Στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς η Ελλάδα βρίσκεται για άλλη μία φορά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, αντιμέτωπη μεδύο ταυτόχρονες και καίριες προκλήσεις:
1) Η πρώτη είναι η ανάγκη άμεσης εφαρμογής όλων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών προσαρμογών που περιλαμβάνονται στη συμφωνία με τους εταίρους μας.
2) Η δεύτερη αφορά τη χάραξη και υλοποίηση πολιτικών που θα λειτουργήσουν ωςαναπτυξιακό αντίβαρο,αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που υπάρχουν, περιορίζοντας τις υφεσιακές επιπτώσεις της υπερφορολόγησης.
Ενας νέος κύκλος πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας τώρα που εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί, καθώς θα είναι καταστροφικός για την οικονομία και τις επιχειρήσεις, περιθωριοποιώντας περαιτέρω τη χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να σημειώσουμε ξανά το αυτονόητο: η μετάβαση προς ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία, είναι αποτέλεσμα επιλογών. Ολα τα προβλήματα των μεταποιητικών επιχειρήσεων προφανώς προϋπήρχαν της κρίσης, όμως έχουν ενταθεί ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια, όπως φαίνεται και στον σύνθετο δείκτη μέτρησης της ανταγωνιστικότητας των μεταποιητικών επιχειρήσεων της UNIDO, όπου έχουμε πέσει τρεις θέσεις τα τελευταία χρόνια.
Αν θέλουμε λοιπόν πράγματι να έχουμεβιομηχανία και μεταποίηση στη χώρα, οφείλουμε, πρώτον, να μειώσουμε την υπερβολικά υψηλή φορολογία και, δεύτερον, να εφαρμόσουμε μια σοβαρή και συνεκτική πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας που θα φέρει με τη σειρά της περισσότερο ανταγωνισμό και καλύτερες τιμές στο κόστος παραγωγής των διεθνώς εμπορεύσιμων βιομηχανικών προϊόντων.
Ενα άλλο πρόβλημα είναι το μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης. Στην Ελλάδα η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων έχει μικρό μέγεθος και η απασχόληση του ιδιωτικού τομέα κατανέμεται δυσανάλογα στις μικρές επιχειρήσεις –ένα χαρακτηριστικό που συναντάται και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να αποκατασταθεί στη χώρα μας ένα πιο ισορροπημένο μείγμα μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες κατά προτίμηση θα συμμετέχουν σε αλυσίδες αυξημένης προστιθέμενης αξίας, με τελικό αποτέλεσμα την ενίσχυση του μεγέθους των επιχειρήσεων αλλά και την ποιοτική αναβάθμιση των μικρότερων επιχειρήσεων που λειτουργούν γύρω από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Μια ανάλυση της κατανομής της απασχόλησης του ιδιωτικού τομέα σε κλάδους δείχνει πως το κενό απασχόλησης στη μεταποίηση είναι τεράστιο· σχεδόν 550.000 θέσεις εργασίας λείπουν από την ελληνική μεταποίηση. Αυτή η πραγματικότητα συνδέεται άμεσα με το μικρό μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης και την αδυναμία της να είναι εξωστρεφής και καινοτομική, δηλαδή βιώσιμη.
Ποιες είναι οι περιοχές που χρήζουν βελτίωσης; Κατ’ αρχήν τις επιχειρήσεις μας τις δυσκολεύουν πολύ οι διαδικασίες αδειοδότησης, όπου οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν απομακρύνει ακόμα τα απαγορευτικά αντικίνητρα του παρελθόντος, ειδικά για μεγαλύτερες επενδύσεις. Το ίδιο συμβαίνει με τα προβλήματα γύρω από την πρόσβασή τους στην τραπεζική χρηματοδότηση που είναι δυσεύρετη και ακριβότερη από τους ανταγωνιστές μας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος εργασίας επιβαρύνει χωρίς ανταποδοτικότητα τα εισοδήματα των εργαζομένων δημιουργώντας αντικίνητρα για την παραμονή στην Ελλάδα των πλέον ικανών και ταλαντούχων. Τέλος, η λειτουργία του κράτους δικαίου και η αργή ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης πλήττουν περισσότερο τις επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός νομικού πλαισίου, δηλαδή τις επιχειρήσεις που έχουν πιο εξελιγμένη οργάνωση, η οποία de facto συνδέεται με τη λειτουργία του κράτους δικαίου.
Εν τέλει, το ζητούμενο για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε μια δυναμική και διατηρήσιμη ανάπτυξη που δεν θα στηρίζεται κατά βάση στην κατανάλωση είναι να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον υποστηρικτικό για τις οργανωμένες επιχειρήσεις που λειτουργούν στο πλαίσιο της νομιμότητας, καταβάλλουν τους φόρους και τις εισφορές τους, δημιουργούν σταθερές θέσεις εργασίας, διαθέτουν περιβαλλοντική και κοινωνική συνείδηση. Το παρόν πλαίσιο ασφυκτικής υπερφορολόγησης επιχειρήσεων και μισθωτών μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα έχει, καθώς στρέφει όλο και περισσότερους είτε στην παραοικονομία είτε στην αλλαγή φορολογικής έδρας.

Ο κ. Ακης Σκέρτσος είναι γενικός διευθυντής του ΣΕΒ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ