Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) κυριαρχούν έως το 2050, κυρίως στην ηλεκτροπαραγωγή, όπου ο σχετικός δείκτης υπερβαίνει το 95% στα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής. Αυτό προβλέπεται στη «Μακροπρόθεσμη Στρατηγική για το 2050», η οποία ετέθη χθες σε δημόσια διαβούλευση έως τις 19 Δεκεμβρίου από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Η μείωση του κόστους των ΑΠΕ σε συνδυασμό με τη συνεχή αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων δικαιολογεί, από οικονομικής άποψης, τη θεαματική αύξηση της διείσδυσης της πράσινης ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή και μετά το 2030.

Η ανάπτυξη των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή θα οδηγήσει επίσης, σε θεαματική αύξηση τη συμμετοχή καθαρής ενέργειας στις μεταφορές, εξαιτίας της χρήσης βιοκαυσίμων (προηγμένης γενιάς παραγόμενα κυρίως από κυτταρινούχο τύπο βιομάζας), αλλά και στον τομέα της θέρμανσης-ψύξης, λόγω κυρίως της χρήσης αντλιών θερμότητας και όχι της βιομάζας.

Επίσης, ελάχιστες είναι οι ποσότητες ορυκτών καυσίμων που παραμένουν το 2050 στο ενεργειακό ισοζύγιο, εκτός από ορισμένες ποσότητες φυσικού αερίου. Πρόκειται για υγρά καύσιμα στις μεταφορές, τα οποία ωστόσο εξαλείφονται στο σενάριο για κλιματική ουδετερότητα (δηλαδή συγκράτηση της θερμοκρασίας τους 1.5 βαθμούς Κελσίου). Παραμένουν ωστόσο στο ενεργειακό μείγμα υδρογονάνθρακες ορυκτής προέλευσης σε μη ενεργειακές χρήσεις ενώ, εάν υλοποιηθεί η δέσμευση της κυβέρνησης για απανθρακοποίηση,  το 2030 θα έχει εγκαταλειφθεί η χρήση λιγνίτη.

Το μέσο ετήσιο συνολικό κόστος ενεργειακών υπηρεσιών για τους τελικούς καταναλωτές (συμπεριλαμβάνεται το ετήσιο ανηγμένο κόστος των επενδύσεων και δαπανών αγοράς εξοπλισμού, συσκευών και οχημάτων καθώς και όλων των ενεργειακών δαπανών λειτουργίας του εξοπλισμού και αγοράς ενεργειακών προϊόντων), σύμφωνα με τη νέα Στρατηγική που ετέθη σε δημόσια διαβούλευση, εκτιμάται στα 38 δισ. ευρώ ανά έτος για το διάστημα 2030-2050. Όμως για να επιτευχθεί ο στόχος της συγκράτησης της ανόδου της θερμοκρασίας στους  2 βαθμούς Κελσίου, απαιτείται επιπλέον ετήσια δαπάνη στο διάστημα 2030-2050 περίπου 0.2 δισ. ευρώ/έτος ενώ για να επιτευχθεί ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας (συγκράτηση σε 1.5 βαθμούς Κελσίου) η επιπλέον ετήσια δαπάνη εκτιμάται σε 1 δισ. ευρώ/έτος στο διάστημα 2030-2050.

Έως 57% η μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στις κατοικίες

Στις βασικές πολιτικές περιλαμβάνεται και η εξοικονόμηση ενέργειας σε κτίρια του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα, κατοικίες και επαγγελματικά κτίρια. Οι στόχοι των σεναρίων μακροχρόνιας στρατηγικής βασίζονται στην επιδίωξη το κτιριακό απόθεμα να πλησιάσει το 2050 προδιαγραφές σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας, δηλαδή να αποτελείται από κτίρια με πολύ υψηλή ενεργειακή απόδοση. Η σχεδόν μηδενική (ή πολύ χαμηλή) ποσότητα ενέργειας που θα χρειάζονται για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών, θα αντισταθμίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη χρήση ΑΠΕ, είτε με άμεση χρήση της πράσινης ενέργειας, είτε έμμεσα, μέσω αντλιών θερμότητας.

Το 2050 η μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στις κατοικίες, συγκριτικά με το 2005, κυμαίνεται μεταξύ 42% και 46% στο σενάριο των δύο βαθμών Κελσίου και μεταξύ 45% και 57% στο σενάριο του 1.5 βαθμού Κελσίου.  Στα κτίρια υπηρεσιών η αντίστοιχη μείωση είναι μικρότερη και κυμαίνεται μεταξύ 5% και 11% στο πρώτο σενάριο (των 2 βαθμών Κελσίου) και μεταξύ 12% και 19% στο δεύτερο (του 1.5 βαθμού Κελσίου).

Οδικές μεταφορές

Η τελική κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των ιδιωτικών επιβατικών μετακινήσεων μειώνεται σημαντικά στα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής ιδίως προς το τέλος 2050. Η διείσδυση της ηλεκτρικής ενέργειας, αρχικά, πραγματοποιείται στην κατηγορία των μικρών αυτοκινήτων (κατηγορίας Α και Β), ήδη λίγο πριν το 2030 και εντείνεται σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες, κυριαρχώντας στο σύνολο του στόλου των αυτοκινήτων, ιδίως στα σενάρια ΕΕ. Εξηλεκτρισμός της μεσαίας κατηγορίας αυτοκινήτων επιτυγχάνεται, κυρίως κατά τη δεκαετία 2030-2040, οπότε και η τεχνολογία αναμένεται να έχει ωριμάσει περαιτέρω. Αναφορικά με τις μετακινήσεις μεγάλων υπεραστικών αποστάσεων, αυτές αναμένονται να πραγματοποιούνται κυρίως με υβριδικά οχήματα (με καλώδιο φόρτισης κυρίως), που θα χρησιμοποιούν βενζίνη ή ντίζελ με υψηλά ποσοστά ανάμειξης βιώσιμων εναλλακτικών καυσίμων ή με κλιματικά ουδέτερα καύσιμα.

Η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας στα επιβατικά αυτοκίνητα επεκτείνεται ακόμα περισσότερο στα σενάρια του 1.5 βαθμού Κελσίου όπου και απαιτείται εξάλειψη των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου έως το 2050 καθώς εφαρμόζονται υψηλότερα ποσοστά ανάμειξης βιοκαυσίμων στο ντίζελ και στη βενζίνη.

Στις οδικές εμπορευματικές μεταφορές η χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να είναι εφικτή κυρίως σε ελαφρά φορτηγά μικρότερα των 3.5 τόνων μικτού βάρους ή και στις ελαφρύτερες κατηγορίες των βαρέων φορτηγών (μικρότερες των 7.5 τόνων μικτού βάρους). Τα ηλεκτρικά φορτηγά θα χρησιμοποιούνται κυρίως για την κάλυψη των εμπορευματικών μεταφορικών αναγκών σε αστικό κυρίως περιβάλλον, δεδομένης της σχετικά μικρής αυτονομίας των οχημάτων.

Τα οχήματα υδρογόνου με κυψέλες καυσίμου έχουν μειωμένη ανταγωνιστικότητα συγκριτικά με τα ηλεκτρικά οχήματα και με τη χρήση κλιματικά ουδέτερων καυσίμων σε συμβατικά οχήματα. Τυχόν δραστική μείωση του κόστους της συγκεκριμένης τεχνολογίας θα επέτρεπε τη διείσδυσή τους σε χρήσεις οδικών μεταφορών μεγάλων χιλιομετρικών αποστάσεων τόσο για αυτοκίνητα όσο και για δημόσια μέσα μεταφοράς (λεωφορεία) και φορτηγά.

Όσον αφορά στις σιδηροδρομικές μεταφορές, όλα τα σενάρια παρουσιάζουν στροφή προς τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας έναντι του ντίζελ, ως αποτέλεσμα του εξηλεκτρισμού των σιδηροδρομικών

Ο τομέας του αερίου

Ο ρόλος των αερίων καυσίμων ενισχύεται σε όλα τα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής. Όμως, όπως αναφέρεται στο κείμενο που έχει τεθεί σε διαβούλευση, μακροχρόνια η διατήρηση του φυσικού αερίου δεν συνάδει με την κλιματική ουδετερότητα εκτός εάν εφαρμοσθεί σε μεγάλη κλίμακα δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα. Δεδομένου ότι οι διαθέσιμοι χώροι αποθήκευσης είναι περιορισμένοι, είναι αναγκαίο να αλλάξει σταδιακά ή σύνθεση του αερίου προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας. Τα κλιματικά ουδέτερα αέρια είναι βιοαέριο, υδρογόνο και συνθετικό μεθάνιο. Τα δύο τελευταία όμως παράγονται με ηλεκτρική ενέργεια με σχετικά μικρούς βαθμούς απόδοσης.  Σε κάθε περίπτωση, τα δίκτυα αερίου στο μέλλον, προοδευτικά, θα ενσωματώσουν προσμίξεις άλλων αερίων με μικρότερο (ή και μηδενικό) ανθρακικό αποτύπωμα όπως είναι το βιομεθάνιο, το υδρογόνο και το συνθετικό μεθάνιο.

Στο μεταξύ, τη Δευτέρα κλείνει η διαβούλευση του Εθνικού Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα έως το 2030, αναμένεται άμεσα να εισαχθεί προς συζήτηση και στις Επιτροπές της Βουλής πριν αποσταλεί – πριν το τέλος του έτους – στην Κομισιόν για έγκριση.