Τουρκία ανεβάζει το θερμόμετρο σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν τακτικοί και στρατηγικοί λόγοι, έτσι αναμένεται το τωρινό μομέντουμ να διατηρηθεί για καιρό. Τουλάχιστον μέχρι η Αγκυρα να επιτύχει τις επιδιώξεις της ή η Ελλάδα να βρει έναν αποτελεσματικό τρόπο να εξουδετερώσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Αλλωστε, η πεμπτουσία του ιμπεριαλισμού είναι η αίσθηση καθολικής υπεροχής μιας χώρας που μετεξελίσσεται σε αναζήτηση ζωτικού χώρου. Η τωρινή Τουρκία δεδομένα ασφυκτιά στα υφιστάμενα σύνορά της, αλλά συνάμα φοβάται και απώλειες, αν όχι εδαφικές, οπωσδήποτε σε επιρροή στον άμεσο περίγυρό της. Αρκεί να δούμε τη δυναμική των Κούρδων της Συρίας (έστω και μετριασμένη εσχάτως), την παραμονή Ασαντ, τη ζώνη ελέγχου του Ιράν στη Μέση Ανατολή, καθώς και τις συμπράξεις Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ – Αιγύπτου υπό αμερικανική ομπρέλα στην Ανατολική Μεσόγειο. Εξίσου, προβληματίζει έντονα την τουρκική ηγεσία η ενίσχυση της παρουσίας της Γαλλίας στην ευρύτερη περιφέρεια και δη με «πάτημα» στην Κύπρο.

Μάλιστα, όπως αποκάλυψε ο τούρκος πρόεδρος, η συζήτηση που άνοιξε για τη μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί ήρθε ως αντίποινα στην αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και της κατοχής των Υψιπέδων του Γκολάν. Επιβεβαιώνεται έτσι πως ακόμα και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής υποτάσσονται στη μουσουλμανική ταυτότητα που της έχει προσδώσει ο Ερντογάν, σε μία κλιμακούμενη σύγκρουση με άλλες θρησκείες και πολιτισμούς, όπου προτάσσεται (και) η ηθική ανωτερότητα του Ισλάμ. Σηματοδοτεί, ωστόσο, και κάτι άλλο: την έστω και έμμεση ζημιά που μπορεί να υποστούν τα ελληνικά συμφέροντα από την ανελέητη κόντρα Τουρκίας – Ισραήλ και ενώ έχουν ενδυναμωθεί οι δεσμοί της Ελλάδας με το τελευταίο. Επίσης, το μήνυμα προς την Αθήνα είναι πως η αναβαθμισμένη σχέση με Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ – που δεν μπορεί παρά να ενοχλεί την Αγκυρα – έχει κόστος.

Στο τακτικό επίπεδο, παρά το ότι ο Καμμένος των εξάρσεων, που συχνά κατέληγαν σε ανεύθυνες δηλώσεις και ενέργειες, έχει αντικατασταθεί από τον «μετρημένο» και γνώστη των θεμάτων Αποστολάκη, που μπορεί και θέλει να αναπτύξει μόνιμο κανάλι επικοινωνίας με τον ομόλογό του, η Αγκυρα διατηρεί υψηλούς τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Αθήνα. Ούτε το ταξίδι Τσίπρα ούτε οι δηλώσεις Κατρούγκαλου για δικαιώματα της Τουρκίας στην περιοχή (όσα απορρέουν από το διεθνές δίκαιο) κατάφεραν επί της ουσίας να αλλάξουν ουσιαστικά το κλίμα. Εν όψει των σημερινών αυτοδιοικητικών εκλογών, σύσσωμη η τουρκική πολιτική ελίτ, πλην του φιλοεργατικού/φιλοκουρδικού κόμματος, ξεπέρασε πολλές φορές τα εσκαμμένα. Η σύμπραξη Ερντογάν – Μπαχτσελί σύρει τον πρώτο στις ακραίες αντιλήψεις του δευτέρου. Η πίεση του ρεπουμπλικανικού κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον τούρκο πρόεδρο για δήθεν τουρκικά νησιά που βρίσκονται υπό ελληνική κατοχή υποχρέωσε τον πρώτο να σκληρύνει τη στάση του προκειμένου να μη θεωρηθεί ενδοτικός έναντι της Αθήνας. Συνάμα, η επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με ΕΕ και ΗΠΑ δημιούργησε την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η Ελλάδα για να σταλούν μηνύματα αποφασιστικότητας αλλά κυρίως ενόχλησης στους δυτικούς της εταίρους.

Από την άλλη, υπάρχει και η ανησυχία σε κύκλους κοντά στον Ερντογάν πως η Αθήνα, λειτουργώντας ως ενεργούμενο της Ουάσιγκτον, θα μπορούσε να προκαλέσει «θερμό επεισόδιο» για να φθείρει τον Ερντογάν και να οδηγήσει στην αστάθεια τη γειτονική χώρα και άρα στην αντικατάστασή του. Ετσι, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να αποκλιμακώσει την ένταση, η Αγκυρα, διακατεχόμενη από μια ανασφαλή αυτοπεποίθηση έναντί μας, αισθάνεται πως είναι αναγκαίο να απαντά σε κάθε κίνηση/δήλωση από ελληνικής πλευράς και ταυτόχρονα να μην επιτρέπει ενέργειες που κατ’ αυτή δημιουργούν τετελεσμένα.

Γίνεται αντιληπτό πως τα περιθώρια συνεννόησης ή ουσιαστικού διαλόγου συρρικνώνονται αισθητά, με αποτέλεσμα, εκτός εάν η Τουρκία αντιληφθεί τα οφέλη της προσέγγισης με την Ελλάδα σε έναν μη φιλικό περίγυρο από τον οποίο μοιάζει αποκομμένη (βλ. Ανατολική Μεσόγειος) και βάλει αρκετό νερό στο κρασί της, πολύ δύσκολα να εξέλθουμε του φαύλου κύκλου της έντασης, με όλα τα σενάρια να βρίσκονται στο τραπέζι. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι κλυδωνισμοί στην οικονομία της γείτονος, στην ανάπτυξη της οποίας επένδυσε τα προηγούμενα χρόνια ο Ερντογάν προκειμένου να εδραιωθεί στην εξουσία, και τα επικείμενα σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα που καλείται να λάβει, είτε θα εξορθολογίσουν τη στάση του σε διάφορα μέτωπα είτε θα τον κάνουν ακόμα πιο νευρικό και επιθετικό.

Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».