Τις εκλογές θα τις κερδίσει η Νέα Δημοκρατία, με καθαρή διαφορά από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, ίνα επιβεβαιωθεί το ρηθέν υπό των προφητών (στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσων έχουν γνώση και πείρα των εκλογικών πραγμάτων) ότι τις εκλογές στην Ελλάδα τις κερδίζει όποιος κυριαρχήσει στον χώρο του Κέντρου. Η κυβέρνηση της ΝΔ θα έχει πολύ δύσκολο έργο μπροστά της. Θα παραλάβει μια χώρα κακοπαθημένη σε όλα τα πεδία, σχεδόν καθημαγμένη, και θα πρέπει τάχιστα να δείξει ότι έχει τη βούληση αλλά και την ικανότητα να βάλει μπροστά τις μηχανές της ανάπτυξης, να ανακόψει την κατρακύλα της χώρας προς τη γενικευμένη ανομία, να αποκαταστήσει το κύρος των θεσμών. Εξαιρετικά κρίσιμα υπουργεία, κατά τη γνώμη μου, θα είναι, εκτός βέβαια από τα οικονομικά, το Παιδείας, το Δικαιοσύνης και (πάνω απ’ όλα, ίσως) αυτό που κάποτε λεγόταν Δημόσιας Τάξης.

Το ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα πρέπει να είναι μια ισχυρή κυβέρνηση με σαφή κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν σημαίνει και ότι πρέπει να είναι μια στενά κομματική κυβέρνηση, προκειμένου να ικανοποιηθούν απλώς οι φιλοδοξίες κάποιων στελεχών της (όχι πάντα και πρώτης κλάσεως, θα έλεγε κανείς…). Η αξιοποίηση προσωπικοτήτων και στελεχών από άλλους επαγγελματικούς και πολιτικούς χώρους θα μπορούσε να είναι μια πρώτη ένδειξη ότι ο Μητσοτάκης θέλει πράγματι να διαμορφώσει ένα ευρύτερο μπλοκ δυνάμεων, ικανό να στηρίξει την προσπάθεια για ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό της χώρας. Εχω γράψει επανειλημμένα (βλ. ενδεικτικά «Νέες Εποχές», 3.4.2016, κείμενο με τίτλο «Μέρες του ’56») με πόση ευρύτητα αντιλήψεων και μαεστρία προχώρησε σε διεύρυνση της παράταξής του ο Καραμανλής κατά τη δεκαετία του 1950 αλλά και του 1970. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επανέλθω επ’ αυτού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «θα πάει από κει που ήρθε», δηλαδή σε μονοψήφιο ποσοστό, όπως αφελώς ισχυρίζονταν ή προσδοκούσαν κατά καιρούς κάποιοι. Θα κινηθεί σε ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο και θα αποτελεί, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον, τη βασική αντιπολίτευση στη Νέα Δημοκρατία. Εχω γράψει κατά το παρελθόν, το πρόσφατο αλλά και το απώτερο, τόσο πολλά κατά του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε ούτε ως προς αυτό νομίζω ότι υπάρχει λόγος να επανέλθω. Για όποιον πάντως ενδιαφέρεται, αλλά και «για την πλάκα του πράγματος», όπως λέμε συχνά, θα παρέπεμπα σε ένα κείμενό μου με τίτλο «Εκατό επίθετα και ένα ρήμα» («Νέες Εποχές», 30.8.2015). Εκεί, εν όψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015, από τη σκοπιά ενός «μενουμευρωπαίου», είχα επιδαψιλεύσει στους Συριζανελαίους εκατό(!) επίθετα, όλα από Α (αναξιόπιστοι, ανερμάτιστοι, ανίκανοι, αλαζόνες, αμετροεπείς, αδιάντροποι, αεριτζήδες κ.ά.), τα οποία όχι μόνο επιβεβαιώθηκαν και ισχύουν και σήμερα, αλλά θα μπορούσαν ίσως και να εμπλουτιστούν. Οσο για το ρήμα στο οποίο κατέληγα, επίσης δεν θα το άλλαζα και σήμερα: αποδοκιμάστε τους.

Σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ και το ΚΙΝΑΛ, είναι σαφές ότι, είτε λίγο κάτω είτε λίγο πάνω από τα πρόσφατα ποσοστά τους κινηθούν, πρόκειται για κόμματα παρελθοντολαγνικά, ιστορικού και μόνο ενδιαφέροντος θα τολμούσα να πω, χωρίς δυνατότητα να επηρεάσουν ουσιαστικά το πολιτικό γίγνεσθαι. Με τον «αριστερό» ΣΥΡΙΖΑ σε πτώση, μη μου πείτε ότι δεν είναι εντυπωσιακό πως το ΚΚΕ όχι μόνο δεν «τσιμπά» κάτι εκλογικά (έστω 1%-2%) αλλά βλέπει και τα ποσοστά του να υποχωρούν. Νομίζω πως εδώ και χρόνια το ΚΚΕ παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο ως «θρησκευτικό» φαινόμενο και ως μέρος της ιστορίας αυτής της χώρας. Κάτι σαν το θωρηκτό «Αβέρωφ», ας πούμε, ή τους Ευζώνους της Προεδρικής (πρώην Ανακτορικής) Φρουράς. Μπορεί κάποιοι να χαζεύουν το «Αβέρωφ» ή τα τσαρούχια και τις φουστανέλες των Ευζώνων, αλλά κανένας βέβαια δεν θα επένδυε σε αυτά για το μέλλον της χώρας. Αλλά και το ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ μυρίζει πλέον έντονα ναφθαλίνη. Ολο και περισσότερο δίνει την εικόνα σύναξης απόστρατων πρώην αξιωματούχων, οι οποίοι προσπαθούν να εμψυχώσουν τους εναπομείναντες οπαδούς τους με μπαγιάτικο αντιδεξισμό κουτσογιωργικού τύπου, καθώς και με κυνήγι διαχρονικά ανύπαρκτων – στην ελληνική πραγματικότητα, τουλάχιστον – νεοφιλελεύθερων φαντασμάτων.

Τούτων όλων δοθέντων, που έλεγαν και οι παλαιότεροι, είναι φανερό ότι η χώρα έχει ανάγκη, και μάλιστα επειγόντως, από ισχυρή κυβέρνηση, με νωπή εντολή, με φιλελεύθερο/εκσυγχρονιστικό αέρα στα πανιά της και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.

Στην ψήφο μου ως φιλελεύθερου αριστερού αυτά τα κριτήρια θα πρυτανεύσουν. Για όλους τους λόγους που ήδη ανέφερα, αλλά και για δύο ακόμα.

Πρώτον, επειδή οι εκλογές δεν είναι ομολογία πίστης ή ιδεολογική κατάθεση, αλλά διαδικασία κατά την οποία ο πολίτης απλώς επιλέγει ποιος προτιμά (ούτε καν ποιος «θα ήθελε» εκείνος) να κυβερνήσει τη χώρα. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ουκ ολίγοι αριστεροί είχαν ψηφίσει Καραμανλή το 1974.

Δεύτερον, επειδή από τον Μαξ Βέμπερ έμαθα πως συχνά η «ηθική της πεποίθησης» (έχει αποδοθεί και «ηθική του φρονήματος») καλείται να υποχωρεί μπροστά στην «ηθική της ευθύνης», τη Verantwortung. Με άλλα λόγια, οι όποιες πεποιθήσεις έρχονται ενίοτε σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την αίσθηση της ευθύνης που αναλογεί στον καθένα μας ως πολίτη.

Και ο νοών νοείτω.

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.