Η ζωή είναι σκληρή. Οταν ο Αδάμ γεύθηκε τον απαγορευμένο καρπό ο Θεός, υποτίθεται, του έδωσε ευχή και κατάρα. «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» του είπε. Αλλά προσέθεσε «με τον ιδρώτα του προσώπου σου» προς τον Αδάμ. Και προς την Εύα προσέθεσε «θα γεννάς τα παιδιά σου μέσα στον πόνο». Επειδή η ζωή ήταν σκληρή και η επιβίωση επίπονη, ο άνθρωπος διαμόρφωσε πολύ νωρίς μια τάση να ξεφεύγει με τη φαντασία. Φανταζόταν πράγματα υπαρκτά και επιτεύξιμα. Να σκοτώσει τον αρχηγό της φυλής, παραδείγματος χάριν, και να γίνει αυτός αρχηγός στη θέση του ή να πάρει τη γυναίκα του γείτονα ή μια κότα από το κοτέτσι του και να τη φάει. Φανταζόταν και άλλα πολλά, θεμιτά και αθέμιτα. Πολιτείες όπου όλοι θα ήταν δίκαιοι, θα υπήρχε κατανόηση και ελευθερία έκφρασης και μέσα στη γενικευμένη ευτυχία αυτής της ανύπαρκτης πολιτείας φανταζόταν ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει τον τεχνητό του παράδεισο διευκολυνόμενος από το αλκοόλ, τον καπνό ή, ακόμα χειρότερα, τα ναρκωτικά.
Τα όνειρά μας, τα οράματα, όπως πιο επίσημα τα ονομάζαμε, είχανε βέβαια πρότυπα, παλαιότερα στην ιστορία ή συγχρονικά. Εκείνη την εποχή συγκρίναμε με ένταση τη μίζερη μετεμφυλιακή πραγματικότητα της Ελλάδας που μας γέννησε με τις μεγαλειώδεις προοπτικές του παγκόσμιου σοσιαλισμού και τα πρώτα δείγματα του νέου καθεστώτος στη Σοβιετική Ενωση, όπως τα παρουσίαζε η αλύπητη προπαγάνδα.
Φανταζόμασταν τον εαυτό μας αμείλικτους τιμητές του παλιού συστήματος όπως η σκοπεύτρια του «41ου», ρομαντικούς εραστές της μεταπολεμικής κοινωνίας με τις νέου τύπου ελευθερίες όπως οι πρωταγωνιστές τού «Οταν περνούν οι γερανοί». Στα αφτιά μας ακουγόταν ξεκάθαρα το τραγούδι των «τρακτέρ του Στάλιν» που όργωναν πέρα στο Καζακστάν εκατομμύρια εκτάρια άγονης στέπας, όπως είχε τραγουδήσει ο Ρίτσος. Και δεν τα είχαμε βέβαια ακούσει, αλλά τα διαβάζαμε και λειτουργούσαν εφεξής αποτρεπτικά για κάθε πολιτικό τυχοδιώκτη τα χιλιάδες τανκς του Μπουντιένι στις τιτανομαχίες του Στάλινγκραντ και του Κουρσκ, που κάλπαζαν για τη Βαρσοβία, τη Βιέννη και το Βερολίνο. Αυτοί ήμασταν εμείς. Ισως να είχαμε λάθος πληροφορίες, ίσως να μας ξεγελούσε η προπαγάνδα. Μην ξεχνάμε όμως ότι την ίδια εποχή η Μεγάλη Βρετανία απαγχόνιζε τον Καραολή, τον Δημητρίου και τον Παλληκαρίδη και άλλους στη Λευκωσία. Εστελνε εξόριστο τον Μακάριο στις Σεϋχέλλες και στον Νότο της Αμερικής οι λευκοί παρακρατικοί της Κου Κλουξ Κλαν έριχναν στα άγρια σκυλιά χιλιάδες τρομοκρατημένους μαύρους.
Εν ονόματι ποιου οράματος αγωνίζονται οι σημερινοί θεσιθήρες; Ποιος κίνδυνος τους απειλεί; Ποιοι είναι επιτέλους οι σύμμαχοί τους; Κι αν δεν έχουν ούτε οράματα ούτε αγώνες και θυσίες, αν κανείς δεν τους φοβίζει και δεν τους απειλεί, τότε στο όνομα ποιου μέλλοντος ζητούν την πειθαρχία και την αυτοθυσία μας; Μας προτείνουν αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν σε έναν αιώνα οι Ρώσοι ή αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν σε μισό αιώνα οι Κινέζοι ή σε κάτι λιγότερο οι Κουβανοί. Και χωρίς να έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να αρθρώνουν ουτοπικό λόγο μάς ζητούν να αναγνωρίσουμε την αποκλειστική ιδιοκτησία τους επάνω στην ουτοπία.
Γιατί μου έρχεται ακατάσχετος ο πειρασμός να τους προγκήξω φωνάζοντας όπως οι δερβενοχωρίτες πρόγονοί μου φώναζαν στα κατσίκια της Πάρνηθας: «Γκρου, ωρέ ζαγάρι, γκρου!»

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ