Το κακό με τις προβλέψεις είναι ότι συνήθως πέφτουν έξω. Το καλό γι’ αυτούς που τις αποτολμούν είναι ότι τις ξεχνάμε γρήγορα. Αυτό φαίνεται ότι το είχαν αντιληφθεί από νωρίς στο Μαντείο των Δελφών, γι’ αυτό και φύλαγαν τα νώτα τους προκειμένου να μην εκτεθούν.

Κατανόησαν εγκαίρως δηλαδή αυτό που αρνούμαστε πεισματικά να δεχθούμε ακόμη και σήμερα. Οτι ο άνθρωπος, όσο και αν το επιθυμεί, όση πρόοδο και αν έχει πετύχει, δεν διαθέτει στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις επιλογή για να προβλέπει τα μελλούμενα.

Αν παρ’ ελπίδα λοιπόν η Πυθία μεταφερόταν στη δική μας εποχή, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα ρίσκαρε να χαλάσει το προφίλ της επιχειρώντας παράτολμες εκτιμήσεις για το αν π.χ. θα διαλυθεί η ευρωζώνη ή για το πόσο βαθύ θα είναι το αποτύπωμα που θα αφήσει η πανδημία στον κόσμο μας και στην ανθρώπινη φύση.

Για να αντιληφθεί κανείς τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων αρκεί να ανατρέξει στις δεκάδες εκτιμήσεις μεγαλόσχημων καθηγητών και αναλυτών που διαψεύστηκαν πανηγυρικά, στα όσα δεν μπόρεσαν ούτε καν να υποψιαστούν και όμως συνέβησαν αλλά και στις καθιερωμένες ετήσιες προβλέψεις που έγιναν πριν από μόλις λίγους μήνες. Και ενώ οι απανωτές αποτυχίες θα υπαγόρευαν μια πιο μετριοπαθή στάση, υποκύπτουμε πάλι στον ίδιο πειρασμό επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε το πώς θα είναι ο κόσμος την επόμενη μέρα της πανδημίας.

Οι προσπάθειες αυτές, που τείνουν να λάβουν τη μορφή χιονοστιβάδας, αποτολμώνται μάλιστα την ώρα που το φαινόμενο βρίσκεται ακόμη σε πλήρη εξέλιξη (στα αρχικά του στάδια σύμφωνα με τον ΠΟΥ), υπό το βάρος αναπόφευκτης συναισθηματικής φόρτισης και ενώ ακόμη παραμένουν άγνωστες βασικές και κρίσιμες παράμετροι σχετικά με τη φύση της απειλής (αρθρογράφος των «New York Times» κατέγραψε την περασμένη εβδομάδα περισσότερες από 40).

Σε μια εξίσωση με δεκάδες αγνώστους, οι κάθε είδους προβλέψεις δεν είναι μόνο μάταιες αλλά λειτουργούν και αποπροσανατολιστικά. Στο «υπολογιστικό μοντέλο» μπαίνουν οι ορατές και άμεσες αρνητικές επιπτώσεις, ωστόσο δεν περιλαμβάνονται οι θετικές προοπτικές που κυοφορούνται και θα εμφανιστούν σε δεύτερο χρόνο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού θα αφήσει αναμφίβολα θετικό αποτύπωμα το οποίο αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με ακρίβεια.

Είναι βέβαιο ότι το πλαίσιο που δημιουργούν οι προγνώσεις παρέχουν κάποιο είδος συναισθηματικής ασφάλειας απέναντι στο άδηλο μέλλον. Ωστόσο η ζωή θα έχει πάντα μεγαλύτερη φαντασία από εμάς, όπως απεδείχθη περίτρανα στην περίπτωση του κορωνοϊού. Αντί να επιδιδόμαστε λοιπόν σε προφητείες, θα ήταν πιο χρήσιμο να εστιάσουμε σε αυτά που μπορούμε όντως να ελέγξουμε. Τους «μαύρους κύκνους» δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε, ούτε είμαστε σε θέση να ξέρουμε πότε θα εμφανιστούν. Αυτό που όντως γνωρίζουμε όμως είναι ότι τα πιο αποτελεσματικά «αντίδοτα» που διαθέτουμε είναι η κατάλληλη προετοιμασία και οργάνωση, τα γρήγορα αντανακλαστικά και η εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο.

Δημοσιεύθηκε στο «Βήμα της Κυριακής» στις 17/4/2019