Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, τίποτε δεν είναι ίδιο στην εγχώρια αγορά των καταναλωτικών δανείων. Η ύφεση, η μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, ο αποκλεισμός των τραπεζών από τις διεθνείς αγορές και η εκτίναξη των επισφαλειών της κατηγορίας στα επίπεδα του 65% οδήγησαν στην κατάρρευση ενός τομέα που γνώρισε μεγάλη άνθηση στα πρώτα χρόνια μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ.

Ηταν Ιούνιος του 2003 όταν οι ελληνικές αρχές προχώρησαν στην απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης, ανοίγοντας τον δρόμο για μια άνευ προηγουμένου πιστωτική επέκταση. Από τα επίπεδα των 11 δισ. ευρώ στα μέσα εκείνης της χρονιάς, τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων έφτασαν μέσα σε επτά χρόνια τα 28 δισ. ευρώ, ενώ επιπλέον 10 δισ. ευρώ δανείστηκαν οι Ελληνες μέσω πιστωτικών καρτών.

Οι ανοιχτές γραμμές πίστωσης με τις διεθνείς αγορές που διέθεταν τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση για καταναλωτικές δαπάνες και τα πλουσιοπάροχα μπόνους που λάμβαναν τα τραπεζικά στελέχη για την ανάπτυξη των σχετικών εργασιών, οδήγησαν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τις οφειλές των νοικοκυριών σχεδόν στο 20% του ελληνικού ΑΕΠ.

Και αν οι διοικήσεις των τραπεζών εκείνης της εποχής έκαναν λόγο για ελεγχόμενη κατάσταση, επικαλούμενη την απόσταση που μας χώριζε ακόμη και τότε με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του ιδιωτικού χρέους, η πραγματικότητα τις διέψευσε πανηγυρικά. Η δημοσιονομική κρίση και η πολυετής ύφεση που ακολούθησε προκάλεσαν την κατάρρευση της συγκεκριμένης αγοράς.

Τα περισσότερα από τα κόκκινα καταναλωτικά δάνεια που χορηγήθηκαν την περασμένη δεκαετία θα πουληθούν σε τρίτους, διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει, σε τιμές που δεν ξεπερνούν σε καμία περίπτωση το 10% της ονομαστικής αξίας των υπολοίπων, με σημαντικό δηλαδή κόστος για τις τράπεζες.

Οι νέες τάσεις

Από την άλλη πλευρά, οι νέες χορηγήσεις διατηρούνται για χρόνια σε πολύ χαμηλά επίπεδα, τόσο λόγω μειωμένης προσφοράς χρήματος, όσο και λόγω της ουσιαστικά ανύπαρκτης υγιούς ζήτησης. Με εξαίρεση τα καταναλωτικά δάνεια για αγορά αυτοκινήτων, όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες δανειοδοτήσεων είναι ουσιαστικά νεκρές.

Την τελευταία 4ετία τα νέα δάνεια που χορηγούνται σε μηνιαία βάση από τις τράπεζες μετά βίας υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τα 42 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ποσό μειωμένο κατά 80% σε σύγκριση με τις μέσες μηνιαίες εκταμιεύσεις της χρυσής περιόδου μεταξύ 2003 και 2010.

Πλέον οι τράπεζες έχουν εγκαταλείψει την πολιτική των εορτοδανείων, που κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι, λόγω διακοπών, έκαναν την εμφάνισή τους στην αγορά, προσφέροντας χρήμα για καταναλωτικές ανάγκες με προνομιακά επιτόκια.

Αντ’ αυτού, οι προσφορές επικεντρώνονται στα προγράμματα επιβράβευσης των πιστωτικών καρτών. Με τον τρόπο αυτόν οι τράπεζες επιχειρούν να δημιουργήσουν έσοδα από την ελεγχόμενη χρήση των πιστωτικών ορίων των πελατών τους και από τις προμήθειες που εισπράττουν από τα 650.000 POS που έχουν εγκαταστήσει στην ελληνική αγορά. Το μπόνους πλέον δεν σχετίζεται με το επιτόκιο, αλλά με την επιβράβευση που λαμβάνουν οι καταναλωτές αν χρησιμοποιήσουν την κάρτα τους σε επιλεγμένους συνεργάτες κάθε προγράμματος.

Με τον τρόπο αυτόν η τράπεζα αναπτύσσει τις εργασίες της και από την πλευρά του ο κάτοχος της κάρτας κερδίζει πόντους που μπορεί να εξαργυρώσει σε επόμενες αγορές στις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις. Η παραγωγή εσόδων βέβαια δεν συγκρίνεται με τα προ κρίσης δεδομένα. Τουλάχιστον όμως ο κίνδυνος δημιουργίας μιας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων είναι σαφώς χαμηλότερος.