Η Ελλάδα θα έπρεπε σύντομα να αντιληφθεί ότι η ικανότητα αποτροπής που διαθέτει έναντι της Τουρκίας είναι χαμηλή και θα έπρεπε να αναζητήσει τρόπο να προωθήσει μια πολιτική υφέσεως (detente) στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτή η αδυναμία αποτροπής παραμένει ένα επαναλαμβανόμενο πρόβλημα στο οποίο το ελληνικό αμυντικό δόγμα δεν έχει καταφέρει να βρει απαντητική συνταγή. Και παράλληλα, έπειτα από δεκαετίες στήριξης σε μέτρα εξωτερικής εξισορρόπησης (external balancing), κυρίως μέσω της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), αυτή η στρατηγική έχει πλέον φθάσει στα όριά της. Η Αθήνα δεν αντέχει να εμπλακεί σε έναν «μακροπρόθεσμο στρατηγικό ανταγωνισμό» με την Αγκυρα, δεδομένων και των περιορισμένων πόρων της.

Παρουσία στην Ουάσιγκτον

Το εξώφυλλο της 20σέλιδης έκθεση του SETA, που καλεί την Αθήνα «να τα βρει» με την Αγκυρα

Αυτά είναι τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έκθεση της, στενά συνδεδεμένης με τους κύκλους εξουσίας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και του ίδιου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεξαμενής σκέψης SETA (Ιδρυμα Πολιτικής, Οικονομικής και Κοινωνικής Ερευνας), που αποκαλύπτει σήμερα «Το Βήμα» και η οποία φέρει τον τίτλο «Οι αναδυόμενες προκλήσεις ασφαλείας για την Ελλάδα και το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων» («Greece’s Emerging Security Challenges and the Future of Greek – Turkish Relations»).

Πρέπει να σημειωθεί, προς αποφυγήν εύκολων παρερμηνειών, ότι το SETA (ιδρύθηκε το 2006), το οποίο διαθέτει και ισχυρή παρουσία στην Ουάσιγκτον, δεν συνιστά τυχαίο think tank. Ο πρώτος διευθυντής του ήταν ο σημερινός εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας και εξ απορρήτων του κ. Ερντογάν, ο Ιμπραήμ Καλίν. Από τα πλέον προβεβλημένα στελέχη ήταν επίσης ο Φαρετίν Αλτούν, σήμερα διευθυντής Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας.

Καμπανάκι στην Αθήνα

Η 20σέλιδη έκθεση του SETA, που φέρει ημερομηνία 14 Απριλίου, θα έπρεπε να ηχήσει καμπανάκι στην Αθήνα. Δεν είναι τόσο η επισήμανση ότι το Μνημόνιο Συναντίληψης Αγκυρας – Τρίπολης για τις Θαλάσσιες Ζώνες στη Μεσόγειο και η πρόσφατη μαζική εισροή προσφύγων στην ελληνοτουρκική μεθόριο του Εβρου συνιστούν τις δύο βασικές προκλήσεις ασφαλείας για την Ελλάδα σήμερα (σ.σ.: ιδιαίτερα η πρώτη κρίνεται ως εξέλιξη που έβαλε «ταφόπλακα» στον αγωγό φυσικού αερίου East Med). Είναι η γενικότερη αντίληψη που διαπνέει το έγγραφο ότι η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ αδύναμη θέση και δεν μπορεί να διαμορφώσει αξιόπιστη αποτροπή στα μέτωπα των ελληνοτουρκικών σχέσεων (Αιγαίο, Εβρος, Ανατολική Μεσόγειος).

Οι τρεις περιπτώσεις

Θα πρέπει λοιπόν να αντιληφθεί πως από τη στιγμή που δεν μπορεί να υποστηρίξει τις διπλωματικές της θέσεις με επαρκή στρατιωτική ισχύ (σελ. 9), ίσως πρέπει να πράξει ό,τι έπραξε άλλες τρεις φορές στο παρελθόν: να επιδιώξει μια ύφεση στις διμερείς σχέσεις και να πάψει να στηρίζεται σε τρίτους παίκτες και ιδιαίτερα στην ΕΕ, η οποία πάσχει από στρατηγική ατροφία. Οι συγκεκριμένες τρεις περιπτώσεις είναι οι κρίσεις του 1976, του 1987 (σε σχέση με τους υδρογονάνθρακες) και του 1996 (Ιμια). Σε όλες, εκτιμά ο συγγραφέας Ιντρικ Λίκα, η Ελλάδα αντιλήφθηκε ότι η Τουρκία διέθετε ποσοτική και ποιοτική στρατιωτική υπεροχή και επέλεξε την προσέγγιση (rapprochement). Αυτό θα έπρεπε, κατά την έκθεση του SETA, να κάνει και τώρα…