Τον Ιούλιο του 2019 τα κοινωνικά μέσα γέμισαν με φωτογραφίες των χρηστών τους, εξαιρετικά γερασμένων, με ρυτίδες και άσπρες τρίχες. Οσοι είναι εξοικειωμένοι με αυτά τα μέσα γνωρίζουν ότι είναι ναοί ενός ναρκισσισμού, στηριγμένου σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο στις κοσμητικές επιστήμες, στα γυμναστήρια, στις παραλίες, στη βιομηχανία της μόδας, στα κομμωτήρια, στην πλαστική χειρουργική, αλλά και στην εξελιγμένη ψηφιακή τεχνολογία της εικόνας. Το (άγνωστό μας) πρόσωπο που μας κάνει αίτημα φιλίας στο facebook, το πιθανότερο είναι να έχει μικρή σχέση με τη φωτογραφία που μας κοιτάζει στη σελίδα του. Ολοι μας(;) το έχουμε συνηθίσει και αποδεχθεί ως αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης επικοινωνιακής σύμβασης. Τα πρότυπα που μας προβάλλονται από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, τη διαφήμιση ή τη μόδα μάς καθιστούν καθημερινά ανασφαλείς. Αυτό που βλέπουμε στον καθρέφτη έχει μικρή σχέση με τους ηθοποιούς ή τα μοντέλα που κατακλύζουν τον κόσμο της επικοινωνίας.

Το ίδιο το φαινόμενο των selfies (αυτοφωτογραφιών με το κινητό τηλέφωνο) είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική κοινωνικοτεχνολογική εξέλιξη της δεκαετίας μας. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο βγάζουν σε κάθε ευκαιρία τον εαυτό τους φωτογραφία με το κινητό τους, σε κάθε ευκαιρία, όπου κι αν βρίσκονται, από μια παραλία έως το κάθισμα του αεροπλάνου, άλλοτε τεντώνοντας το δεξί τους χέρι όσο πιο μακριά μπορούν (οι περαστικοί συχνά συγχέουν τους πρεσβύωπες με νάρκισσους), ενίοτε χρησιμοποιώντας ένα ειδικό μπαστούνι (selfie stick). Η ιδέα του αυτοπορτρέτου δεν είναι, ασφαλώς, καινούργια και διαπερνάει την ιστορία της εικόνας, αιώνες πριν την εφεύρεση της φωτογραφίας.

Συχνά οι ζωγράφοι χρησιμοποίησαν το μέσο της αυτοπροσωπογραφίας όχι μόνο για να καλλιεργήσουν την ωραιοπάθεια της νεότητάς τους αλλά για να φιλοσοφήσουν πάνω στα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπο και στο σώμα τους. Οι αυτοπροσωπογραφίες του Ρέμπραντ σε προχωρημένη ηλικία είναι ίσως τα καλύτερα (και τα γνωστότερα) παραδείγματα αυτής της διάθεσης. Οταν η αμερικανική εταιρεία Eastman Kodak έκανε για πρώτη φορά τη φωτογραφική μηχανή διαθέσιμη σε ερασιτέχνες αυτό λάνσαρε ένα τεράστιο κοινωνικό φαινόμενο αυτοφωτογράφισης. Ομως, όπως ξέρουμε όλοι, είχε μια σειρά τεχνικά προβλήματα. Επρεπε να εφευρεθεί η ψηφιακή φωτογραφία τη δεκαετία ’70, πάλι από την Eastman Kodak (όμως η αδιαφορία της να επενδύσει στο μέσο σήμαινε, ειρωνικά, το τέλος της εταιρείας) για να πολλαπλασιαστεί το φαινόμενο. Μόλις όμως η νέα γενιά των smartphones στη δεκαετία μας πρόσφερε επιτέλους μια απειρία δυνατοτήτων αυτοφωτογράφισης οι selfies απογειώθηκαν.

Δύο ακόμη τεχνικές/κοινωνικές εξελίξεις εκτίναξαν το φαινόμενο. Το πρόγραμμα επεξεργασίας εικόνας Photoshop, ήδη από τη δεκαετία του ’80, έφερε ένα τέλος στην αξιοπιστία της φωτογραφίας. Για πρώτη φορά από την εφεύρεσή της, σε τέτοιο πειστικό βαθμό, δεν ήμασταν πλέον σίγουροι για το αν αυτό που βλέπαμε σε μια φωτογραφία ήταν αληθινό. Η έλευση της φωτογραφίας τη δεκαετία του 1830, μεταξύ πολλών άλλων καλλιτεχνικών αλλαγών που θα επέφερε τα επόμενα χρόνια, έθεσε ένα τέλος στο επάγγελμα του ζωγράφου πορτρετίστα ταυτότητας. Αυτά τα μικρά, οβάλ συνήθως, πορτρετάκια χρησιμοποιούνταν στα συνοικέσια στην Ευρώπη. Ο γαμπρός έστελνε το μικρό οβάλ πορτρέτο του στη νύφη κι αυτή, αν ενέκρινε αυτό που είχε δει, έστελνε το δικό της. Η αναξιοπιστία μιας τέτοιας εικονογραφίας είναι προφανής. Τουλάχιστον σήμερα, διότι τότε υπήρχε ακόμη ένας μεγάλος σεβασμός και πίστη στην εικόνα. Ομως όλοι μπορούμε να φανταστούμε πως αυτός ο επαγγελματίας ζωγράφος δούλευε για το μεροκάματο και δεν ήταν ορκωτός λογιστής. Ετσι ήταν απολύτως κατανοητό ότι συχνά αφαιρούσε κιλά ή ρυτίδες ή πρόσθετε μαλλιά στο πορτρέτο του πελάτη του. Ή ακόμη κι αν ο ζωγράφος ήταν απολύτως ευσυνείδητος επαγγελματίας, τίποτε δεν διαβεβαίωνε τη νύφη ότι το πορτρέτο δεν έγινε πριν τριάντα χρόνια ή και περισσότερο…

Μετά απ’ όλα αυτά είναι απολύτως κατανοητό γιατί η εφεύρεση του νέου μέσου της φωτογραφίας εξαφάνισε το επάγγελμα του ζωγράφου πορτρέτων ταυτότητας εν μιά νυκτί. Σιγά-σιγά όμως  η ανθρωπότητα κατάλαβε ότι κι αυτό το μέσο δεν ήταν πάντα ειλικρινές. Το ρετούς άρχισε να αφαιρεί τα ανεπιθύμητα σημάδια του χρόνου. Αυτό πήρε διαστάσεις κρατικής προπαγάνδας στα μεγάλα πορτρέτα των γερασμένων πια ηγετών όπως ο Στάλιν ή ο Μάο. Ομως παρέμενε ακόμη μια αθωότητα. Η αθωότητα του πινέλου. Το Photoshop ανέτρεψε τελείως την αντίληψή μας της πραγματικότητας. Οι λίγο μεγαλύτεροι δεν θα ξεχάσουν ποτέ όσο ζουν την προεκλογική εκστρατεία της δεκαετίας του ’90 όπου οι (πολυάριθμες) ελιές στο πρόσωπο του Κώστα Σημίτη εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας.

Η άλλη καθοριστική κοινωνικοτεχνολογική εξέλιξη ήταν βεβαίως η διάδοση των social media. Εκεί ο ναρκισσισμός του καθενός μας μπορούσε να ‘χει τα 15 λεπτά διασημότητας στον κυβερνοχώρο. Και το πρόγραμμα Photoshop μας πρόσφερε το οπλοστάσιο να φτιάξουμε την ιδανική εικόνα του εαυτού μας, αν τα γυμναστήρια, οι παραλίες, η κοσμητική και η πλαστική χειρουργική δεν είχαν πετύχει το ιδανικό αποτέλεσμα. Εδώ φτάνουμε σ’ αυτό που λέγαμε στην αρχή αυτού του άρθρου: Το πρόσωπο που μας κάνει αίτημα φιλίας στο facebook, το πιθανότερο είναι να έχει μικρή σχέση με τη φωτογραφία που μας κοιτάζει στη σελίδα του. Ολοι μας το έχουμε συνηθίσει και αποδεχθεί ως αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης επικοινωνιακής σύμβασης. Και έχουμε σχεδόν πιστέψει ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει, οι «φίλοι» μας στα κοινωνικά μέσα, είναι ηθοποιοί και μοντέλα.

Κι εκεί που απολαμβάναμε αυτή την ψηφιακή Σάνγκρι Λα, όπου όλοι είναι νέοι και ωραίοι, τον Ιούλιο του 2019 όλα άλλαξαν δραστικά. Η ψηφιακή εφαρμογή FaceApp επιτρέπει (με απίστευτα πειστικό τρόπο, είναι η αλήθεια) τη μετατροπή μας σε έντονα γερασμένα πρόσωπα. Ακόμη και νεότατοι άνθρωποι, φοιτητές και φοιτήτριες, ποστάρουν περήφανα φωτογραφίες τους ως ογδοντάχρονοι.

Μα γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά άραγε; Μετά από περίπου πενήντα ή εξήντα χρόνια που ο δυτικός κόσμος μετέτρεψε τη νεότητα σε υπέρτατο προσόν (με την έκρηξη της ποπ κουλτούρας) και τη νεολαία ως καινούργια κοινωνική τάξη, τώρα όλα ανατρέπονται;

Είναι η ωριμότητα και η σοφία που (συνήθως) συνοδεύει τις ρυτίδες και τα άσπρα μαλλιά που τα κάνουν γοητευτικά; Μήπως η φάση με τους νέους πολιτικούς (τους νεότερους πρωθυπουργούς στην Ευρώπη) που περάσαμε έφτασε κι αυτή σε ένα τέλος και θα αναζητήσουμε ξανά πατριαρχικά ηλικιωμένα πρότυπα; Είναι άραγε αυτό το νέο πρότυπο για την επόμενη δεκαετία; Μάλλον είναι νωρίς ακόμη για να αποφανθούμε. Στο μεταξύ μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί εκατομμύρια (πραγματικά) νέοι και ωραίοι άνθρωποι επιλέγουν αυτή τη νέα ταυτότητα. Και να αφήσουμε το γεγονός των εξαιρετικά σοβαρών προσωπικών δεδομένων που παραδίδουν στην εταιρεία αυτή για να πετύχουν τον σκοπό τους για μια άλλη συζήτηση…

Ο κ. Θανάσης Μουτσόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης και της Θεωρίας του Πολιτισμού στο Πολυτεχνείο Κρήτης.