Από το πρωί όλη η Ελλάδα μιλά για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, για τον Greek Freak που ανακηρύχθηκε καλύτερος μπασκετμπολίστας στο NBA. Όχι όλοι βέβαια, υπάρχουν και οι κακεντρεχείς, οι ζηλιάρηδες και… οι ρατσιστές.

Από ρατσιστές η Ελλάδα έχει πολλούς, κρυφούς και φανερούς. Γιατί μπορεί να ξέρουμε τον Χρυσαυγίτη τζάμπα μάγκα ή τον δολοφόνο που βγάζει τη λεπίδα και δολοφονεί το διαφορετικό.

Δεν ξέρουμε όμως, το Χρυσαυγίτη της διπλανής πόρτας. Αυτόν που έχει την ανασφάλιστη Αλβανίδα υπηρέτρια γιατί έτσι του καπνίζει.

Αυτόν που αδυνατεί να διανοηθεί ότι πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση στα νοσοκομεία, όλοι. Και οι ανασφάλιστοι γιατί είναι άνθρωποι, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φύλου, χρώματος ή άλλου χαρακτηριστικού.

Υπάρχει ο Χρυσαυγίτης που αδυνατεί να καταλάβει ότι δεν υπάρχει λάθρο άνθρωποι, αλλά αρρωστημένα μυαλά.

Υπάρχουν τόσοι και τόσοι που είναι δίπλα μας, ρατσιστές γιατί ο άλλος είναι μαύρος, γιατί είναι ομοφυλόφιλος, γιατί είναι ανάπηρος, γιατί δεν έχει να φάει κι έρχεται από μια κόλαση για να ζήσει στην κόλαση της Μόριας. Αυτής της Μόριας της αριστερής κυβέρνησης που ο ανθρωπισμός της εξαντλείται σε πολιτικάντικες κορώνες και σε αναρτήσεις στο διαδίκτυο.

Μπουχτίσαμε από τους αντιρατσιστές, τους φιλεύσπλαχνους πολίτες, που αγαπάνε τους ξένους αλλά… από μακριά. Που βοηθάνε μόνο με τα λόγια που θα γράψουν στο facebook ή τα ηλεκτρονικά… δάκρυα που θα χύσουν σε κάποιο story του instagram.

Βαρεθήκαμε με όλους αυτούς τους… ΜΚΟάδες που περιμένουν την κρατική επιχορήγηση και τις χορηγίες για να δείξουν την αγάπη τους στους μετανάστες.

Αλλά που όλοι αυτοί πάνε μετά σπίτι τους και βρίζουν τη δούλα Αλβανίδα, φτύνουν το παιδάκι στο φανάρι, δέρνουν τη γυναίκα τους ή νιώθουν άσχημα όταν στο διπλανό κρεβάτι του νοσοκομείου είναι ένας δύσμοιρος Αφγανός που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο προσέφερε στο αντιρατσιστικό κίνημα όσα πρόσφεραν εδώ και δεκαετίες όλοι αυτοί οι «ευαίσθητοι» αριστεροί, κεντρώοι, δεξιοί που κάνανε καριέρες πουλώντας την προοδευτικίλα τους.

Ο Γιάννης και τα αδέρφια του πουλάγανε σιντί και μαϊμού τσάντες και στο σπίτι συνήθως δεν έμπαινε ούτε το ψωμί της ημέρας.

Σαν τον Γιάννη υπάρχουν χιλιάδες. Αυτός απλά είχε ταλέντο, όρεξη για δουλειά. Είχε στόχους και τους πέτυχε. Αλλά ξέρετε γιατί;

Γιατί βρέθηκε κάποτε ένας Ελληνας που δεν πούλαγε προοδευτιλίκι και αγάπη για τους ξένους. Που τον μάζεψε από τα Σεπόλια, του έδωσε να φάει, του αγόρασε παπούτσια, του έμαθε ότι μόνο με σκληρή δουλειά θα εξελίξει το ταλέντο και θα κατακτήσει την κορυφή του κόσμου.

Και που αυτόν ευγνωμονεί τώρα ο Γιάννης. Αυτόν, τον πατέρα του που πέθανε και δεν πρόλαβε να τον δει να μεγαλουργεί, τη μητέρα του και την οικογένειά του.

Όμως, ο Γιάννης έχει μεγάλη καρδιά. Εκεί κάπου έχει σε περίοπτη θέση την Ελλάδα, μαζί με την πατρίδα του τη Νιγηρία. Κι ας είναι η Ελλάδα μας μια χώρα όπου οι ρατσιστές, ναζί Χρυσαυγίτες κυκλοφορούν ακόμη ελεύθεροι. Που είναι στη Βουλή και κάνουν τσαμπουκάδες.

Που υπάρχουν ακόμη άθλια υποκείμενα που θησαυρίζουν με τα κονδύλια που δόθηκαν για τους πρόσφυγες.

Ν’ αγιάσει το στόμα του Γιάννη όταν ευχαρίστησε τους Ελληνες για όσα του πρόσφεραν. Όχι όλους όμως, να μην ξεχνιόμαστε. Σίγουρα θα έφαγε και καμιά κλωτσιά από κανέναν Ελληναρά, αυτό είναι σίγουρο.

Εγινε ο καλύτερος πρεσβευτής μιας Ελλάδας που δεν είναι ξενοφοβική, που είναι μια ανοικτή κοινωνία στην οποία δεν κρύβεται ούτε ο φόβος, ούτε ο ρατσισμός, κάθε είδους.

Ας τα σκεφτούν όλα αυτά κάποιοι που ήδη σκέφτονται να εφαρμόσουν σκληρές ατζέντες για τους μετανάστες ή να δίνουν επιδόματα μόνο στα ελληνόπουλα.

Είπαμε, κρυφορατσιστές υπάρχουν παντού. Και ο Γιάννης του χαλάει τη σούπα.