Και πρώτα απ’ όλα ο όρος, «η των ονομάτων επίσκεψις». Ο όρος «λαϊκισμός» έκανε δυναμικά την είσοδό του στην ελληνική πολιτική ζωή στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, οι πρώτοι που τον χρησιμοποίησαν στον δημόσιο λόγο, αναφερόμενοι στο τότε ραγδαία ανερχόμενο ΠαΣοΚ, ήταν οι αδελφοί Μιχάλης και Λευτέρης Παπαγιαννάκης (μακαρίτες, δυστυχώς, και οι δύο σήμερα) σε κείμενό τους στο περιοδικό «Πολίτης».

Κάποιοι ισχυρίζονται πως οι όροι «δημαγωγία/δημαγωγός» είναι αντίστοιχοι των «λαϊκισμός/λαϊκιστής». Δεν συμφωνώ. Η δημαγωγία είναι κάτι πολύ ευρύτερο από τον λαϊκισμό. Στον πληθωρικό και κατά βάση παραπλανητικό λόγο του δημαγωγού τον κυρίαρχο τόνο δεν είναι απαραίτητο να τον δίνει ο λαϊκισμός ως αντίληψη για τον ρόλο του κράτους και των θεσμών, καθώς και για τη σχέση του «λαού» με το πολιτικό γίγνεσθαι. Κατά το παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί επίσης ο όρος «ποπουλισμός», ο οποίος όμως δεν «έγραψε», και μάλλον κατέληξε να χρησιμοποιείται για ειδικότερες περιπτώσεις.

Αν έπρεπε, τώρα, να εντοπιστούν κάποια από τα βασικά γνωρίσματα του λαϊκισμού, θα έλεγα ότι αυτά είναι:

— Επίμονη αναφορά στον «λαό», γενικά, αόριστα και αδιαφοροποίητα, σαν την πηγή όλων των «καλών» και των νομιμοποιήσεων. Αποσιωπάται έτσι ή υποβαθμίζεται η ύπαρξη στους κόλπους του «λαού» διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, ομάδων και κατηγοριών, των οποίων μάλιστα τα συμφέροντα όχι απλώς δεν συμπίπτουν απαραιτήτως, αλλά συχνά είναι και αλληλοσυγκρουόμενα.

— Παρουσία κάποιου χαρισματικού (ή αυτοχρισμένου «χαρισματικού») ηγέτη. Ο ηγέτης επικοινωνεί απευθείας με τον λαό «του», του οποίου γνωρίζει, καταλαβαίνει και νιώθει τα προβλήματα και τις επιθυμίες.

— Υποτίμηση και υποβάθμιση του ρόλου και της σημασίας των θεσμών, ως εξισορροπητικού παράγοντα και ασφαλιστικής δικλίδας για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού/κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Εφόσον, μάλιστα, υπάρχει και αναφορά σε κάποιον ηγέτη, η σχέση του με τον λαό είναι αδιαμεσολάβητη, απευθείας, και επομένως ο ρόλος των θεσμών μειώνεται ακόμη περισσότερο. Εξ ου και το ανδρεοπαπανδρεϊκό (σε στιγμή δημαγωγικής ρητορικής έξαρσης, ας το δεχτούμε): «Δεν υπάρχουν θεσμοί. Μόνο ο λαός»!

— Καταγγελία των «ελίτ», η οποία συνήθως συνοδεύεται από κατ’ αντιδιαστολήν εξύμνηση του «κοινού ανθρώπου». Βέβαια, ο «κοινός άνθρωπος», ο common man, είναι κι αυτός ως έννοια κάτι εξίσου ασαφές και ακαθόριστο όσο και ο «λαός» ή οι «μη προνομιούχοι». Ολοι αυτοί οι όροι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: λόγω ακριβώς της ασάφειάς τους, μπορούν να γίνονται εξαιρετικά αποτελεσματικό πολιτικό όπλο στα χέρια των «μαζοχειραγωγών». Κάθε πολίτης/ψηφοφόρος μπορεί έτσι να κατατάσσει τον εαυτό του στους «μη προνομιούχους» ή να διεκδικεί την ιδιότητα του common man, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση για την ακριβή θέση του στην παραγωγή, το κοινωνικό του status, τις ταξικές του αναφορές και συντεταγμένες.

— Κατά κανόνα, ο λαϊκισμός, οι λαϊκιστές και τα λαϊκιστικά καθεστώτα τρέφονται και από μία ακόμα βολική κατασκευή, η οποία μάλιστα παίρνει συχνά τη μορφή «εθνικού μύθου»: από τον κίνδυνο που (υποτίθεται ότι) αποτελεί, για την υπόσταση αλλά και για την ταυτότητα του απλού πολίτη, κάποιος εξωτερικός εχθρός, κάποια εξωτερική απειλή. Αυτή η απειλή μπορεί να είναι μια γειτονική χώρα, ο «ιμπεριαλισμός» γενικά και αόριστα, «οι ξένοι που μας φθονούν και μας υποβλέπουν», οι μετανάστες, κ.ο.κ.

Υπάρχουν επίσης κάποια ζητήματα που, ειδικά στις μέρες μας, τίθενται αρκετά συχνά με τη μορφή ερωτημάτων. Ενα από αυτά είναι κατά πόσον μπορεί να γίνονται παραλληλισμοί με τη Λατινική Αμερική, όταν εξετάζουμε το φαινόμενο του λαϊκισμού στην Ευρώπη. Κάποιοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για δυο διαφορετικά φαινόμενα, σε εντελώς διαφορετικά πολιτικοκοινωνικά συμφραζόμενα. Κάποιοι άλλοι, πάλι, θεωρούν πως τα βασικά γνωρίσματα και συστατικά των λαϊκιστικών καθεστώτων είναι λίγο-πολύ παντού τα ίδια, με τις αναπόφευκτες βέβαια κατά τόπους ιδιαιτερότητες.

Κατά τα άλλα, υπάρχουν βέβαια και θεωρητικοί, όπως ο μακαρίτης Ερνέστο Λακλάου, που υποστηρίζουν πως η κριτική στον λαϊκισμό εκπορεύεται (κι αυτή, όπως και όλα τα κακά, άλλωστε) από τις ελίτ. Ο λαϊκισμός, σύμφωνα με αυτή την άποψη, κάθε άλλο παρά καταδικαστέος είναι, αφού διευκολύνει την ένταξη των «πλατιών λαϊκών μαζών» στο πολιτικό γίγνεσθαι. Ετσι είναι, αν έτσι νομίζετε.

Εν κατακλείδι, και για να μην παριστάνω τον αφ’ υψηλού τιμητή των πάντων, θα έλεγα ότι, κακά τα ψέματα, όλα τα κόμματα λαϊκίζουν ή έχουν λαϊκίσει, περισσότερο ή λιγότερο, κατά τη διάρκεια του πολιτικού τους βίου. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα: δεξιά, κεντρώα και αριστερά, με την Αριστερά μάλιστα να πρωταγωνιστεί συχνά στο συγκεκριμένο πεδίο.

Επίσης, για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως ο λαϊκισμός «πατάει» κατά κανόνα σε υπαρκτά προβλήματα συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων (εξ ου και η διόλου ευκαταφρόνητη απήχησή του), για τα οποία ωστόσο προτείνει εσφαλμένους ή εν γνώσει του παραπλανητικούς τρόπους αντιμετώπισης.

Με άλλα λόγια, ας μην υποτιμάμε τη διακριτική (ενίοτε και καθόλου διακριτική) γοητεία του λαϊκισμού. Αν, βέβαια, θέλουμε να εξηγήσουμε την απήχησή του και όχι απλώς να τον ξορκίσουμε.

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.