Στο μυαλό μας το καλοκαίρι συνδυάζεται πάντα με συναυλίες – εγώ ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε με τον απόηχο ιστορικών συναυλιών, όπως ήταν εκείνες του Μίκη Θεοδωράκη μετά την πτώση της χούντας για παράδειγμα. Οταν ήμουν μικρός είχα ακούσει τόσους οικογενειακούς φίλους να ορκίζονται πως ήταν στη συναυλία στο «Καραϊσκάκης», που υπολόγιζα ότι την παρακολούθησαν γύρω στα 2 εκατομμύρια. Την ξεπέρασε αργότερα, στο μυαλό μου, το πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη: οι όρκοι διαφόρων μεγαλυτέρων μου για το πόσο μαγευτικά πέρασαν εκείνο το βράδυ στη Βουλιαγμένη ανέβασαν στο μυαλό μου τον αριθμό των συμμετεχόντων στα 3,5 εκατομμύρια. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως αυτά τα αθώα ψέματα που έλεγαν όσοι ισχυρίζονταν ότι ήταν εκεί, ενώ δεν ήταν, μαρτυρούσαν απλώς τη θέλησή τους να είναι παρόντες. Αυτό μεγάλωνε μέσα μου και την ίδια τη γοητεία αυτών των ιστορικών events. Δεν ήταν εκεί όσοι ορκίζονται ότι ήταν, αλλά δεν πειράζει: είναι σαν να ήταν.

Τον χειμώνα δεν υπάρχουν συναυλίες. Τον χειμώνα στριμωχνόμαστε σε κλειστούς χώρους. Μαντρωνόμαστε οικειοθελώς βρίσκοντας κι άλλους με τα γούστα μας. Το καλοκαίρι απαιτεί να διασκεδάζουμε σε ανοιχτούς χώρους, λόγω ζέστης και υγρασίας. Είναι σαν, κατά κάποιον τρόπο, αντί εμείς να πηγαίνουμε στο μαγαζί, το μαγαζί να βγαίνει στον δρόμο και να μας κυνηγάει! Δεν χρησιμοποιώ τυχαία τον όρο «μαγαζί»: με τον καιρό οι συναυλίες των ελλήνων τραγουδιστών άρχισαν να μοιάζουν με τις αλλοτινές περιοδείες των αθηναϊκών θεατρικών θιάσων. Οπως οι θίασοι ανέβαζαν σε κάποιο ανοιχτό θέατρο της Αθήνας ή της επαρχίας την πετυχημένη χειμωνιάτικη παράστασή τους, έτσι και οι τραγουδιστές (τουλάχιστον οι μεγάλες φίρμες) παρουσίαζαν σε γήπεδα, πλατείες και παραλίες το χειμωνιάτικο πρόγραμμά τους. Ο,τι είχες δει τον χειμώνα, μπορούσες να το δεις και το καλοκαίρι – ακόμη και η σειρά των σουξέ ήταν η ίδια.

Αρχικά, οι καλοκαιρινές συναυλίες ήταν προνόμιο των «έντεχνων». Κάμποσοι από δαύτους, επενδύοντας στον κερδοφόρο μινιμαλισμό, παρουσίαζαν στο κοινό τον εαυτό τους στη σκηνικά φτωχότερη εκδοχή του. Τραγουδούσαν σε πλατείες και πρώην νταμάρια με μια κουτσή κιθάρα και κάνα δυο καλούς συναδέρφους τους να τους κρατάνε το τέμπο. Κάποιες από αυτές τις μίνιμαλ εμφανίσεις είχαν και ενδιαφέρον, ειδικά αν ο καλλιτέχνης είχε την όρεξη να διηγηθεί και κάποια ωραία ιστορία βάζοντας από την πίσω πόρτα το stand up comedy. Ομως οι περισσότερες τέτοιες εμφανίσεις ήταν (και παραμένουν…) αρπαχτές. Ο τραγουδοποιός αναστενάζει σαν τον Μπομπ Ντίλαν, καταπίνει νότες, αφιερώνει το σουξέ του στο φεγγάρι – αλλά συνήθως δεν ακούγεται, αφού δεν έχει ξοδέψει χρήματα ούτε για μια μικροφωνική εγκατάσταση της προκοπής. Κάποιοι βλέπουν σε αυτές τις εμφανίσεις κάτι το αυθεντικό – εγώ συνήθως νιώθω κορόιδο. Από την άλλη, και όταν βρεθώ σε μια συναυλία η οποία αποτελεί ξεπατίκωμα του προγράμματος που έκανε ο καλλιτέχνης στο μαγαζί, πάλι δεν χαίρομαι, ακόμη και αν τα σουξέ του τα ξέρω όλα και τα τραγουδάω θεόφαλτσα. Στο τέλος μού μένει η αίσθηση ότι ο καλλιτέχνης ακολούθησε μια πεπατημένη. Εστω και αν το σόου είναι τεχνικά άρτιο, αν δεν διακρίνω την προσπάθειά του να μου προσφέρει κάτι άλλο από αυτό που έχω ήδη δει τον χειμώνα, χαλιέμαι. Θέλω να δω δουλειά, έμπνευση, σχέδιο και όχι να ακούσω τα ίδια πάντα τραγούδια με την ίδια πάντα σειρά. Η συναυλία στο κεφάλι μου δεν είναι μια σειρά από γνωστές επιτυχίες, αλλά κάτι που ως θέαμα πρέπει να έχει την αυτονομία του: να με πείθει ότι προηγήθηκαν πρόβες, ότι υπήρξε ιδρώτας – το καλοκαίρι το να ιδρώνεις δεν είναι δα και τόσο δύσκολο. Συναυλία καλοκαιρινή, πραγματικό πρότυπο για τα δικά μου γούστα, ήταν εκείνη που είχε κάνει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Καλλιμάρμαρο πριν από δύο καλοκαίρια, όταν απέδωσε με τον δικό του τρόπο έναν αληθινό φόρο τιμής στο ελληνικό τραγούδι. Ηταν κάτι φτιαγμένο για να λειτουργήσει στον συγκεκριμένο χώρο και μόνο, ήταν καλοκαιρινό αλλά όχι ελαφρύ, είχε από πίσω πολλή δουλειά, αλλά και μια κεντρική ιδέα.

Οι προβλέψιμες διαδικασίες που συνήθως, για να είμαστε δίκαιοι, είχαν και ως αποτέλεσμα την εισπρακτική επιτυχία, με κουράζουν πια. Τα τελευταία χρόνια ομολογώ πως χάρηκα ένα μόνο καλοκαιρινό πολυθέαμα – ακριβώς γιατί με ξάφνιασε: αναφέρομαι στην «Ταράτσα του Φοίβου», το αναψυκτήριο(;) που ο Δεληβοριάς έστησε στην ταράτσα του στην Ιερά οδό. Κόντρα στην εύκολη λύση της καλοκαιρινής επανάληψης κάποιου χειμωνιάτικου προγράμματος, ο Δεληβοριάς ρίσκαρε να παρουσιάσει κάτι που από πουθενά δεν προέκυπτε ότι το κοινό (πόσω μάλλον το κοινό του…) έχει ανάγκη. Ψάχνει κανείς καλοκαιριάτικα για μάγους που εξαφανίζουν μπουκάλια; Θέλει κανείς να ακούσει κάποιον να του διηγείται τη γραμμή μαρτυρίου που διανύει το λεωφορείο με το μαγικό νούμερο 140 στην Αθήνα; Είχε κανείς την ανάγκη να πιει ένα ποτό παρακολουθώντας την εξέλιξη των χορευτικών συνηθειών(;) του Ελληνα; Ειλικρινά δεν μου προκύπτει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αυτό που ο κόσμος θέλει καλοκαιριάτικα είναι μια ευκαιρία να ακούσει τραγουδάκια – ο καθένας διαλέγει αυτά που του ταιριάζουν τρέχοντας είτε στον Γιάννη Χαρούλη είτε στους Πυξ Λαξ, που είναι οι μετρ του είδους και μπράβο τους.

Οταν είχα ακούσει για την «Ταράτσα του Φοίβου» πριν από τρία χρόνια, για την απόφασή του να στήσει ένα παράξενο πολυθέαμα το οποίο θα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει μεσοβδόμαδα μάλιστα (!) και όχι το Σαββατόβραδο που όλοι ακόμη βγαίνουν, πίστεψα πως οι συντελεστές του εγχειρήματος τρελάθηκαν μάλλον από πλήξη και θέλουν να βάλουν στη ζωή τους μια δόση αγωνίας. Πώς να παρουσιάσεις ένα θέαμα που παραπέμπει σε αναψυκτήριο, όταν ειδικά οι νεότεροι δεν ξέρουν καν τι είναι το αναψυκτήριο; Η πρόβλεψή μου, αποτυχημένη όσο ποτέ, ήταν ότι ο Δεληβοριάς σε χρόνο-ρεκόρ θα μάζευε τους φίλους του και όλοι μαζί με τις κουτσές κιθάρες τους θα προσπαθούσαν να σώσουν τον επιχειρηματία από την καταστροφή – ευτυχώς και αυτός και οι φίλοι του σουξέ έχουν. Τρία χρόνια αργότερα υπέροχα συνειδητοποιώ ότι είχα άδικο. Η «Ταράτσα», βασισμένη σε μια παλιά ιδέα αλλά εξαιρετικά μοντέρνα, είναι πάντα γεμάτη κάτω από τα αστέρια και έχοντας ως σκηνικό την Ακρόπολη. Ο κόσμος που τη γεμίζει δείχνει με την επιλογή του ότι δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένα τα γούστα του: αν έχουμε κάτι να του παρουσιάσουμε, κάτι που να μαρτυρεί ότι βασίστηκε σε δουλειά, μεράκι και προσπάθεια, ο κόσμος θα ‘ρθει να το δει.

Σε δέκα χρόνια πολλοί θα λένε ότι είχαν πάει στην «Ταράτσα του Φοίβου». Θα είναι χιλιάδες. Και, παραδόξως, αυτοί θα λένε αλήθεια.