Σκέφτομαι κατά καιρούς πως τα έχουμε δει και τα έχουμε ακούσει όλα από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και επομένως δεν έχει και πολύ νόημα να επανέρχεται κανείς στα έργα και στις ημέρες της. Α, μπα. Και να θέλεις να αγιάσεις, δεν σε αφήνουν. Ολο και καινούργια χαΐρια τους έρχονται στο φως, ικανά να σε βγάλουν απ’ τα ρούχα σου. Μέχρι πρόσφατα οι λόγοι για τους οποίους αγανακτούσα με την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου μπορούσαν να καταταγούν σε τρεις βασικές κατηγορίες: ιδεολογικοί, πολιτικοί, αισθητικοί.
Ιδεολογικά, πρόκειται για ανερμάτιστο όσο και επικίνδυνο συνονθύλευμα, στους κόλπους του οποίου συνυπάρχουν θαυμαστές του Μαδούρο και άλλων χασάπηδων, ιδεοληπτικοί νεοκομμουνιστές, θιασώτες της εξίσωσης στον κατώτατο δυνατό κοινό παρονομαστή, νεοζαχαριαδικά κοκοράκια τύπου Καρτερού, μπολσεβίκοι του γλυκού νερού που ωστόσο έχουν αφομοιώσει την αρχή ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα (είτε σκοπός είναι ο «σοσιαλισμός» είτε απλώς η παραμονή στην εξουσία).
Πολιτικά πάλι πρόκειται για ανθρώπους θρασείς, ανίκανους να δώσουν λύση ακόμη και σε απλά προβλήματα, επιρρεπείς στον καθεστωτισμό, οι οποίοι περιφρονούν και απαξιώνουν τους θεσμούς. Παράλληλα, τρέφονται από την πολιτική εχθροπάθεια και τη μνησικακία, από τον φθόνο και τον ρεβανσισμό.
Αισθητικά, τέλος, βασικό γνώρισμα όσων μας κυβερνάνε είναι η έπαρση και η αλαζονεία, οι οποίες συχνά παίρνουν τη μορφή ενός ιδιότυπου κουτσαβακισμού. Θα μπορούσε, μάλιστα, να πει κανείς ότι στην περίπτωσή τους επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η έπαρση είναι η άλλη όψη της ανασφάλειας/ανεπάρκειας, μιας και πρόκειται για ανθρώπους που κατά βάθος γνωρίζουν ότι βρέθηκαν «στα πράγματα» περίπου κατά τύχη. Εχουμε έτσι τα μουγκανητά του Πολάκη, τις μαγκιές της Τασούλας (που μπερδεύει, προφανώς, την ολομέλεια της Βουλής με συνεδρίαση της ΚΟ Μαχητής), τα καουμποϊλίκια του Καμμένου, τις ευχές του Κοτζιά για το 2017 και το 2018 (όποιος δεν τις έχει διαβάσει στο Διαδίκτυο, χάνει), το ανεπανάληπτο τρίο (Θάνου, Καρανίκας, Καρτερός) των πρωθυπουργικών συμβούλων.
Σε αυτά και άλλα πολλά έχει προστεθεί, ωστόσο, κάτι ακόμα. Εδώ και λίγους μήνες η κυβέρνηση έχει κηρύξει και ρητά τον πόλεμο στη μεσαία τάξη, και στους ελεύθερους επαγγελματίες ειδικότερα. Πρώτα ο Χουλιαράκης, πιο προσεκτικός αυτός, παραδέχτηκε ότι, ναι, τη μεσαία τάξη την έχουν συμπιέσει υπέρμετρα από φορολογική άποψη, προσθέτοντας πάντως ότι πρόκειται σαφώς για επιλογή της κυβέρνησης. Σχετικά πρόσφατα ο Τσακαλώτος το έθεσε ακόμα πιο ωμά: «Υπερφορολογήσαμε τη μεσαία τάξη γιατί δεν μπορέσαμε να πατάξουμε τη φοροδιαφυγή». Θα λέγαμε λοιπόν ότι, εκτός από τις ιδεολογικές, πολιτικές και αισθητικές αιτίες για τις οποίες έγινε ήδη λόγος, η αντίθεση προς τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν μπορεί πλέον παρά να έχει και επαγγελματικά χαρακτηριστικά –και γιατί όχι και «ταξικά», αν θέλουμε να θυμηθούμε και τα μαρξιστικά μας νιάτα. Εχει γραφτεί κατά κόρον, συνοδευόμενο μάλιστα από σχετικούς πίνακες, ότι στην τσέπη του ελεύθερου επαγγελματία που βγάζει 10.000 ευρώ τον χρόνο, αφού πληρωθούν φόροι και ασφαλιστικές εισφορές, μένουν περίπου 5.000 ευρώ. Σε αυτόν που βγάζει 20.000 ευρώ μένουν περίπου 9.000 ευρώ, σε αυτόν που βγάζει 30.000 ευρώ μένουν περίπου 12.000 ευρώ, κ.ο.κ. Ο Τσακαλώτος πάλι, από την πλευρά του, δηλώνει ότι αυτή η πολιτική θα συνεχιστεί αφού αποδεικνύεται εξόχως αποτελεσματική ως προς την εισροή εσόδων στο δημόσιο ταμείο.
Η πρόκληση που αποτελούν για μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού αυτές οι δηλώσεις γίνεται ακόμα μεγαλύτερη για έναν επιπλέον λόγο: προέρχεται από ένα οικονομικό επιτελείο του οποίου τα περισσότερα στελέχη είναι άνθρωποι ζάπλουτοι. Προσοχή: όχι απλώς ευκατάστατοι ή πλούσιοι. Ζάπλουτοι. Δεν κάνω «αποκαλυπτική δημοσιογραφία», ούτε λαϊκίζω. Μακριά από μένα απόψεις του είδους «ο υπουργός Οικονομικών πρέπει να μένει στα Ανω Λιόσια». Απλώς, ως πολίτης, διαβάζω κι εγώ τις ετήσιες δηλώσεις με τα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία των δημόσιων λειτουργών. Ετσι λοιπόν –και μόνον έτσι –έμαθα ότι ο κ. Τσακαλώτος έχει περίπου 700.000 ευρώ (αν θυμάμαι καλά) καταθέσεις και ασφαλείς τοποθετήσεις εκτός Ελλάδος. Ωστόσο, αυτό ουδόλως τον αποτρέπει από το να αποφαίνεται, όπως έκανε προ καιρού, πως 12.000 ευρώ τον χρόνο είναι ένα λογικό εισόδημα για τετραμελή ελληνική οικογένεια της μεσαίας τάξης!
Οσο για την κυρία Αντωνοπούλου, υπουργό έως πολύ πρόσφατα και σύζυγο του επίσης υπουργού κ. Παπαδημητρίου, τη στιγμή που το 43% των νοικοκυριών δηλώνει σε έρευνα της MARC ότι δυσκολεύεται να πληρώνει τους βασικούς λογαριασμούς του (νοίκι, κοινόχρηστα, ηλεκτρικό, κ.ά.), επιδοτούνταν με 12.000 ευρώ τον χρόνο από τον κρατικό προϋπολογισμό για το ενοίκιό της. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι, με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία, το ζεύγος Παπαδημητρίου – Αντωνοπούλου έχει (αθροιστικά) εισοδήματα που ξεπερνούν τις 500.000 δολάρια τον χρόνο, ενώ οι καταθέσεις τους και τα «χαρτοφυλάκιά» τους στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεπερνούν τα 3.000.000 δολάρια!
Με συγχωρείτε, αλλά από αγανάκτηση θα «λαϊκίσω», αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί λαϊκισμός. Το νοίκι του ζεύγους Αντωνοπούλου – Παπαδημητρίου πληρωνόταν εν ολίγοις προτού τους πάρουν χαμπάρι, με φόρους που καταβάλλονται από εμένα και άλλους σαν εμένα, οι οποίοι φόροι, μαζί με τις εισφορές, ξεπερνούν το 50% του εισοδήματός μας. Πληρωνόταν επίσης από τον γιο μου και άλλους ομοίους και ομηλίκους του που, έπειτα από διόλου ευκαταφρόνητες σπουδές, παλεύουν να βγάλουν 10.000 ευρώ τον χρόνο, διδάσκοντας πότε εδώ και πότε εκεί, ώστε να πληρώνουν το δικό τους νοίκι.
Συγγνώμη για το μελό. It is not like me, για να το πω και στη γλώσσα που καταλαβαίνουν καλύτερα ο Τσακαλώτος και το ζεύγος Παπαδημητρίου – Αντωνοπούλου. Ομως, νισάφι πια. Ή, επί το λογιότερον: Αιδώς, Αργείοι!

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ