Το – προφανώς ύποπτο – χτύπημα εναντίον δύο πετρελαιοφόρων στον Κόλπο του Ομάν, σε συνδυασμό με εκείνο εναντίον άλλων τεσσάρων πριν από περίπου έναν μήνα, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για την αύξηση της έντασης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, με έμφαση στον Περσικό Κόλπο. Μετά την προηγούμενη επίθεση, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κατηγορήσει το Ιράν ως υπεύθυνο, χωρίς όμως να παρουσιάσουν αδιάσειστα στοιχεία για μια τόσο σοβαρή κατηγορία. Τα δίδυμα χτυπήματα όμως αποτελούν μόνο μια κουκκίδα της μεγάλης – και σφόδρα ανησυχητικής – εικόνας που διαμορφώνεται στην περιοχή.

Είναι σαφές ότι η έλευση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο έχει μεταβάλει τις αμερικανικές στρατηγικές προτεραιότητες στην περιοχή. Η συμφωνία (JCPOA) επί Ομπάμα, σε συνεργασία με τη Ρωσία αλλά και τους Ευρωπαίους, με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης υπήρξε μία από τις δύο κομβικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον την περίοδο 2008-2016. Η κίνηση Ομπάμα για έναν συμβιβασμό με την Τεχεράνη αποσκοπούσε σε μια αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής με σκοπό τη διαμόρφωση μιας νέας περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων και την αποστασιοποίηση της Ουάσιγκτον από τη στενή σχέση με το Τελ Αβίβ.

Ο κ. Τραμπ αποφάσισε την έξοδο από τη JCPOA και την επιστροφή στο καθεστώς ακόμη σκληρότερων κυρώσεων εναντίον της Τεχεράνης. Με αιχμές του δόρατος τον σκληροπυρηνικό σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον, τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και σε κρίσιμο ρόλο τον γαμπρό του Τζάρεντ Κούσνερ, ο αμερικανός πρόεδρος ακολουθεί μια σαφώς φιλοϊσραηλινή πολιτική που έχει ως σκοπό τον στραγγαλισμό του Ιράν και κατά ορισμένους ακόμη και την αλλαγή καθεστώτος – διά της βίας αν κριθεί σκόπιμο.

Η νέα αμερικανική πολιτική κινείται σε δύο άξονες: πρώτον, στην πολύ στενή συνεργασία με το Ισραήλ, την οποία επιβεβαιώνουν πηγές τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη και, δεύτερον, στη διαμόρφωση ενός αντι-ιρανικού τόξου στη Μέση Ανατολή. Η αρχική επιδίωξη ήταν η δημιουργία ενός «αραβικού ΝΑΤΟ» με τη συμμετοχή των σουνιτικών κρατών του Περσικού Κόλπου και της Μέσης Ανατολής (καίριος στο σημείο αυτό είναι ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων), καθώς και της Αιγύπτου, αν και το Κάιρο μοιάζει να απομακρύνεται από αυτή την εκδοχή.

Χώρος-κλειδί στον οποίο εκδιπλώνεται η αντιπαράθεση ΗΠΑ/Ισραήλ  – Ιράν είναι η σπαρασσόμενη από εμφύλιο πόλεμο (επί σχεδόν μία 10ετία) Συρία. Ο αμερικανοϊσραηλινός άξονας επιδιώκει να ανασχέσει τη δημιουργία ενός ιρανικού/σιιτικού διαδρόμου που θα ενώνει την Τεχεράνη με την Ανατολική Μεσόγειο (μέσω Λιβάνου και Χεζμπολάχ), ενώ το Τελ Αβίβ ανησυχεί σφόδρα για την εμπέδωση της ιρανικής επιρροής στα βόρεια σύνορά του. Αυτή την περίοδο όμως η χώρα που ουσιαστικά διαφεντεύει τη Συρία είναι η Ρωσία. Τίποτε δεν γίνεται εκεί χωρίς τη συγκατάνευση της Μόσχας και η αναμενόμενη συνάντηση των συμβούλων Εθνικής Ασφαλείας ΗΠΑ, Ρωσίας, Ισραήλ είναι πέρα από πρωτοφανής και ενδεικτική των διακυβευμάτων.

Η Ελλάδα έχει με τον δικό της τρόπο «συρθεί» σε αυτό το γεωπολιτικό πόκερ. Η πρόσδεσή της στον αμερικανοϊσραηλινό άξονα επί κυβερνήσεως Τσίπρα έγινε με ραγδαίο ρυθμό. Παράλληλα, πρέπει να συνεκτιμηθεί πώς «κουμπώνει» η Τουρκία σε αυτό το παζλ. Η Αγκυρα, εγκλωβισμένη στον «συριακό βούρκο», αναζητεί στηρίγματα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Αμερικανοί θα έβλεπαν την Τουρκία ως ανάχωμα στο Ιράν, εφόσον ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν γινόταν πιο… υπάκουος. Μόλις πριν από λίγες ημέρες στη γνωστή ιστοσελίδα «Al Monitor» γράφτηκε ότι οι ΗΠΑ επέτρεψαν στην Αγκυρα να δώσει αντιαρματικούς πυραύλους σε εξτρεμιστικές οργανώσεις που μάχονται τον συριακό στρατό – ο οποίος υποστηρίζεται από τη Ρωσία και εμμέσως από το Ιράν. Στη Μέση Ανατολή, όπως πάντα, τίποτα δεν είναι όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται…