Δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο να σκανδαλίζεται ένας κυβερνητικός όταν ακούει την έκφραση «προσωρινός ένοικος». Μάλλον καταλαβαίνω, και αυτό ακριβώς με ανησυχεί. Ο όποιος κυβερνητικός και αν ήταν, οποιασδήποτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Θεωρήθηκε η έκφραση δηλωτική της αξίωσης κάποιου να είναι κάτι παραπάνω από προσωρινός ενοικιαστής, να είναι μόνιμος ιδιοκτήτης της εξουσίας. Θα ήταν καλό όμως να διαβαστεί τελείως διαφορετικά η αναφορά στους προσωρινούς ενοίκους. Στη θεωρία της δημοκρατίας ξέρουμε ότι όλες οι νεωτερικές δημοκρατίες στηρίζονται σε ένα καταστατικό «κενό»: το θεμέλιό τους δεν είναι σταθερό και βέβαιο για τον εαυτό του αλλά καρπός αμφισβητήσεων, συγκρούσεων και διαλογικών αντιπαραθέσεων. Η ίδια η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν αναγνωρίζει πάγιο ιδιοκτήτη. Ούτε τη μία ή την άλλη πολιτική πλειοψηφία, ούτε μια ειδική κοσμοθεωρία, ούτε καν τον λαό ως μεταφυσική υπόσταση που τη θυμιατίζει ο κάθε δημαγωγός.

Με άλλα λόγια, όλοι είναι/είμαστε προσωρινοί ενοικιαστές του χρόνου που μας δόθηκε. Οπως και τα φυσικά μας σώματα, έτσι και τα πολιτικά σώματα που μας φιλοξενούν ως πολίτες και ενδεχομένως ως αξιωματούχους, είναι επισφαλή και ευάλωτα στη φθορά. Μπορούν, βεβαίως, να πάρουν κάποια παράταση αν κριθούν θετικά ή αν πιστωθούν με αποτελεσματικότητα στο έργο τους. Ομως ούτε αυτό είναι ο κανόνας. Η πολιτική, ως γνωστόν, είναι πεδίο όπου ανθούν η αγνωμοσύνη, η έλλειψη σταθερών δεσμών, η λήθη της προσφοράς. Γιατί, όσο και αν ηχεί παράδοξο, η πολιτική σε αυτές τις λειψές και πολύτιμες δημοκρατίες όπου βρεθήκαμε να ζούμε, περιέχει ακόμα ελευθερία: μια δόση λυτρωτικής απροσδιοριστίας και απόστασης από τους κοινωνιολογικούς και πολιτιστικούς καθορισμούς ή από τα φτηνά στερεότυπα όπου τη βυθίζουμε για να στήνουμε τη μάταιη θριαμβολογία μας.

Η κουβέντα λοιπόν του Κώστα Σημίτη για τους προσωρινούς ενοίκους της εκτελεστικής εξουσίας δεν είναι ιδιοκτησιακή. Ούτε «μονοπωλιακή». Το αντίθετο νομίζω: υπενθυμίζει απλώς την αλήθεια του πολυθεϊσμού των αξιών (Max Weber) και το καθεστώς της προσωρινότητας που έχουν όλες οι αξιώσεις και οι θέσεις εξουσίας στις μοντέρνες κοινωνίες.

Υπάρχουν, όμως, και αυτοί που δεν έχουν συμφιλιωθεί με αυτό το εφήμερο. Είναι όσοι δεν αρκούνται στη διακυβέρνηση αλλά επιδιώκουν μια πιο βαθιά κοινωνική εξουσία. Ξεχνώντας πως η ηγεμονία δεν κατακτάται ποτέ από θεσμικούς και πολιτικούς τυχοδιωκτισμούς αλλά με πειθώ, πραγματική ακτινοβολία των ιδεών σου ή έστω αν μπορέσεις να διαμορφώσεις ανταγωνιστικά πρότυπα στη ζωή και στην κοινωνική παραγωγή. Καμία σχέση δηλαδή με την αντίληψη ότι ο πολιτικός αντίπαλος είναι εμπόδιο, ούτε με το πάθος των τιμωρητικών ενεργειών.

Η συγκυρία σήμερα σε μια σειρά χώρες είναι αρκετά περίεργη. Κυκλοφορούν, ξανά, ιδέες αυθαίρετης επέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στους θεσμούς, δημοψηφισματικές και «καισαρικές» λύσεις. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός και οι σοσιαλδημοκρατικοί συμβιβασμοί, θεμέλια της προηγούμενης ευρωπαϊκής τάξης, γίνονται στόχος πολύπλευρων επιθέσεων. Αλλοι βλέπουν μόνο νεοφιλελεύθερες ολιγαρχίες και άλλοι, οι περισσότεροι μάλλον, τρομάζουν με τα ανοιχτά σύνορα και αυτό που αντιλαμβάνονται ως λειψή προστασία των «γηγενών κατοίκων» από διάφορα δεινά (οικονομική αστάθεια, μεταναστευτικές πιέσεις, κρίση ταυτοτήτων).

Είναι λοιπόν μεγάλος ο πειρασμός στις κυβερνήσεις και στους μηχανισμούς να παίξουν με αυτό το αντιφιλελεύθερο κλίμα, έστω για λόγους εφήμερης ικανοποίησης του λεγόμενου δημόσιου αισθήματος. Στη χώρα μας αυτό κλιμακώθηκε στη φάση της Αγανάκτησης κατά την πρώιμη μνημονιακή περίοδο. Τώρα πια αναζητούνται «αναπληρωματικοί» στόχοι για την αναθέρμανση του κομματικού ανταγωνισμού και την ψυχολογική εκτόνωση κάποιων ακροατηρίων. Ετσι επιστρέφει η ρηχή αντι-ελίτ συνθηματολογία που προέρχεται όμως από νέες διανοητικές και κρατικές ελίτ. Υπάρχει μεν διάχυτα στο κοινωνικό σώμα, αλλά υποβάλλεται σε ειδική επεξεργασία και κατασκευάζεται ιδεολογικά από στελέχη του κράτους και συγκεκριμένων επιτελείων.

Τα σκάνδαλα, και μάλιστα τα επεξεργασμένα επικοινωνιακά σκάνδαλα, είναι ο βαθμός μηδέν της πολιτικής. Είναι αντιπολιτική του θυμικού προορισμένη για κατανάλωση από όσους στηρίζονται στην εχθρότητα προς το «παλαιό», ενώ αντιγράφουν πολλά από τα στοιχεία των κλασικών εκλογικών και πολιτικών κύκλων της Ελλάδας. Μιλάμε πια για μια χημική συνένωση μεταμοντέρνων και παλαιοκομματικών τεχνικών διέγερσης.
Αν θέλουμε όμως να έχουμε μια αίσθηση του καιρού μας, οφείλουμε να συμφιλιωθούμε με τη φύση μας ως ενοίκων. Και ειδικά οι κάτοχοι εξουσίας στις δημοκρατίες είναι εξ ορισμού διαχειριστές μιας περιορισμένης εμπιστοσύνης. Κληρωτοί με θητεία και όχι μόνιμοι ηγεμόνες του πλήθους. Και αν κάτι κατορθώνουν, το επιτυγχάνουν κυρίως χτίζοντας θεσμούς και ενθαρρύνοντας καλύτερες πολιτικές πρακτικές, όχι βέβαια πολεμώντας τις σκιές των προκατόχων τους.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.