Πριν από κάποια χρόνια είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τον τίτλο Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική. Σε αυτό έγραφαν προσωπικότητες από τον ελευθεριακό, ριζοσπαστικό χώρο που αντιμετώπιζαν πολύ κριτικά όλες τις εκδοχές ένοπλης αυτοδικίας, τρομοκρατίας, κρατικής και «αντισυστημικής» βίας. Εκείνη η έκδοση ήταν η πρώτη όπου στη χώρα μας συνυπήρξαν ελευθεριακοί και φιλελεύθεροι δημοκράτες στο θέμα της ουσιαστικής καταδίκης της πολιτικής βίας.

Πριν από λίγες μέρες, και με αφορμή τη βόμβα στο συγκρότημα του Σκάι και της «Καθημερινής», ακούστηκε πάλι η λέξη φασισμός. Αυτή τη φορά όμως από τα χείλη της αρμόδιας υπουργού και από διάφορους σχολιαστές. Εδώ και καιρό παρατηρεί κανείς ανακοινώσεις οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ που καταγγέλλουν επιθέσεις σε γραφεία του κόμματος ως φασιστικές και ακροδεξιές.

Το γεγονός είναι ασυνήθιστο όταν γνωρίζουμε ότι οι φορείς αυτών των επιθέσεων προέρχονται (στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων) από τον αναρχικό χώρο και όχι από τη Χρυσή Αυγή ή από ομάδες της βίαιης, εθνικιστικής Ακροδεξιάς. Αυτό, άλλωστε, έχει δώσει αφορμή στην καταγγελία εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στη μη κυβερνητική Αριστερά και άκρα Αριστερά: ότι έχει και αυτός προσχωρήσει στην «επονείδιστη θεωρία» των δύο άκρων.

Εδώ, ωστόσο, μπορεί κανείς να δει πόσο η απροθυμία να αναγνωρίσει κανείς την πραγματικότητα δημιουργεί πια κωμικοτραγικές καταστάσεις. Και αυτό γιατί ο χαρακτηρισμός κάποιων βίαιων ενεργειών ως φασιστικών δείχνει ότι και η πιο συμβιβασμένη και κρατική εκδοχή «ριζοσπαστικής Αριστεράς» σκέφτεται πρωτίστως «ταυτοτικά». Αρνείται να παραδεχτεί ότι στο στρατόπεδο του Καλού μπορεί να φυτρώνουν και άνθη του Κακού. Παραδόξως, έτσι, την αλήθεια τη μαρτυρούν συνήθως οι ίδιοι οι δράστες ή εκείνοι που θεωρούν την πολιτική βία μέρος των ριζοσπαστικών παραδόσεων (όπως και είναι όντως): αυτοί εύλογα θυμώνουν πως τους κλέβουν την ταυτότητα ή πως διαστρέφουν την οπτική τους όταν πάνε να τους βαφτίσουν με το ζόρι φασίστες και ακροδεξιούς. Απαιτούν την αναγνώριση του αυτοπροσδιορισμού τους που δεν έχει βεβαίως σχέση με την ελληνική Ακροδεξιά.

Ας μιλήσουμε τελικά χωρίς περιφράσεις: και οι θεσμικοί και οι αντιθεσμικοί, και οι εξεγερμένοι και οι συμβιβασμένοι στην Αριστερά  δεν αποδέχονται το γεγονός ότι υπάρχουν πολιτικά δεινά με ποικίλη προέλευση. Στην παραμικρή αφορμή απορρίπτουν μετά βδελυγμίας αυτό που ονομάζουν σαν να πρόκειται για αμαρτία θεωρία των δύο άκρων. Αντιδρούν μάλιστα με την απλή συμπαράθεση που μπορεί να κάνει ένας μελετητής παραδειγμάτων από τις αριστερές και δεξιές όχθες της βίας και του τρόμου. Καταγγέλλουν στεντόρεια την όποια συγκριτική εξέταση των διαφορετικών μορφών πολιτικής βίας. Κάνουν δε σαν να προσβάλλονται προσωπικά όταν εμφανιστεί η εν ευρεία έννοια «αριστερή ταυτότητα» στην περιγραφή εγκλημάτων ή απεχθών πράξεων. Επειδή όμως δεν μπορούν να αρνηθούν εμπειρικά διαπιστωμένα πράγματα ανασύρουν αυτοματικά τη λέξη «φασισμός». Και αυτή η λέξη επιστρατεύεται κάθε φορά που κάποιος θέλει να βγάλει την ουρά του από το πρόβλημα. Η αλήθεια έτσι εξακολουθεί να είναι άβολη ενώ έχουν περάσει πολλές δεκαετίες που έχει αποκαλυφθεί σε όλες της τις διαστάσεις. Τι έχει αποκαλυφθεί; Οτι μπορεί κάποιος να πιστεύει στην πιο συμμετοχική δημοκρατία και κοινωνική εξουσία, να αντιμάχεται δυνάμεις που χρεώνονται με όλα τα δεινά των συστημάτων της αγοράς και του καπιταλισμού και την ίδια στιγμή να είναι εγκληματίας και φορέας ανελευθερίας: την ίδια στιγμή δηλαδή να μην έχει πολιτικό πρόβλημα με την πυρπόληση κτιρίων, τον θάνατο ανθρώπων, τη χαρά της πιο φτηνής εκδίκησης σε «στόχους» κ.λπ.

Η ιδέα πως κάποιος μπορεί να μην ανήκει στην Ακροδεξιά, να την πολεμά μάλιστα και συγχρόνως να είναι οπαδός της αντίληψης πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα είναι ανυπόφορη για κάποιους. Και σε αυτή τη χώρα αυτοί είναι πολλοί και όχι λίγοι. Υπάρχει ένας ολόκληρος «δημοκρατικός κόσμος» που ταυτίζει τη δικαιοσύνη με τη βία – ακόμα και το 2018.  Γι’ αυτό και ο όρος φασισμός δεν λειτουργεί συχνά ως ιστορική και ιδεολογική σήμανση για τη χαρτογράφηση στάσεων και συγκεκριμένων ιδεών. Εχει γίνει η μπανάλ κατονομασία του κακού στην πολιτική, ένα αντανακλαστικό αμηχανίας και ευθυνοφοβίας.

Είτε με την προσφυγή στην αρχέγονη «προβοκάτσια» είτε με τις αναφορές σε Ακροδεξιά και στον φασισμό, η κοινωνική πραγματικότητα παραμορφώνεται. Πώς; Επειδή όλα φαίνονται να τακτοποιούνται σε ανακοινώσεις και αναλύσεις με τον πιο ανώδυνο και αυτοσυντηρητικό τρόπο. Δεν είναι ένα απλό ψεύδος αυτό.  Είναι ένας ακίνητος στον χρόνο και υποκριτικός αντιφασισμός που ξέρει φυσικά την αλήθεια μα δεν θέλει να τη συζητήσει, να ανιχνεύσει τις αφετηρίες της, να ξανασκεφτεί τις δικές του ιδεολογικοπολιτικές ευθύνες.

Μπορούμε όμως με βεβαιότητα να πούμε ότι η συνέπεια του να βλέπει κανείς παντού φασισμούς (στους συγκρουσιακούς αναρχικούς, στους νεοδημοκράτες, σε όσους αντιδρούν στη Συμφωνία των Πρεσπών, στο «ακραίο Κέντρο» κ.λπ.) είναι το θόλωμα των νερών. Ιδίως σε σχέση με την πραγματική έκταση της ελληνικής Ακροδεξιάς και της επιρροής της στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, η χρόνια αναλήθεια και οι υπεκφυγές τρέφουν τους ωμούς αντιδημοκράτες της εποχής μας.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.