Λίγο πριν πέσει η χούντα, πρέπει να ήταν το 1973, είχα μια κουβέντα με φίλο που σπούδαζε στη Γερμανία. Στα μαρξιστικά μου εγώ τότε, του έλεγα τις γνωστές αντικαπιταλιστικές μεγαλοστομίες. Ψύχραιμος εκείνος, μου είχε πει κάτι στο οποίο δεν είχα δώσει την πρέπουσα σημασία. Σχετικά σύντομα ωστόσο κατάλαβα τη βαθιά σοφία που έκρυβε, και που δεν ήταν άλλη από… τη σοφία του αυτονόητου. «Πάντως στη Γερμανία», μου είχε πει, «το παιχνίδι είναι χαμένο για τους Ανατολικογερμανούς. Οι μεν επιτρέπουν σε όποιον θέλει να περάσει από την άλλη πλευρά των συνόρων, αλλά κανένας δεν δείχνει τέτοια διάθεση. Οι δε έχτισαν ακόμη και τείχος για να εμποδίζουν τις χιλιάδες των χιλιάδων να φεύγουν στη Δύση. Και πάλι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να το σκάσουν, μολονότι ξέρουν πως αυτό συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους για την ίδια τους τη ζωή».

Από τότε πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια. Η βασική αλήθεια της διαπίστωσης παραμένει, ωστόσο, ακλόνητη. Ξέρετε, αλήθεια, κάποιους που, οικειοθελώς και εν γνώσει των συνεπειών, να εγκατέλειψαν οποιαδήποτε χώρα της Δυτικής Ευρώπης κατά την περίοδο 1949-1989 για να εγκατασταθούν σε οποιονδήποτε «σοσιαλιστικό» παράδεισο; Και για να έρθω και στα καθ’ ημάς. Γιατί, άραγε, κανένας από όλους εκείνους που κατήγγελλαν ή/και καταγγέλλουν τον επάρατο καπιταλισμό δεν προχώρησε στο λογικά επόμενο βήμα: να φύγει και να πάει εκεί όπου την εξουσία την έχουν οι καλοί κομμουνιστές, της μίας ή της άλλης παραλλαγής ή απόχρωσης. Στην τότε Σοβιετία, στη Βουλγαρία, στην κινεζόφιλη και «αντιρεβιζιονιστική» Αλβανία, οπουδήποτε. Κάπου εκεί στα σίξτις, ήρθε να προστεθεί στο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» (η παρουσία της λέξης στρατόπεδο στην εν λόγω φράση έχει το ενδιαφέρον της) και η εξωτική Κούβα. Και όμως, με εξαίρεση κάποιες επίσημες αποστολές/εκδρομές Κνιτών και κάποια «εκπαιδευτικά» ταξίδια αριστεριστών οι οποίοι έμελλε να εξελιχθούν σε κουμπουροφόρους, γιατί άραγε, όλα αυτά τα σχεδόν εξήντα χρόνια που υπάρχει ο σοσιαλιστικός παράδεισος των αδελφών Κάστρο, κάποιοι από τη Δύση, αλλά και από την Ελλάδα ειδικότερα, δεν πήγαν να εγκατασταθούν εκεί;

Ας έρθουμε, όμως, και στα πιο σημερινά. Από όλους αυτούς τους «αλληλέγγυους» στο καθεστώς Μαδούρο, γιατί ούτε ένας δεν κάνει το επόμενο βήμα: να πάει στη Βενεζουέλα και να συμπαρασταθεί εμπράκτως στους «αδελφούς τσαβίστες» και στον σύντροφο Νικολάς; Τις προάλλες έγινε μάλιστα και διαδήλωση, από ρομποτάκια που δεν ξέρουν άλλον δρόμο από αυτόν που οδηγεί στην Αμερικανική Πρεσβεία και άλλο σύνθημα από το «Αμερικάνοι, φονιάδες των λαών». Υπέρ του Μαδούρο και του καθεστώτος του, βεβαίως, βεβαίως. Ωστόσο, είτε από αυτούς που συμμετείχαν στην πορεία (Ανταρσύες, Λαφαζαναίοι, και άλλα μαδουροειδή), είτε από τους Συριζαίους, είτε από το ορθόδοξο ΚΚΕ, που διοργάνωσε και εκδήλωση με σύνθημα «Κάτω τα χέρια από τον λαό της Βενεζουέλας» [του οποίου τα συμφέροντα, εργολαβικώ δικαίω προφανώς, εκείνο μόνο γνωρίζει], δεν είδα ούτε έναν – προσοχή, «ούτε έναν» – να πάει στη Βενεζουέλα προκειμένου να επωφεληθεί από τα κάθε λογής αγαθά, υλικά και άλλα, που προσφέρει αφειδώλευτα η Μπολιβαριανή Δημοκρατία.

Γιατί, όλοι αυτοί οι μαδουρόμαγκες, όπως και οι σταλινόμαγκες ή οι καστρόμαγκες παλαιότερα, προτιμούν την «κόλαση» του καπιταλισμού και των χωρών της Δύσης, μηδέ της Ελλάδας εξαιρουμένης; Γιατί από όλους αυτούς που σήμερα τάσσονται στο πλευρό του καθεστώτος Μαδούρο δεν κάνουν κάποιοι το αποφασιστικό βήμα, αντάξιο αυθεντικού «επαναστάτη», να πάνε να ζήσουν, για ένα διάστημα έστω, στο Καράκας, αλλά προτιμάνε να βολεύονται με διορισμούς, στην ΕΡΤ και σε άλλα πόστα, κατά κανόνα σε απόλυτη δυσαναλογία με τα προσόντα τους; Μήπως επειδή προτιμάνε να ανάβουν το βράδυ τον ηλεκτρικό τους θερμοσίφωνα, την τηλεόρασή τους ή τον φούρνο τους, αντί να αντιμετωπίζουν πολυήμερο μπλακάουτ όπως οι Βενεζουελάνοι; Μήπως επειδή προτιμάνε να ανοίγουν τη βρύση τους και να τρέχει νερό αντί… να τρέχουν εκείνοι σε ποτάμια και ρυάκια; Μήπως επειδή προτιμάνε να πηγαίνουν στο φαρμακείο και να παίρνουν τα φάρμακά τους, στο σουπερμάρκετ και να παίρνουν τα αναγκαία για αυτούς και την οικογένειά τους, στο νοσοκομείο και να μην τους χειρουργούν ανάβοντας φακούς;

Νομίζω πως το έχω γράψει και με άλλη ευκαιρία. Υπήρξαν στην Ιστορία καθεστώτα που ήταν αυταρχικά, ανελεύθερα, αλλά που κατά τα άλλα εξασφάλιζαν στους πολίτες τα απαραίτητα – ενίοτε μάλιστα, και λίγο περισσότερα από τα απαραίτητα. Υπήρξαν επίσης καθεστώτα όπου οι άνθρωποι περνούσαν δύσκολα, αλλά κατά τα άλλα δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για καταπάτηση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών τους. Αυτόν τον συνδυασμό της πιο απόλυτης εξαθλίωσης με την πιο απόλυτη ανελευθερία ομολογώ ότι μόνο καθεστώτα που αυτοαποκαλούνταν/αυτοαποκαλούνται «κομμουνιστικά» ή «σοσιαλιστικά» έχουν καταφέρει να τον πετύχουν. Οι Ουκρανοί της δεκαετίας του 1930, οι Αλβανοί της εποχής του Εμβέρ Χότζα, τα εκατομμύρια θύματα των «αλμάτων» του Μάο, οι Κουβανοί τού χθες αλλά και του σήμερα, οι απελπισμένοι Βενεζουελάνοι που διαδηλώνουν στους δρόμους του Καράκας ή καταφεύγουν στην Κολομβία, κάτι θα είχαν να πουν επ’ αυτού. Σε όποιον θέλει, βέβαια, να ακούσει. Οχι στον Κουτσούμπα ή τον Λαφαζάνη, τον Σκουρλέτη ή τον Κατρούγκαλο.

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.