Παρότι τόσο ο πρωθυπουργός όσο και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ότι βασική αιχμή της προεκλογικής εκστρατείας του κυβερνώντος κόμματος είναι η υπεράσπιση του έργου της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και κυρίως η προβολή του προγράμματος για την επόμενη μέρα, ο πραγματικός τόνος δίνεται κυρίως από την καλλιέργεια του φόβου για την ενδεχόμενη κυβέρνηση της ΝΔ.

Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, οι ψηφοφόροι θα πρέπει να σκεφτούν πολύ προσεκτικά και να σταθμίσουν τους κινδύνους για τις συλλογικές συμβάσεις, τα εργατικά δικαιώματα, τις συντάξεις, τη δωρεάν πρόσβαση στις δημόσιες δομές υγείας, τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, από μια κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Το σχήμα αυτό προβάλλεται συστηματικά, κυρίως μέσα από διαρκείς υπενθυμίσεις των όσων συνέβησαν στη διάρκεια της περιόδου 2010-2015 και ιδίως στην περίοδο της κυβέρνησης Σαμαρά. Με έναν τρόπο είναι μια ιδιότυπη παραλλαγή του «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά».

Τα όρια της στρατηγικής του φόβου

Προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το μόνο κόμμα που έχει καταφύγει σε τέτοια προεκλογική εκστρατεία. Άλλωστε, οι «αρνητικές» προεκλογικές καμπάνιες έχουν μεγάλη ιστορία και παρότι όλοι τις καταδικάζουν σε επίπεδο θέσης αρχής, κανείς δεν παραλείπει να τις χρησιμοποιήσει, έστω και εν μέρει, στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα από την «αντίπερα όχθη», η ΝΔ έχει επενδύσει σημαντικά στην εικόνα της ανομίας, της αυξημένης εγκληματικότητας και των «Εξαρχείων», για να επιτείνει ένα αίσθημα ανασφάλειας στους πολίτες σε σχέση με μια ενδεχόμενη παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.

Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η στρατηγική αυτή προσκρούει σε μια ορισμένη αντίφαση. Από τη μια φαντάζει ως μια σχετικά νόμιμη προεκλογική τακτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χρεώσει στη ΝΔ γενικά και στον Κυριάκο Μητσοτάκη ειδικά μερικές από τις πιο επιθετικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην περίοδο των Μνημονίων, όπως ήταν για παράδειγμα οι διαθεσιμότητες στο Δημόσιο.

Επίσης είναι σαφές ότι παρά την προσπάθεια της ΝΔ να υιοθετήσει έναν ιδιαίτερα καθησυχαστικό τόνο και να απευθυνθεί σε αυτά ακριβώς τα τμήματα του εκλογικού σώματος, μπορεί κανείς να εντοπίσει σχετικά «προβληματικά σημεία» και στις τρέχουσες εξαγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που παρατήρησαν ότι από το πρόγραμμα της ΝΔ απουσιάζουν  π.χ. οι διορισμοί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση που έχει εξαγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Από την άλλη, αυτή η τακτική δεν δείχνει να μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα. Κι αυτό γιατί είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ και η συνολική πολιτική παρουσία που εμπέδωσε σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας την αντίληψη ότι τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν και απλώς θα επιδεινώνονται με άλλοτε άλλους ρυθμούς.

Έτσι, παρότι ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που κατεξοχήν κατηγόρησε τα άλλα κόμματα ότι υποστηρίζουν την αντίληψη ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» (τη διαβόητη «ΤΙΝΑ»), τελικά ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που τελικά την επικύρωσε. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα τα ίδια τα στρώματα που θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι όντως μπορεί και να υποστούν μια επιδείνωση από μια κυβερνητική αλλαγή να το θεωρούν αυτό ένα πάγιο στοιχείο της περιόδου και να μην συγκινούνται ιδιαίτερα από τις σχετικές προειδοποιήσεις.

Η στρατηγική του «αντιδεξιού μετώπου»

Η αγάπη του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά του Αλέξη Τσίπρα για την κληρονομιά του Ανδρέα Παπανδρέου είναι γνωστή και πλήθος οι στιγμές που έχει καταγραφεί.

Όμως, δεν μιλάμε απλώς για την υιοθέτηση μιας ρητορικής αλλά και για την επανάληψη μιας στρατηγικής: αυτής του «αντιδεξιού μετώπου».

Η στρατηγική αυτή δεν είναι της αριστεράς. Για την ακρίβεια ήταν μια στρατηγική που ιστορικά χρησιμοποιήθηκε για να περιοριστεί ο χώρος της αριστεράς. Αφετηρία ήταν η δεκαετία του 1960 όταν το τότε Κέντρο διεκδίκησε να είναι ο βασικός αντίπαλος απέναντι στην ΕΡΕ, κερδίζοντας ένα μέρος του πολιτικού και εκλογικού ακροατηρίου της αριστεράς. Το ίδιο θα επαναλάβει και ο Αντρέας Παπανδρέου μεταπολιτευτικά, ιδίως μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ούτως ή άλλως το ΠΑΣΟΚ δεν απορρόφησε εκλογικά μόνο την εκλογική κληρονομιά του Κέντρου αλλά και μεγάλο μέρος του αριστερόστροφου ριζοσπαστισμού της μεταπολίτευσης.

Με έναν τρόπο το ίδιο θέλει να κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα, αλλά αυτή τη φορά απέναντι στο ΚΙΝΑΛΛ και οποιονδήποτε άλλο θα ήθελε να διεκδικήσει την κληρονομιά της κεντροαριστεράς.

Γιατί μπορεί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζουν ότι δίνουν την μάχη να «γυρίσουν το παιχνίδι» και να κερδίσουν τις εκλογές, η πραγματικότητα είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει το βλέμμα του στραμμένο στην επόμενη μέρα και την εξασφάλιση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μόνος ισχυρό σχηματισμός στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο.

Με αυτή την έννοια, ακόμη και ένας ΣΥΡΙΖΑ που θα υπολειπόταν π.χ. του 30% αλλά θα το πλησίαζε, την ίδια ώρα όμως που το ΚΙΝΑΛΛ θα κινείτο στα επίπεδα των ευρωεκλογών είναι σαφές ότι θα ήταν αδιαμφισβήτητα η βασική πολιτική δύναμη αριστερότερα του κέντρου και ο βασικός αντίπαλος της ΝΔ σε βάθος χρόνου.

Αυτό εξηγεί και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει σε αυτή την τακτική πόλωσης, γιατί μπορεί να μην δημιουργεί «παράσταση νίκης», όμως δημιουργεί την αναγκαία συσπείρωση για μια τέτοια μεσοπρόθεσμη τακτική.

Οι απαιτήσεις της «πόλωσης»

Όμως, όπως συμβαίνει πολλές φορές, ανάμεσα στο γενικό σχέδιο και την πραγματική του εκτέλεση υπάρχει μια κρίσιμη απόσταση.

Ο τρόπος που το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να αναδειχτεί σε ηγεμονική δύναμη σε αυτό που ονομάστηκε «προοδευτική παράταξη» δεν ήταν αποτέλεσμα ούτε μόνο ούτε κυρίως ρητορικής και τακτικών επιλογών.

Δεν θα είχε γίνει, εάν το ΠΑΣΟΚ δεν είχε όντως πείσει ότι μπορούσε να εκπροσωπήσει και σε σημαντικό βαθμό να υλοποιήσει αιτήματα κομβικά και να εγγυηθεί μια βελτίωση της θέσης και των προοπτικών των «μη προνομιούχων» για να θυμηθούμε την περιγραφή που χρησιμοποιούσε και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Δεν ήταν, δηλαδή, μόνο η αντιδεξιά ρητορική ή η υπενθύμιση των ευθυνών της δεξιάς για το αυταρχικό πρόσωπο της μετεμφυλιακής Ελλάδας που βοήθησε να λειτουργήσει η λογική του «αντιδεξιού μετώπου». Πρωτίστως ήταν ο τρόπος που οικοδομήθηκε με θετικούς όρους μια σχέση εκπροσώπησης (που καθόλου τυχαία θα διαρρηχθεί μόνο μέσα από την καταλυτική εμπειρία των μνημονίων).

Αυτό, όμως, είναι κάτι που πολύ δύσκολα μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ που δύσκολα μπορεί να επικαλεστεί μια σειρά πραγματικά θετικά μέτρων ή μια τέτοια βελτίωση της θέσης κοινωνικών στρωμάτων. Προτείνει την πόλωση, ορίζοντας τα αρνητικά του αντιπάλου, χωρίς να μπορεί να επικαλεστεί σε ανάλογη κλίμακα και τα δικά του θετικά επιτεύγματα. Και αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνει και η κοινωνία.