταρρυθμίσεις που καρκινοβατούν εδώ και χρόνια.

Είναι αυτονόητο ότι τον πρώτο λόγο στην κατάρτιση ενός τέτοιου μεγαλεπήβολου σχεδίου πρέπει να τον έχουν τεχνοκράτες και επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας. Αυτό όμως δεν αρκεί. Παρά τα στενά χρονικά περιθώρια, ο συνολικός ανασχεδιασμός της οικονομίας προϋποθέτει σοβαρό και εκτενή διάλογο. Είναι αναγκαίο να επιδιωχθούν οι ευρύτερες δυνατές συναινέσεις. Να συμφωνηθούν οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους θα οικοδομηθεί το νέο πρότυπο, ώστε οι επόμενες κυβερνήσεις να συνεχίσουν να υπηρετούν την κεντρική αρχιτεκτονική και να μην την υπονομεύσουν.

Η ευκαιρία που προβάλλει για τη χώρα μας εν μέσω της κρίσης μάς επιτρέπει να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας αλλά ταυτόχρονα μας θέτει και προ των ευθυνών μας. Λειτουργεί ως καθρέφτης στον οποίο πρέπει να κοιταχτούμε και να λάβουμε καθοριστικές αποφάσεις για το ποιοι είμαστε και πώς θα πορευθούμε. Εάν δηλαδή θα κάνουμε το άλμα προς το μέλλον ή θα μείνουμε για πάντα παγιδευμένοι στο παρελθόν.