Στην Αθήνα, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, στο πλαίσιο της περιοδικής έκθεσης Θεϊκοί Διάλογοι, εκτίθεται από τα τέλη Μαΐου ένα από τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης και ειδικότερα της αρχαίας κεραμικής.

Πρόκειται για έναν μελανόμορφο ελικωτό κρατήρα –μέσα σε κρατήρες νέρωναν οι αρχαίοι το κρασί τους στα συμπόσια -, που κατασκευάστηκε στην Αθήνα τη δεκαετία 570-560 π.Χ. και από τον 19ο αι. αποτελεί ένα από τα ακριβά «κοσμήματα» του Museo Archeologico Nazionale στη Φλωρεντία.

Το φθινόπωρο του 1844, ο Alessandro François, παθιασμένος εξερευνητής της αρχαιότητας αλλά και θησαυροθήρας, ανασκάπτοντας, με την οικονομική στήριξη ευκατάστατων τιτλούχων της Τοσκάνης, τάφο στην ετρουσκική πόλη Chiusi έφερε στο φως θρυμματισμένο σε εκατοντάδες κομμάτια το μοναδικό αυτό αγγείο. Είχαν προηγηθεί τυμβωρύχοι οι οποίοι, αφού «άδειασαν» τον τάφο από όλα τα πολύτιμα κτερίσματά του, έκριναν ότι το αγγείο αυτό, ως πήλινο, ήταν άνευ αξίας.

Το έσπασαν και τα θραύσματά του, με το πέρασμα του χρόνου, διασκορπίστηκαν στη γύρω περιοχή. Λέγεται ότι ο François, στην προσπάθειά του να βρει όλα τα κομμάτια –λίγα είναι αυτά που δεν βρέθηκαν –έψαξε για πολλούς μήνες τα χώματα μιας μεγάλης έκτασης σαν αυτής του Κολοσσαίου της Ρώμης! Επομένως δικαίως ο κρατήρας αυτός φέρει σήμερα το όνομά του αφού είναι γνωστός ως αγγείο François.

Ωστόσο το αγγείο δεν κακόπαθε μόνο από τους τυμβωρύχους. Κατά την αρχαιότητα, κατά τη διάρκεια πιθανόν ενός συμποσίου, σε προσπάθεια να μετακινηθεί, οι λαβές του δεν άντεξαν το βάρος, γεμάτο ζύγιζε γύρω στα 100 κιλά, και έσπασαν. Οι κάτοχοί του φρόντισαν ωστόσο, χρησιμοποιώντας μολύβδινους συνδέσμους, να τις ξανασυνδέσουν με το αγγείο.

Ετσι τραυματισμένο τοποθετήθηκε αργότερα ως κτέρισμα στον τάφο, για να εξυπηρετήσει τις μεταθανάτιες συμποτικές ανάγκες του νεκρού. Πολύ πιο σοβαρό ήταν το «ατύχημα» που υπέστη το 1900. Τότε το ξεχωριστό ενδιαφέρον που έδειχναν γι’ αυτό ειδικοί και επισκέπτες του Μουσείου στη Φλωρεντία προκάλεσε… τον φθόνο ενός προβληματικού φύλακα, ο οποίος μια μέρα το έκανε 638 κομμάτια. Χρειάστηκαν έμπειροι τεχνίτες για να επανέλθει, κατά το δυνατόν, στην προτέρα του κατάσταση.

Ορισμένα αριθμητικά δεδομένα βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση της μοναδικότητάς του. Εχει ύψος 0,64μ., μέγιστη διάμετρο 0,44μ., ζυγίζει 22 κιλά, χωρά γύρω στα 79 λίτρα, φέρει 270 μορφές, κυρίως ανθρώπων αλλά και ζώων και τεράτων, καθώς και 121 επιγραφές που ονοματίζουν τα εικονιζόμενα πρόσωπα, κάποια ζώα και ορισμένα «άψυχα» αντικείμενα και κτίσματα.

Πολλές είναι οι μυθολογικές παραστάσεις που το διακοσμούν, όλες σχεδόν διεξοδικές, εκφραστικές και καινοτόμες στη σύλληψή τους, με κύρια αυτή των μεγαλόπρεπων γάμων του Πηλέα και της Θέτιδας, τον γονιών του Αχιλλέα. Εχουμε ακόμη την επιστροφή του Ηφαίστου στον Ολυμπο, την καταδίωξη του Τρωίλου από τον Αχιλλέα, το κυνήγι του καλυδωνίου κάπρου, τον ευχαριστήριο χορό των νέων της Αθήνας για τη διάσωσή τους από τον Μινώταυρο μετά την εξόντωση του τελευταίου από τον Θησέα, τα «άθλα επί Πατρόκλω», τη θεσσαλική Κενταυρομαχία, τη μάχη των πυγμαίων με τους γερανούς και ορισμένες άλλες.

Πρόκειται για μια επίτομη εικονογραφημένη μυθολογία. Προσπάθειες να εντοπιστεί πίσω από όλο αυτό το αμάλγαμα των παραστάσεων μια θεματική ενότητα δεν έχουν πείσει. Βέβαιο είναι ωστόσο ότι όλες τους εκπέμπουν μηνύματα της εποχής τους, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε αν και ο ετρούσκος κάτοχος του κρατήρα μπορούσε να τα κατανοήσει.

Ο κρατήρας όμως είναι σημαντικός και για άλλους λόγους. Κατ’ αρχάς μας «μιλά» και μας γνωρίζει τους κατασκευαστές του: «Εργότιμος μ’ εποίεσεν, Κλειτίας μ’ έγραφσεν». Πρόκειται για το παλαιότερο ζεύγος καλλιτεχνικών υπογραφών που γνωρίζουμε επάνω σε ελληνικά αγγεία, το οποίο μάλιστα αναγράφεται εδώ και δύο φορές, πράγμα που μαρτυρεί την υπερηφάνεια και την αυτοπεποίθηση των δύο κατασκευαστών του για τις ικανότητές τους.

Συγχρόνως το ζεύγος αυτό των υπογραφών μάς πληροφορεί ότι γύρω στο 570 π.Χ. η μεγάλη ζήτηση αττικών αγγείων είχε οδηγήσει τους κεραμείς της Αθήνας να προχωρήσουν στην εξειδίκευση της εργασίας τους –άλλος έπλαθε και άλλος διακοσμούσε -, πράγμα που εξασφάλιζε μεγαλύτερους ρυθμούς παραγωγής, όπως και καλύτερη ποιότητα δουλειάς.

Το αγγείο αυτό είναι ακόμη ο παλαιότερος καλά σωζόμενος αττικός ελικωτός κρατήρας. Οι προικισμένοι δημιουργοί του είχαν κατασκευάσει και άλλους παρόμοιους κρατήρες από τους οποίους μάλιστα μας σώζονται ένας ή δύο, απελπιστικά όμως αποσπασματικά. Δυστυχώς οι σωζόμενες αρχαιότητες αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό ποσοστό σε σχέση με τις αρχικές παραχθείσες ποσότητες. Τα καλά αττικά μελανόμορφα ή ερυθρόμορφα αγγεία υπολογίζεται ότι μας έχουν διασωθεί σε ένα ποσοστό μικρότερο του 1/100! Ποσοστό θλιβερά απογοητευτικό.

Το αγγείο François μπορούν να το θαυμάσουν όσοι βρίσκονται το καλοκαίρι στην Αθήνα –θα εκτίθεται έως τις αρχές Σεπτεμβρίου –χάρη στις ενέργειες βέβαια της διεύθυνσης του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, αλλά και χάρη στα γνήσια φιλελληνικά αισθήματα της διεύθυνσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Φλωρεντίας. Από όσο γνωρίζω, είναι η πρώτη φορά που το μοναδικό αυτό αγγείο ξεπορτίζει από τη φημισμένη πόλη των Μεδίκων. Και ας μη σπεύσουν κάποιοι… Ελληνάρες να ισχυριστούν ότι αυτό είναι δικό μας και μας… ανήκει. Ο Εργότιμος, ένας βαθύς κάτοχος των μυστικών της κεραμείας, και ο Κλειτίας, ένας έξοχος μικρογράφος και άριστος γνώστης των μυστικών της χάραξης, το κατασκεύασαν και το πούλησαν, ασφαλώς ακριβά, στους πλούσιους αλλά και ελληνόπληκτους Ετρούσκους.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ