Αισιόδοξες είναι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών για τη διαδικασία των stress tests που ξεκίνησε με τη δημοσιοποίηση των παραδοχών υπό τις οποίες θα δοκιμαστούν οι αντοχές του συστήματος.

Μπορεί η πρόβλεψη στο αρνητικό σενάριο για την πορεία της οικονομίας να είναι χειρότερη σε σχέση με την προ διετίας αντίστοιχη δοκιμασία, ωστόσο οι εκτιμήσεις τόσο για την πορεία της κτηματαγοράς όσο και για την ανεργία είναι θετικότερες.

Επιπλέον, ο κλάδος διατηρεί υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, ως αποτέλεσμα των κινήσεων δημιουργίας κεφαλαίων που υλοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες, ενώ χαμηλότεροι είναι οι δείκτες καθυστερήσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, αναλυτές αναφέρουν πως δύσκολα τα αποτελέσματα των stress tests θα προκαλέσουν προβλήματα, οδηγώντας κάποιον συστημικό όμιλο σε έναν νέο γύρο ενίσχυσης των κεφαλαίων του με έκδοση κοινών μετοχών.

«Τα δεδομένα δεν δικαιολογούν μια επίδοση χειρότερη σε σχέση με τις ασκήσεις του 2018. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το γεγονός ότι ο επόπτης δεν θα ήθελε στην παρούσα φάση να προκαλέσει αστάθεια σε έναν κλάδο που ανακάμπτει και επιταχύνει τους ρυθμούς εξυγίανσής του, θεωρώ απίθανο κάποια τράπεζα να βρεθεί με έλλειμμα κεφαλαίων» σημειώνει τραπεζικό στέλεχος.

Τα δεδομένα

Αλλωστε, προσθέτει η ίδια πηγή, σε αντίθεση με την προηγούμενη άσκηση, όπου δημοσιοποιήθηκαν τα αποτελέσματά της, κατ’ απαίτηση του ΔΝΤ λόγω της επικείμενης τότε εξόδου της χώρας από τα μνημόνια, εφέτος ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ (SSM) δεν θα ανακοινώσει τίποτα. «Αν υπάρξει ανάγκη για δρομολόγηση κάποιων κινήσεων από επιμέρους τράπεζες, δεν θα τεθούν ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα και σίγουρα οι σχετικές συζητήσεις δεν θα γίνουν δημόσια. Αρα δεν ανησυχώ» υποστηρίζει σχετικά.

Ανεξάρτητα όμως από τις παραπάνω εκτιμήσεις, τα δεδομένα είναι τα εξής:

Μακροοικονομικές προοπτικές. Στην άσκηση του 2020 το βασικό σενάριο προβλέπει μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας κατά 7% την επόμενη τριετία, όπως και το 2018. Ωστόσο, στο αρνητικό σενάριο γίνεται εκτίμηση για πτώση του ΑΕΠ κατά 6% έναντι 3% στα προηγούμενα stress tests.

Από την άλλη όμως, η πρόβλεψη για αύξηση της ανεργίας είναι καλύτερη, ενώ σημαντικά βελτιωμένη είναι και η εκτίμηση για τις τιμές των ακινήτων, η οποία επηρεάζει άμεσα και τις προβλέψεις που πρέπει να σχηματίζουν οι τράπεζες. Ειδικότερα, ενώ στην άσκηση του 2018 προβλεπόταν μείωση τιμών στα οικιστικά ακίνητα κατά 17%, εφέτος η εκτιμώμενη πτώση διαμορφώνεται στην τριετία στο 6% περίπου.

Ετσι, από τη μία πλευρά η μείωση του ΑΕΠ μειώνει τα προβλεπόμενα έσοδα των τραπεζών και αυξάνει τις προβλέψεις λόγω της συνεπακόλουθης αύξησης των νέων κόκκινων δανείων, αλλά από την άλλη η αξία των ενεχύρων (ακίνητα) μειώνεται λιγότερο. Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα σε σχέση με το 2018 δεν θα διαφοροποιείται σημαντικά.

Δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Οι τράπεζες θα μπουν στην άσκηση με βάση τα στοιχεία χρήσης του 2019. Αυτό σημαίνει ότι η εκκίνησή της θα βρει τον κλάδο με υψηλότερο δείκτη κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (Core Tier 1). Εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί μεσοσταθμικά για τους τέσσερις συστημικούς ομίλους στο 16,60% από 16,30% το 2018. Αρα υπάρχει περισσότερο λίπος να καεί.

Δείκτες καθυστερήσεων. Οι τράπεζες σε σχέση με δύο χρόνια νωρίτερα έχουν πετύχει μείωση των κόκκινων δανείων, κυρίως μέσω πωλήσεων και διαγραφών. Στο τέλος του 2019 ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται πως έχει διαμορφωθεί λίγο πάνω από το 40% έναντι 49% περίπου στο τέλος του 2017. Από την άλλη, ο δείκτης κάλυψης από προβλέψεις λόγω των κινήσεων εξυγίανσης έχει μειωθεί κατά 5 μονάδες βάσης.

Αγωνία για τον «Ηρακλή»

Στον αέρα παραμένει το θέμα της εγγύησης που θα παράσχει το Δημόσιο στις τράπεζες για να προχωρήσουν στις τιτλοποιήσεις, οι οποίες το 2020 κατά πάσα πιθανότητα θα ξεπεράσουν τα 30 δισ. ευρώ. Και αυτό διότι ο SSM δεν έχει αποφανθεί για το αν οι κρατικές εγγυήσεις αρκούν για να μηδενιστεί το ρίσκο των τραπεζών από τη διατήρηση στα βιβλία τους μέρους των κύριων τίτλων (senior) που θα εκδοθούν στο πλαίσιο των συγκεκριμένων συναλλαγών.

Εάν δεν εξασφαλιστεί το zero risk για αυτούς τους τίτλους, η χρήση του σχεδίου «Ηρακλής» δεν έχει νόημα. Και αυτό διότι οι τράπεζες θα κληθούν να πληρώσουν προμήθεια χωρίς κανένα όφελος. Σύμφωνα με πληροφορίες, εντός του SSM διατυπώνονται εκτιμήσεις ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι σε θέση να παράσχει εγγυήσεις όσο παραμένει εκτός επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης. Και ζητούν επιπρόσθετη κάλυψη, είτε με δέσμευση μετρητών από το μαξιλάρι που υπάρχει στα κρατικά ταμεία ή με έκδοση νέων ομολόγων.

Πρόκειται για δύο επιλογές που πολιτικά πολύ δύσκολα θα περπατήσουν, καθώς πέραν του μηνύματος αναξιοπιστίας που θα σταλεί στις αγορές έχουν επίδραση και στα δημοσιονομικά μεγέθη. Στο πλαίσιο αυτό στο υπουργείο Οικονομικών εκτιμούν ότι ο SSM τελικά θα δώσει το πράσινο φως, καθώς το κόστος της μη εφαρμογής του «Ηρακλή», λίγο πριν από την ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων, θα ήταν μεγάλο. Αλλωστε, οι αγορές έχουν ανοίξει για τη χώρα, όπως έδειξε το γεγονός ότι στην τελευταία έκδοση 15ετούς ομολόγου οι επενδυτές ήταν διατεθειμένοι να δανείσουν στο Δημόσιο περισσότερα από 18 δισ. ευρώ με πολύ χαμηλό επιτόκιο.