Οι περίοδοι όπου μια χώρα εξέρχεται από μια μεγάλη κρίση μπορούν υπό προϋποθέσεις να είναι στιγμές όπου οι πολιτικές δυνάμεις να πάρουν την ευθύνη μεγάλων θεσμικών τομών, που να ορίζουν το πέρασμα σε μια νέα εποχή.

Στη χώρα μας αυτό αφορούσε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι η προσπάθεια να ενισχυθούν οι δημοκρατικοί θεσμοί και να απαντηθεί η κρίση νομιμοποίησης, που ειδικά στην Ελλάδα εντάθηκε στη περίοδο των μνημονίων, να αντιμετωπιστεί η διάχυτη αίσθηση ασυλίας και ατιμωρησίας των πολιτικών προσώπων, να διευρυνθούν δικαιώματα και να αντιμετωπιστούν νέες απειλές κατά των ελευθεριών, να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της σχέσης μεταξύ εσωτερικής νομικής τάξης και δικαίου των υπερεθνικών οργανισμών όπου συμμετέχουμε.

Μόνο που η βασική προϋπόθεση είναι ακριβώς να υπάρχει ωριμότητα και επίγνωση των ιστορικών ευθυνών έναντι της κοινωνίας.

Όμως, το σημερινό πολιτικό σύστημα, γέννημα, ως προς τις δυναμικές και τις νοοτροπίες του, των βαθιών τραυμάτων και των πολώσεων που η προηγούμενη περίοδος ενέγραψε στο κοινωνικό και πολιτικό σώμα, απέχει πολύ από μια τέτοια συνθήκη. Για την ακρίβεια βρίσκεται στο ακριβώς αντίθετο σημείο.

Γι’ αυτό το λόγο και την ώρα που μια αναθεώρηση του Συντάγματος ήταν περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία, το πολιτικό σύστημα ήταν περισσότερο παρά ποτέ ανέτοιμο. Και η χθεσινή σύγκρουση στη Βουλή απέδειξε ότι δεν είναι στραβός ο γιαλός. Τα κόμματα αποφάσισα να θυσιάσουν την κορυφαία διαδικασία στο βωμό των μικρών ή μεγαλύτερων πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Ο κυβερνητικός χειρισμός

Η κυβέρνηση Τσίπρα ουδέποτε πήρε πολύ σοβαρά την συνταγματική αναθεώρηση. Γνώριζε άλλωστε ότι πολύ δύσκολα να επιτύγχανε εκείνη την αρχική συναίνεση που είναι η βάση μιας αποτελεσματικής αναθεώρησης και επίσης δεν το επεδίωκε.

Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια κυβέρνηση που όσο περισσότερο εφάρμοζε τις ίδιες μνημονιακές πολιτικές με τις προηγούμενες, τόσο περισσότερο επεδίωκε να διαμορφώνει και ένα κλίμα τεχνητής πόλωσης με την αντιπολίτευση.

Γι’ αυτό το λόγο και είδε την αναθεώρηση κυρίως ως έναν προεκλογικό χειρισμό. Ήθελε να πάει στις επόμενες εκλογές έχοντας ανοίξει μια διαδικασία αναθεώρησης, έχοντας αποτυπώσει στις προτάσεις της αυτά που ίδια θεωρούσε ως συμβολικές συμπυκνώσεις μιας υποτίθεται αριστερόστροφης πολιτικής.

Αυτό φάνηκε στην εξαγγελία ενός «διαλόγου με την κοινωνία» που ποτέ δεν έγινε, αλλά και στην έλλειψη ουσιαστικής συζήτησης ακόμη και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης.

Το αποτέλεσμα ήταν ένα σύνολο προτάσεων που δεν αποτελούν συνεκτικό σχέδιο, δεν αποτυπώνουν πάντα αριστερή λογική (π.χ. η πρόταση για εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας), σε αρκετές περιπτώσεις αποτελούν συμβολικές κινήσεις χωρίς πραγματικό αντίκρισμα ή είναι ασαφές του πώς θα λειτουργήσουν (όπως συμβαίνει με τις προτάσεις για τα δημοψήφισμα).

Κυρίως, όμως, η κυβερνητική τακτική φάνηκε μέσα στο κοινοβούλιο. Μια συζήτηση fast track στην επιτροπή, χωρίς προσπάθεια να υπάρξουν συναινέσεις ή να επικεντρωθεί η συζήτηση σε κοινές προτάσεις πάνω σε ώριμα ζητήματα.

Ουσιαστικά, η κυβέρνηση επεδίωξε να φτάσουμε σε ψηφοφορία χωρίς μεγάλες πλειοψηφίες, απλώς και μόνο ώστε να μπορεί η τωρινή κυβέρνηση να δεσμεύσει τη θεματολογίας μιας συζήτησης για την αναθεώρηση που θα γίνει στις ουσιώδεις πλευρές της στην επόμενη Βουλή.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ενασχόληση με το να κατοχυρωθεί ότι η προεκλογική εκστρατεία, στη συσχέτισή της με τη συνταγματική αναθεώρηση, έφτασε σε ακραίο σημείο με την τοποθέτηση ότι η τρέχουσα Βουλή δεσμεύει την επόμενη όχι μόνο ως προς το ποια άρθρα και διατάξεις θα τεθούν σε αναθεώρηση αλλά και ως προς το περιεχόμενο, την κατεύθυνση της αναθεώρησης.

Όμως, όλα αυτά μπορεί να βολεύουν στη προεκλογική εκστρατεία, κυρίως με την έννοια μιας διεκδίκησης της ψήφου και στο όνομα της προτάσεων αναθεώρησης, όμως σε κανένα βαθμό δεν διευκόλυναν τη διαδικασία που θα οδηγούσε όντως σε συνταγματικές αλλαγές.

Αλλά για μια κυβέρνηση που έχει δείξει ότι την ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η βραχυπρόθεσμη τακτική, παρά ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός, αυτό ήταν έως και αναμενόμενο.

Οι ευθύνες της αντιπολίτευσης

Όμως υπάρχουν και ευθύνες της αντιπολίτευσης. Αν μπορούσαμε να ορίσουμε την ευθύνη, αυτή είναι ότι και η αντιπολίτευση προέβαλε στη διαδικασία της αναθεώρησης τα ζητήματα τακτικής που είχε επιλέξει γενικά έναντι της κυβέρνησης, που εκφράστηκαν στην από πολύ νωρίς απαίτηση για πρόωρες εκλογές.

Όντως, αυτή η τακτική συνεπαγόταν και μια άρνηση εκ προοιμίου της δυνατότητας της κυβέρνησης να προχωρά σε μεγάλες θεσμικές τομές και ανατροπές. Μόνο που αυτό ουσιαστικά άφηνε το περιθώριο στην κυβέρνηση να αφήνει το δικό της στίγμα, και τη δική της πολιτική «ιδιοτέλεια» σε μια μείζονα θεσμική και πολιτική διαδικασία.

Το αποτέλεσμα ήταν να θέσει πρώτη η κυβέρνηση τους όρους συζήτησης για την αναθεώρηση, με την αντιπολίτευση να ταλαντεύεται ως προς το εάν θα νομιμοποιούσε τη διαδικασία. Όμως, αυτό έδωσε εν μέρει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην κυβέρνηση.

Έτσι, όταν η αντιπολίτευση αποφάσισε να καταθέσει τις δικές της απόψεις, αυτό δεν πήρε τόσο το χαρακτήρα του ανοίγματος της μεγάλης αναγκαίας συζήτησης πάνω στο θέμα, αλλά της κατάθεσης ενός συνόλου προτάσεων άρθρων προς αναθεώρηση, με βασικό κριτήριο να μην φανεί ότι η κυβέρνηση μονοπωλεί τη διαδικασία.

Το αποτέλεσμα ήταν να λείψει και από τη μεριά της αντιπολίτευσης η κατάθεση ενός συνολικού σχεδίου, που να αποτυπώνει μια πιο στρατηγική απάντηση στις προκλήσεις μιας νέας εποχής. Αυτό που είχαμε και στην περίπτωση της αντιπολίτευσης ήταν μια παράθεση πάγιων θέσεων, με ιδιαίτερη έμφαση σε περισσότερο συμβολικές και ιδεολογικές επιλογές, όπως είναι για παράδειγμα η νομιμοποίηση των μη κρατικών ΑΕΙ, που αναδείχτηκε στο μείζον θέμα της δικής της πρότασης αναθεώρησης.

Η συζήτηση που δεν θα γίνει

Σε αυτό το φόντο, ακόμη και στην κορυφαία διαδικασία της συζήτηση στην Ολομέλεια δεν είδαμε το είδος της συζήτησης που αναλογεί. Δεν ακούσαμε απολογισμούς για την κατάσταση της χώρας, για τις προκλήσεις για την οικονομία, την εκπαίδευση και το περιβάλλον, ούτε, κατά συνέπεια, και για το ποιες θεσμικές τομές θα επέτρεπαν την καλύτερη αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.

Αυτό που είχαμε ήταν η επανάληψη ενός μοτίβου πολιτικής αντιπαράθεσης που επαναλήφθηκε συχνά το τελευταίο διάστημα. Είναι το μοτίβο που θέλει κάθε κοινοβουλευτική διαδικασία να μην είναι πεδίο διατύπωσης συνεκτικών προτάσεων, αλλά κυρίως αφορμή για να «διασταυρώσουν τα ξίφη τους» οι πολιτικοί μονομάχοι με το βλέμμα στραμμένο στις κάλπες.

Όμως, η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια χαμένων ευκαιριών, όταν μιλάμε για την ανάγκη πραγματικού εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου σε μια δύσκολη και μεταβατική στιγμή, όπου χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να ξεπεράσουμε τις επιπτώσεις της κρίσης και να αρχίσουμε να ψηλαφούμε ξανά ένα μέλλον μεγαλύτερης αισιοδοξίας.

Οι πολιτικές δυνάμεις, έστω και την ύστατη στιγμή, οφείλουν να αναμετρηθούν με την ευθύνη που έχουν και να κάνουν την ουσιαστική συζήτηση που οι καιροί απαιτούν.