Τίποτε ίσως δεν αξίζει να ορίσει τις αναζητήσεις, τους οραματισμούς και το στοχαστικό σύμπαν του Δημήτρη Πικιώνη, όσο τα ίδια τα κείμενα του Πικιώνη. Συμπληρώνονται εφέτος 50 χρόνια από τον θάνατο του έλληνα δημιουργού (1887-1968) που σφράγισε με την παρουσία και το πολυδιάστατο έργο του τις αναζητήσεις αυτοπροσδιορισμού ενός λαού και ανίχνευσης των στοιχείων μιας δυνατής νεοελληνικής ταυτότητας στον 20ό αιώνα. Ο Πικιώνης ταυτόχρονα δίχασε όσο λίγοι –πέρα και παρά τη θέλησή του –τον κόσμο κυρίως της ελληνικής αρχιτεκτονικής μεταξύ «διεθνιστών» και «τοπικιστών», ενώ στον μισό αιώνα της απουσίας του μεσολάβησαν φάσεις πολλαπλών «αναθεωρήσεων» για τη σκέψη και την προσφορά του. Μπορούμε να πούμε σήμερα ότι ο Πικιώνης αποτελεί τον πιο διεισδυτικό ίσως και ευαίσθητο «σεισμογράφο» μιας πολιτισμικής πορείας, την καθολική συνισταμένη όλων των πνευματικών δονήσεων ενός τόπου που προσπάθησε στον περασμένο αιώνα να προσδιορίσει την ιδιοπροσωπία του μέσα από την ανασύνθεση των θραυσμάτων μιας απολεσθείσας ελληνικότητας, μετά την αμφισβήτηση των δυτικών προτύπων του 19ου αιώνα και ανάμεσα σε πολέμους, καταστροφές, εθνικές εξάρσεις και συλλογικές τραγωδίες.

Από τη ζωγραφική στην αρχιτεκτονική

Ο Πικιώνης μεγαλώνει στη Φρεαττύδα του Πειραιά και σπουδάζει μηχανικός στο Πολυτεχνείο. Αγαπά όμως τη ζωγραφική, μαθητεύει στον Παρθένη και συνδέεται στενά και αμοιβαία με τον «μεταφυσικό» Τζόρτζο Ντε Κίρικο, σπουδαστή τότε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ζωγραφική θα μελετήσει και στο Μόναχο και στο Παρίσι (1908-1912), όπου γνωρίζει τις ζωγραφικές πρωτοπορίες και ανακαλύπτει τον γλύπτη Ροντέν, «μεγάλο διδάσκαλο, προικισμένο με βαθιά διάνοια και ρωμαλέο ταλέντο», και τον ζωγράφο Σεζάν που τον «ήγαγε μακριά από τα ιδεώδη της Δύσης».
Ο νεαρός διανοητής ωστόσο αποφασίζει, στα χρόνια του Παρισιού, να προσχωρήσει στην αρχιτεκτονική για λόγους βιοπορισμού. Μαθαίνει την τέχνη τού οικοδομείν ως αυτοδίδακτος και επιστρέφει στην Αθήνα το 1912, όχι όμως για να χτίσει αλλά για να βρει τον εαυτό του, να προσδιορίσει τις συντεταγμένες της πνευματικής του δράσης ταξιδεύοντας και ζωγραφίζοντας μέχρι σχεδόν το 1921, όταν αρχίζει να διδάσκει στο Πολυτεχνείο. Τότε σχεδιάζει και το πρώτο λαϊκότροπο σπίτι στις Τζιτζιφιές, ενώ το 1925 δημοσιεύει το θεμελιώδες κείμενο «Η λαϊκή μας τέχνη κι εμείς» στο περιοδικό «Φιλική Εταιρεία».
Ο Πικιώνης διαπνέεται από την οδύνη της απώλειας, της απώλειας μιας συνθήκης την οποία οι Ελληνες κατέκτησαν και την οποία βίωσαν, μιας συνθήκης που ανάγεται στο απώτερο παρελθόν. Εχει την πεποίθηση ότι οι Ελληνες οφείλουν να επιστρέψουν σε μια πνευματική κατάσταση που συνιστά εξ ορισμού την ταυτότητά τους, να επιστρέψουν σε ό,τι ήδη περιέχουν, σε ό,τι τους έχει εν δυνάμει κληροδοτηθεί. Με την έννοια αυτή ο Πικιώνης δεν ανακαλύπτει ούτε εφευρίσκει, αλλά επιστρέφει και ξαναβρίσκει ό,τι αισθάνεται ότι του ανήκει, σε ό,τι αισθάνεται πως ανήκει.
Οραματίζεται μια συνθήκη αρχετυπική, δηλαδή αρχαϊκή, όπως έπραξαν και άλλοι σπουδαίοι αρχιτέκτονες στον 20ό αιώνα, από τον σύγχρονό του Νίκο Μητσάκη ως τον πολύ μεταγενέστερο Κυριάκο Κρόκο. Ο καθένας από αυτούς, με τον δικό του τρόπο, επιχείρησε μια αυτόνομη πορεία που επιδίωκε τον συγκερασμό τού διεθνούς με το τοπικό, της σύγχρονης συνθήκης με τις συνιστώσες της ελληνικής παράδοσης, τον προσδιορισμό μιας «εθνικής οντολογίας» που θα διατύπωνε έναν γνήσιο και αυθεντικό λόγο, έκφραση μιας συλλογικής ταυτότητας. Ο ίδιος ο Πικιώνης, παρά την παλινδρόμηση ανάμεσα στην κριτική στάση απέναντι στη Δύση και τη νοσταλγική επίκληση της Ανατολής, επιλέγει τελικά την ελληνική ουσία συνδεόμενος απευθείας με το απώτερο παρελθόν, μέσω της μνήμης ως πηγής άντλησης της ζώσας εμπειρίας.

Ο «θεμελιώδης ρυθμός»

Η δεύτερη πηγή μετά τη μνήμη είναι η φύση και η «φυσική» ανώνυμη αρχιτεκτονική. Σε μια περίοδο κρίσης και αμφιβολιών, όπως εκείνη της κυριαρχίας της μοντέρνας αρχιτεκτονικής κουλτούρας στην εποχή του Μεσοπολέμου αλλά και αργότερα, η οποία μετατρέπει την αισθητική έρευνα σε στυλιστικό πρόβλημα, ενώ αρνείται την «καταβολή δυνάμεων στοχασμού και συναισθήματος, μιας αέναης άσκησης, μόνης ικανής να αποσπάσει από τις γραμμές και τα σχήματα το μυστικό της έκφρασης», εμφανίζεται στο προσκήνιο αφενός η αρχαϊκή, αφετέρου η λαϊκή αρχιτεκτονική που προσφέρουν μια κιβωτό αυθεντικών, διαχρονικών και αδιατάρακτων αρχών οι οποίες εγγυώνται την κάθαρση και την αναβάπτιση. Ο,τι χρειάζεται να πραγματωθεί είναι η αποκάλυψη των αιώνιων εικόνων της παράδοσης στη μορφή που κάθε φορά προσδιορίζεται από τις συνθήκες του παρόντος. Ετσι ικανοποιείται το ιδανικό της αρχιτεκτονικής, η διατύπωση δηλαδή ενός θεμελιώδους ρυθμού-αρχετύπου ως «υπερβατικού σχήματος» και η μετουσίωση σε σύμβολα των πλαστικών μορφών. Για να το πετύχει αυτό ο Πικιώνης διαμορφώνει, στα κείμενα, στις ζωγραφιές, στην αρχιτεκτονική του, μια γλώσσα ανομοιογενή, ανεπίκαιρη, υπαινικτική, αντιφατική, όπως και η «μεικτή» του Καβάφη, για να χωρέσει τόσο το εύρος των πολιτισμικών αναφορών του όσο και την αποσπασματικότητα και το διφορούμενο της τιτάνιας προσπάθειας ανασύνθεσης μιας νέας «εθνικότητας».
Ο Πικιώνης δυστυχώς θεωρήθηκε στην Ελλάδα ο αρχιμάστορας ενός νεολαϊκού, «τοπικιστικού» και σκηνογραφικού αρχιτεκτονικού ιδιώματος με πάμπολλους και μέτριου ταλέντου μιμητές. Οπως ο άγγλος ρομαντικός Τζον Ράσκιν, προφήτης της κριτικής του βιομηχανικού πολιτισμού της βικτωριανής εποχής, που ανακαλύπτει στον Μεσαίωνα και στη γοτθική τέχνη έναν κόσμο αισθητικό και ηθικό στον οποίο το ιστορικό παρόν αξίζει να επιστρέψει, έτσι και ο Πικιώνης, ένας στοχαστικός του 20ού αιώνα, προχωρεί στην επίκληση της μνήμης του «αρχαϊκού» και ενός ιδανικού μεσαίωνα ως κιβωτού αξιών μιας ανώνυμης συλλογικότητας που κατέχει την ανώτερη και αυθεντική αλήθεια. Ο Τζον Ράσκιν γεννήθηκε όμως στις αρχές του 19ου αιώνα ενώ ο Πικιώνης στο τέλος του ήταν μάλιστα –ειρωνεία της τύχης –συνομήλικος του Λε Κορμπιζιέ. Ο Πικιώνης εξαιτίας ενός παιχνιδιού της ιστορίας έζησε έναν αιώνα μετά από αυτόν όπου θα μπορούσε να προσφέρει, πραγματικά και έγκαιρα, σε έναν νέο εθνικό αυτοπροσδιορισμό.

ΕΙΠΕ

«Ελιμπίσθηκα το ανέφικτο (…) από μικρό ως τεσσάρων χρονών παιδί (…) όταν σχεδίασα ένα γαϊδουράκι και το ‘βρισκαν όλοι πετυχημένο, εγώ δεν πείσθηκα μα θαύμασα ένα άλλο που ευτύς σχεδίασε ένας απλοϊκός. Εκείνο, ναι, ήταν η αλήθεια, η ανεπιτήδευτη αλήθεια, η χαρισμένη στον απλό, το ένιωσα ως αυτό να ήταν που ποθούσα, γιατί αυτή ήταν η αλήθεια».
«Αυτοβιογραφικά σημειώματα», 1958.

«Τη φύση πήρε για δάσκαλο ο άνθρωπος στο δρόμο του στη ζωή του (…). Μιαν ιδέα του φυσικού τούτου δρόμου μπορούμε σήμερα να πάρουμε από τη ζωή του φυσικού ανθρώπου, του χωριάτη. Αν κοιτάξεις, θα δεις πως η φύση είναι εκείνη που έβαλε τις βάσεις και ρύθμισε τη ζωή του. Το αναγκαίο, το χρήσιμο, τη γεμίζουν τόσο, όσο που να μην περισσεύει χώρος για το αυθαίρετο και το περιττό».
«Η Λαϊκή μας τέχνη κι εμείς», 1925.
«Αληθινή θα βρεις λοιπόν την τέχνη του λαού πάντοτε, ικανή να γίνει θεμέλιο για το παραπέρα, για το ανώτερο. Αλάνθαστη σαν το ένστικτο, χρήσιμη. Κι αντανακλά, χωρίς η ίδια να το ξέρει, χωρίς να το ζητήσει, μια λάμψη από τα υψηλότερα ιδανικά του ανθρώπου».
«Η Λαϊκή μας τέχνη κι εμείς», 1925.
«(…) επήρα την σκληρήν απόφαση [στο Παρίσι γύρω στο 1910] ν’ αφιερώσω το υπόλοιπο του χρόνου στη μελέτη της Αρχιτεκτονικής. Αγόρασα τ’ απαιτούμενα βιβλία, και μια μέρα πήρα το δρόμο για ένα εργαστήριο Αρχιτεκτονικής. Δεν ντρέπουμαι να μιλήσω για όλ’ αυτά, όπου δείχνουν πως μέσα στη φύση μου δεν ήταν η Αρχιτεκτονική το πραγματικό κέντρο των κλίσεών μου».
«Αυτοβιογραφικά σημειώματα», 1958.
«Το Σχολείο του Λυκαβηττού [στην οδό Σίνα] χτίστηκε περί το 1933. Οταν τελείωσε, δεν μ’ ικανοποιούσε. Είναι τότε που στοχάστηκα πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητος (…)».
«Αυτοβιογραφικά σημειώματα», 1958.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ