Ισμήνη Καρυωτάκη
Στους δρόμους.Ως εις ουδεμίαν πολιτείαν ανήκοντες
Το Ροδακιό, 2017
σελ. 299, τιμή 19,08 ευρώ
Σκόνταψα πάνω στη γραφή της Ισμήνης Καρυωτάκη ανοίγοντας το προηγούμενο βιβλίο της, μια μαστορικά δεμένη νουβέλα (Απόπειρα συνάντησης, Το Ροδακιό, 2012) με σκηνικό την Iστανμπούλ στη διάρκεια ενός διεθνούς συνεδρίου αρχιτεκτονικής, όπου η Πόλη μπαινοβγαίνει συνεχώς στην αφήγηση, απεικονίζεται στις σελίδες με δρομοδεικτικά σχεδιάσματα και λογής γραφήματα: πρόχειρες ημερολογιακές σημειώσεις και επιστολές, χάρτες και τοπωνύμια, μύχιες σκέψεις και πραγματολογικά δεδομένα συρράπτουν ένα κείμενο που περιφέρει άτακτα τον αναγνώστη στο χάος της μεγαλούπολης αποτυπώνοντας με άλματα και αποσπασματική λογική έναν αρχόμενο διαπολιτισμικό έρωτα. Η αρχιτεκτόνισσα ηρωίδα, εναλλάσσοντας διαδρομές ανάμεσα στο τυχαίο και στο προγραμματισμένο, στην Ιστικλάλ, στον Βόσπορο, σε βαπορέτα και σε πεζόδρομους ή παρόδους, επιχειρεί να ξεφύγει από τον εαυτό της για να τον συναντήσει βαθύτερα με καταλύτη έναν άλλον, έναν ξένο.
Στη συγγραφική προϊστορία της Καρυωτάκη πιστώνεται επίσης ένα ευαίσθητο εικονοκείμενο (Το νησί, Το Ροδακιό, 2001), ονειρική σύνθεση, όπου λέξεις και ζωγραφιές (οι φράσεις λειτουργούν μάλλον σαν λεζάντες στα υποβλητικά σχέδια) παλεύουν να αποδώσουν το τρικυμισμένο εσωτερικό τοπίο. Και ακόμη, ένα περίεργο «οδοιπορικό» διπλής όψεως, από τη μια επαγγελματικό, από την άλλη αφοπλιστικά προσωπικό, με αφορμή την ανάθεση μιας αρχιτεκτονικής μελέτης στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, στην Πύλο (Μετατροπή – Αντλιοστάσιο – Γιάλοβα, Το Ροδακιό, 2005): ποίηση της ουδέτερης, τεχνικής περιγραφής· βλέμμα ασκημένο στη σαρωτική παρατήρηση των χρωμάτων, των όγκων, του κτιστού και του άκτιστου χώρου· σχέδια και φωτογραφίες καρφιτσώνουν στο κείμενο το λιμναίο τοπίο και μεταδίδουν τη μαγεία του νερού· η αίσθηση της συνεχούς ροής ποτίζει την ημερολογιακή καταγραφή, υγραίνει τη μνήμη. Οπωσδήποτε, στα κείμενα της Καρυωτάκη ο τόπος επιβάλλει την παρουσία του, κι εκείνη ξέρει να τον βλέπει.
Ιστορία: ζητούμενος τόπος
Στο παρόν βιβλίο, ο τριτοπρόσωπος λόγος λειτουργεί ως φρένο, αποφορτίζοντας μιαν αφήγηση που θα μπορούσε να διολισθήσει προς τον μελοδραματισμό. Ωστόσο κι εδώ ο οιονεί ημερολογιακός τόνος συνθέτει ένα άλλο προσωπικό οδοιπορικό στη ζόρικη δεκαετία 1967-1977, όπως τη βιώνει με όρους αισθηματικής και πολιτικής αγωγής η ηρωίδα Δεσμίνα (ελαφρώς αναγραμματιζόμενη Ισμήνη και συνδηλώνοντας τις δεσμεύσεις της ως αφηγήτριας, τους δεσμούς που τη συνάπτουν με τις εξιστορούμενες καταστάσεις). Οι τόποι εδώ είναι ή γίνονται τόποι εξορίας: άξενη η στρατοκρατούμενη Αθήνα για όσους διαβιούν (ημι)παρανόμως και για όσους συγχρωτίζονται μαζί τους –ξένο το Παρίσι για όσους λαθροβιούν στην Πόλη του Φωτός και ζουν στο πετσί τους τη συνθήκη του ου-τόπου, μιας ερημιάς που δεν έχει τόπο να σταθεί και να ακουμπήσει μνήμες και ελπίδες. Το δράμα της εμιγκράτσιας, η περιπέτεια μιας γενιάς που αλέθεται από την Ιστορία, η διασταύρωση (ή σύγκρουση;) του συλλογικού με το ατομικό, οι θυελλώδεις ιδεολογικές συζητήσεις σε καμαρούλες των Εξαρχείων και σε στενάχωρες παρισινές σοφίτες, ο παγωμένος χρόνος που κόβει τη ζωή στα δυο, σε ένα πριν και σε ένα μετά, αναπλάθονται με αποστασιοποίηση, αλλά και τρυφερότητα, παραστατικά και με χιούμορ –που, ως γνωστόν, είναι «η ευγένεια του απελπισμένου».
Τι οδηγεί λοιπόν μια 23χρονη κοπέλα που μόλις τέλειωσε καλές σπουδές στο Μετσόβιο, «πολλά υποσχόμενη αρχιτέκτονα», να μπαρκάρει με μύριες προφυλάξεις τον Αύγουστο του ’73 σε ένα πλοίο της γραμμής «Πάτρα-Μπρίντεζι» για ένα ταξίδι με σχεδόν άδηλο προορισμό και υψηλό ρίσκο; Μα, εννοείται, ο έρωτας και το μπλέξιμο με στέλεχος της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος», καταδικασμένο στην πολύκροτη «δίκη των έντεκα» του ’68 και επί μακρόν φυλακισμένο: το πολύτιμο εκδοτικό σημείωμα στο τέλος του βιβλίου πιστοποιεί, παραθέτοντας ονόματα, χρονολογίες και λοιπά στοιχεία, ότι τα πρόσωπα είναι υπαρκτά, ελαφρώς παραλλαγμένα για τις ανάγκες μιας αφήγησης που δεν θέλει να υποδυθεί τον ρόλο της Ιστορίας αλλά να βρει στους κόλπους της τόπο για να εναποθέσει μνήμες και μαρτυρίες –το μυθιστόρημα μιας ζωής και την αυτοσυνειδησία μιας οδοιπόρου «που άστεα και νόον έγνω», έστω από την ταπεινή, μικρή κάτω γωνιά του μεγάλου κάδρου.
Με αρκετές αναδρομικές πινελιές, το κυρίως σώμα της αφήγησης είναι η δύσκολη καθημερινότητα στο Παρίσι (όπου καταλήγει το ζευγάρι): στερήσεις, ευκαιριακές δουλειές, ψυχικές διακυμάνσεις και δοκιμασίες, το άγχος που ροκανίζει τον «δίχως χαρτιά», κυνηγημένο, με τη στυφή πικρία του νόστου –τα νέα από την Ελλάδα, τους συντρόφους, το φθινόπωρο και τον χειμώνα του ’73-’74, επιτείνουν την αίσθηση της δικής τους ανημπόριας. Ανήκουν και δεν ανήκουν στον τόπο που ζουν, ο μακρινός τόπος τους είναι και δεν είναι δικός τους: μετέωροι, σαν τον σκαρφαλωμένο σύντροφο της Δεσμίνας στο περβάζι του παραθύρου, ατενίζοντας τον δρόμο από τον πέμπτο όροφο, εν όψει «επίσκεψης» της αστυνομίας (όχι, ευτυχώς, για τον ίδιο, αλλά για τη χιλιανή γειτόνισσα). Απειρα μικρά στιγμιότυπα επιβεβαιώνουν τη φωτογραφική, ευαίσθητη ματιά της νέας γυναίκας, που καταγράφει και αποθηκεύει εικόνες, μαθαίνει τον τόπο, δαμάζει τον τόπο. Εμβλημα αυτής όλης της θητείας «στους δρόμους» γίνεται ένας ακροβάτης, ένας πλανόδιος σαλτιμπάγκος που στήνει συχνά το θέαμά του στο σταυροδρόμι του σπιτιού τους. Ζωή ισορροπιστών, στην κόψη του ξυραφιού, ανέστιων ή φερέοικων, όπως είναι η ζωή των απανταχού εμιγκρέδων. Συζητήσεις, αναλύσεις, παρεξηγήσεις, διαφωνίες: γνώριμο τοπίο στους κύκλους της Αριστεράς –και όχι μόνο της ελληνικής. Κάποια στιγμή ο Σ. αποκτά την πολυπόθητη carte de séjour, η Δεσμίνα βρίσκει δουλειά στα μέτρα της σε μεγάλο αρχιτεκτονικό γραφείο (του περίφημου Γιώργου Κονδύλη), κάποια στιγμή η χούντα καταρρέει και ο νόστος θα πραγματοποιηθεί. Ο συντροφικός και φιλικός υδράργυρος, που τόσες και τόσες φορές σκορπίστηκε και ενώθηκε, κατασταλάζει στην Αθήνα. Γεννιέται ο Μανόλο.
Η Ιστορία και τα καμώματά της: σαράντα χρόνια μετά, ο «σύνδεσμος» που φιλοξένησε στην Ιταλία τους φυγάδες, πριν φτάσουν στο Παρίσι, κατέθεσε στην Καρυωτάκη το αρχείο του, παράνομη αλληλογραφία, φωτογραφίες, διαβατήρια, πλαστά έγγραφα, σφραγίδες και άλλα ντοκουμέντα και αυτή στρώθηκε στη δουλειά και αποφάσισε να εξιστορήσει εκείνη την άστατη εποχή. Χρωστάμε χάρες στην αισθητική τυποτεχνία του Ροδακιού που δρομολόγησε και πάλι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Γνωρίζαμε τη φιγούρα της Ισμήνης Καρυωτάκη από τη συνεργασία της με τον Σταύρο Τορνέ (βλ. «Καρκαλού»). Είναι σίγουρο πως, εκτός από αρχιτέκτων και εικαστικός, είναι αξιόλογη συγγραφέας. Παραθέτουμε από το λιτό βιογραφικό της: «Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γιάννενα. Στα δέκα πρωτοκολύμπησε στα νερά του Βοϊδομάτη. Στα είκοσι τρία ταξίδεψε παράνομα στα ξένα. Ο γιος της είναι ακροβάτης».
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ