Μια πάγια νεοφιλελεύθερη εμμονή είναι ότι τα συνδικάτα αποτελούν εμπόδιο στην οικονομική πρόοδο. Είναι η αντίληψη ότι κάθε οργανωμένη παρέμβαση στη λειτουργία της αγοράς οδηγεί σε στρεβλώσεις και τελικά σε μειωμένη ανάπτυξη.

Βέβαια, αυτό που ορίζουν ως «στρεβλώσεις» είναι στην πραγματικότητα οι μισθολογικές αυξήσεις, η κατοχύρωση και βελτίωση της κοινωνικής ασφάλισης, η δημόσια και δωρεάν περίθαλψη, οι άδειες μετ’ αποδοχών, ο περιορισμός στις ανεξέλεγκτες απολύσεις και οτιδήποτε άλλο κατέκτησε στην ιστορία του το συνδικαλιστικό κίνημα.

Απέναντι σε αυτό ήδη από τη δεκαετία του 1980 διεθνώς έγινε προσπάθεια να περιοριστεί η δυνατότητα των συνδικάτων να διεκδικούν. Υπήρξε άλλωστε και η ανυπόστατη από οικονομική άποψη αλλά δημοφιλής σε επιχειρηματικούς κύκλους στον αγγλοσαξωνικό χώρο άποψη ότι την κρίση της δεκαετίας του 1970 προκάλεσαν τα συνδικάτα.

Τελικά όντως τα συνδικάτα βρέθηκαν και βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Σε αυτό κυρίως συνετέλεσαν όλες οι μεγάλες αλλαγές που έγιναν από τη δεκαετία του 1980 και μετά: η διάλυση εργασιακών χώρων που ήταν συνδικαλιστικά προπύργια, η ελαστική εργασία, η επισφάλεια, η διάχυση δραστηριοτήτων γεωγραφικά. Όμως, αντιστάσεις των εργαζομένων συνέχισαν να υπάρχουν, συχνά και πολύ έντονες.

Στη χώρα μας το συνδικαλιστικό κίνημα είναι σε βαθιά κρίση. Θα μπορούσε κανείς να πει και σε ανυποληψία. Με έντονα στοιχεία γραφειοκρατίας, με ελάχιστη παρέμβαση σε μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα και με λογική, ειδικά στην ηγεσία της ΓΣΕΕ, συνδικαλιστικής κάστας με προνόμια. Η ήττα των εργαζομένων στη μάχη κατά των μνημονίων και η επιδείνωση των συνολικών εργασιακών όρων απλώς έχει κάνει τα πράγματα χειρότερα.

Όμως, οι παρεμβάσεις που εξήγγειλε ο υπουργός Εργασίας κ. Βρούτσης δεν απαντούν σε αυτά τα προβλήματα. Ούτε και θα μπορούσαν άλλωστε, εάν αναλογιστούμε ότι η παράταξη της ΝΔ, η ΔΑΚΕ, φέρει πολύ μεγάλο μέρος ευθύνης για την κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Αντίθετα, οι παρεμβάσεις που προτάθηκαν απλώς θέλουν να δώσουν την εικόνα μιας κυβέρνησης που βάζει περιορισμούς στη συνδικαλιστική δράση.

Αυτό στηρίζεται σε μια ιδεολογική εμμονή ότι πρέπει στους επενδυτές να προσφερθεί ένα οικονομικό περιβάλλον απαλλαγμένο από τη συνδικαλιστική δράση.

Στηρίζεται, όμως, και σε έναν πρακτικό υπολογισμό, καθώς το επόμενο διάστημα εάν υπάρξουν κινητοποιήσεις αυτές δεν θα έρθουν τόσο από τον ευρύτερο ιδιωτικό τομέα (με την ανεργία ακόμη πάνω από 17,5% οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες) όσο από το δημόσιο που θα αντιμετωπίσει νέα μέτρα και τις ΔΕΚΟ που θα αντιμετωπίσουν τις νέες ιδιωτικοποιήσεις.

Και τα δύο μέτρα που προτείνονται απλώς προσπαθούν να βάλουν φραγμό στην ελεύθερη συνδικαλιστική δράση. Το «ηλεκτρονικό μητρώο» συνδικαλιστών, υποθέτουμε με την έννοια βάσης δεδομένων για τα μέλη των σωματείων και τους εκλεγμένους συνδικαλιστές, εγείρει σοβαρότατα ζητήματα «φακελώματος» μιας δραστηριότητας που αποτελεί δικαίωμα αλλά εντάσσεται και σε ένα πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων.

Και για να δώσουμε ένα παράδειγμα: πριν από μερικά χρόνια, στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, εμφανίστηκε ιστοσελίδα που ανήρτησε το μητρώο ενός σωματείου, ουσιαστικά για να ενημερώνει τους εργοδότες για το ποιοι είναι συνδικαλισμένοι ή όχι. Η ιστοσελίδα κατέβηκε, αλλά το περιστατικό είναι ενδεικτικό μιας νοοτροπίας.

Το δεύτερο μέτρο είναι η «καθολική ηλεκτρονική ψηφοφορία όλων ανεξαιρέτως των εργαζομένων» για τις απεργίες. Δεν θα σταθώ στα τεράστια προβλήματα εγκυρότητας που γεννούν γενικά οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες. Ούτε καν στην αντίληψη μιας διαδικτυακής εξ αποστάσεως «δημοκρατίας» που αποπνέει. Ούτε κυρίως θέλω να κινδυνολογήσω το πώς θα γίνονται τέτοιες ψηφοφορίες για παράδειγμα εντός εταιρικών δικτύων με όλα τα προβλήματα χειραγώγησης που θα υπάρξουν.

Το βασικό είναι αλλού: τα συνδικάτα έχουν συνελεύσεις για να μπορούν να συζητούν και να αποφασίζουν με όρους συμμετοχής των ίδιων των εργαζομένων. Έχουν επίσης εκλογές για να εκλέγουν όργανα και αυτά να εκπροσωπούν τους εργαζομένους. Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να οδηγήσει στη γραφειοκρατία, εάν οι συνελεύσεις δεν αξιοποιούνται, μπορεί να οδηγήσει και σε μια βαθιά δημοκρατική λειτουργία και σε αποφάσεις για απεργία με μαζική συμμετοχή και αποτελεσματικότητα.

Οι προτάσεις Βρούτση απλώς θα δυσκολέψουν την απεργία και θα υπονομεύσουν ακόμη περισσότερο τα συνδικάτα. Η ηλεκτρονική ψηφοφορία ακυρώνει την εσωτερική ζωή των συνδικάτων και σε συνδυασμό με υψηλές απαιτήσεις συμμετοχής απλώς θα κάνει εξαιρετικά δύσκολη την κήρυξη των απεργιών άρα και τη δυνατότητα αντίστασης των εργαζομένων. Και αυτό δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί αρνητικό.

Στην χώρα μας γίνεται μια μεγάλη συζήτηση για την ανάπτυξη. Θα αποτελέσει τεράστια οπισθοδρόμηση να θεωρηθεί ότι οι αγώνες των εργαζομένων είναι εμπόδιο για την πραγματική οικονομική ανάπτυξη.

Η πιο κρίσιμη παραγωγική δύναμη είναι το εργατικό δυναμικό της χώρας. Το να αντιμετωπίζεται ως αναλώσιμο υλικό ή ως πρόβλημα, επειδή διεκδικεί αξιοπρεπή συνθήκη εργασίας, αποτελεί, όπως και να το δει κανείς, επικίνδυνο δρόμο.