Παρότι οι επιστήμονες δεν μπορούν με βεβαιότητα να συνδέσουν ακραία καιρικά φαινόμενα όπως τον τυφώνα Χάρβεϊ με την κλιματική αλλαγή, θεωρούν ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να επιτείνει την εμφάνισή τους.
Ο τυφώνας Χάρβεϊ και οι πρωτοφανείς καταιγίδες που τον ακολούθησαν εξακολουθούν να πλήττουν την πολιτεία του Τέξας, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι μετεωρολόγοι δεν προβλέπουν άμεσα βελτίωση του καιρού στην πολιτεία του αμερικανικού νότου. Ποια όμως είναι η σχέση του με την κλιματική αλλαγή; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πολύπλοκη, αναφέρει σε συνέντευξή του στη DW o Άντριου Κινγκ, κλιματολόγος με ειδίκευση στη μελέτη ακραίων καιρικών φαινομένων από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.
«Είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί η σύνδεση ενός τυφώνα ή μιας σφοδρής καταιγίδας με την κλιματική αλλαγή λόγω υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι τροπικές βροχοπτώσεις μιας τόσο μεγάλης έντασης συμβαίνουν συχνά στη φύση. Από την άλλη έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχει μια αυξητική τάση ως προς τη συχνότητα και την έντασή τους στη λεκάνη του Βόρειου Ατλαντικού. Και σε αυτή την τάση πιθανώς συντελούν και παράγοντες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή», εκτιμά ο Άντριου Κινγκ. Ωστόσο όπως επισημαίνει ο ειδικός είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγραφεί μαθηματικά το ποσοστό κατά το οποίο η κλιματική αλλαγή ευθύνεται για την εμφάνιση ακραίων φαινομένων όπως του τυφώνα Χάρβεϊ.

Δυσκολία στις προβλέψεις και στα τελικά συμπεράσματα
Σύμφωνα με τον Άντριου Κινγκ η εμφάνιση έντονων καταιγίδων σχετίζεται ως ένα βαθμό με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας σε πολλές περιοχές του πλανήτη. «Γνωρίζουμε ότι σε πολλές περιοχές του κόσμου η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει. Αυτό σημαίνει ότι όταν ξεσπάει μια καταιγίδα, όπως στην περίπτωση του Χάρβεϊ ή ακόμη των μεγάλων τυφώνων Σάντι και Κατρίνα, τα λεγόμενα κύματα θύελλας, τα οποία προκαλούν πλημμύρες, κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα επειδή και η στάθμη της θάλασσας ήδη έχει ανέλθει κατά πολύ.»
Όπως επισημαίνει όμως ο ίδιος, μολονότι σε άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα – όπως οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες σε συγκριμένες περιοχές- η δυνατότητα πρόβλεψης, μελέτης και αξιολόγησής τους είναι πιο εύκολη, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις έντονες καταιγίδες. Πιο συγκεκριμένα οι τροπικές καταιγίδες και τυφώνες συγκαταλέγονται στα πλέον δύσκολα ερευνητικά πεδία για τους κλιματολόγους, κι αυτό γιατί πρέπει να ληφθούν υπόψιν πολλοί και διαφορετικοί, αστάθμητοι παράγοντες. Τα σύγχρονα κλιματολογικά μοντέλα προσομοίωσης εξελίσσονται ταχύτατα, βελτιώνοντας τα ερευνητικά πορίσματα αναφορικά με τη σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως ο παρατεταμένος καύσωνας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για κυκλώνες όπως ο Χάρβεϊ, εξηγεί ο Άντριου Κινγκ. Ένας άλλος λόγος που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την μελέτη αντίστοιχων φαινομένων είναι η έλλειψη περιοδικότητας στην εμφάνισή τους και η εξάρτησή τους από πολλές μεταβλητές.
Τι μπορούν όμως παρόλ’ αυτά να κάνουν οι πόλεις που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο; «Σε πόλεις όπως το Χιούστον μπορούμε να υιοθετήσουμε κάποιες μηχανολογικές λύσεις π.χ. να αυξήσουμε την απορροφητικότητα των αστικών επιφανειών. Ή να σταματήσουμε την πολεοδομική ανάπτυξη πόλεων που βρίσκονται σε ευαίσθητες περιοχές. Το Χιούστον είναι η δεύτερη πιο γοργά αναπτυσσόμενη πόλη των ΗΠΑ, αλλά ίσως τελικά αυτό να είναι λάθος. Ίσως θα έπρεπε να αναπτύξουμε πολεοδομικά άλλες πόλεις που δεν αντιμετωπίζουν τόσο μεγάλο κίνδυνο να πληγούν από ακραία καιρικά φαινόμενα» αναφέρει, τέλος, ο κλιματολόγος Άντριου Κινγκ.
Ινέκε Μούλες / Δήμητρα Κυρανούδη