Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που η αρβανίτικη καταγωγή έδινε σε όλους, και ιδιαίτερα στα παιδιά, κολοσσιαία υπερηφάνεια. «Είμαστε Αρβανίτες». Αυτή η ένδοξη καταγωγή παρέσυρε στο ημίφως άλλες προελεύσεις εξίσου σημαντικές για την ιστορία της οικογένειας, όπως μια προγιαγιά Χιώτισσα με δαντέλες, κοσμήματα και φράγκικη κόμμωση ή έναν προ-προπάππο, που έφυγε για να γλιτώσει τη ζωή του από το Αϊβαλί, τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας και συνδέθηκε σε όλη τη Βαλκανική με τις επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων. Τι κι αν αυτός, ο Πάγκαλος, είχε βυζαντινής προέλευσης όνομα. Τι κι αν ήταν ήδη, πριν ξεκινήσει ο 19ος αιώνας, γιατρός. Εμείς, τα αγόρια, λατρεύαμε τους φουστανελοφόρους προγόνους από τα ορεινά της Πάρνηθας, που σκαρφάλωναν με τα μυώδη πόδια τους τις κορυφές, ντυμένοι με δέρματα ζώων και ζωσμένοι με μπαρούτια, εμπροσθογεμή τουφέκια και κάθε λογής χαντζάρες, που τα είχαν αφαιρέσει από τον πατροπαράδοτο και μισητό εχθρό και δυνάστη, αφού τον είχαν σφάξει, όπως τα ζυγούρια πάνω σε μια πέτρα αυτής της γης, η οποία ούτε στιγμή δεν σταμάτησε να πολεμάει τους τυράννους. Οταν μεγάλωσα και έμαθα αγγλικά, κάποιος μού χάρισε το μυθιστόρημα «Ο τελευταίος των Μοϊκανών». Αισθάνθηκα βαθιά συγκίνηση. Από τις λεπτομερείς περιγραφές του Κούπερ έβγαινε ένα αναμφισβήτητο συμπέρασμα: ο τελευταίος των Μοϊκανών, με το ξυρισμένο κεφάλι και την κοτσίδα, ήταν ίδιος με τους αρβανίτες προγόνους μου.
Οι Αρβανίτες αποτελούν συστατικό στοιχείο του σημερινού ελληνικού λαού. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κυκλοφορούν στο πλευρό μας φέροντας υπερήφανα και αξιότιμα οικογενειακά ονόματα που είναι αρβανίτικης προέλευσης. Καμιά φορά και χωρίς υποψία για την πραγματική σημασία τους. Θυμάμαι κάποτε έναν εξαιρετικό υπάλληλο του υπουργείου Τύπου, που ετοιμαζόταν να πάει στην Αλβανία, συνοδεύοντας τον Κωστή Στεφανόπουλο, Πρόεδρο της Δημοκρατίας τότε, και δεν είχε ιδέα ότι το αρβανίτικης προέλευσης επώνυμό του σήμαινε κάτι που θα δημιουργούσε περίπλοκα προβλήματα αν το έλεγε σε ανυποψίαστους Αλβανούς.
Οι Αρβανίτες της Αττικής και της υπόλοιπης Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, ακόμη και στον Νομό Εβρου υπάρχουν δύο χωριά και στην Κάσο το υπέροχο Αρβανιτοχώρι, καθώς και πλήθος αρβανίτικα επώνυμα σε νησιά όπως η Κέα, όπου κανείς δεν μιλάει αρβανίτικα, ήταν πάντα συστατικό στοιχείο της διαμόρφωσης του σύγχρονου Ελληνισμού. Ασύγκριτοι πολεμιστές, σκληροί αγρότες, δημιουργικοί κτηνοτρόφοι και, παρά τη διγλωσσία, παρόντες, πέραν της αναλογίας τους στον γενικότερο πληθυσμό, στην επιστημονική, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας.
Τα αρβανίτικα μιλήθηκαν, όπως και οι άλλες διάλεκτοι, μέχρι να υποκαταστήσει η τηλεόραση τη γιαγιά. Η μάνα της μάνας μου μίλαγε στην κόρη της αρβανίτικα πάντα. Η κόρη, δασκάλα και Αρσακειάς, απαντούσε στα ελληνικά, και αυτό κράτησε μια ζωή χωρίς ποτέ να δημιουργηθεί ανάμεσά τους το οποιοδήποτε πρόβλημα. Οι Χειμαρριώτες δεν ήταν Αρβανίτες. Δεν μίλησαν ποτέ αρβανίτικα. Στον βαθμό που αυτό τούς επιβλήθηκε από τις εμπορικές και κοινωνικές τους σχέσεις ή από την ωμή κρατική βία, μίλησαν αλβανικά. Οι σημερινοί μετανάστες δεν καταλαβαίνουν τους Αρβανίτες της Αττικής, ενώ οι τελευταίοι καταλαβαίνουν σε γενικές γραμμές τους μετανάστες κάπως όπως οι Βραζιλιάνοι δυσκολεύονται να καταλάβουν τους Πορτογάλους, ενώ οι κάτοικοι της Μητρόπολης καταλαβαίνουν άνετα την απλουστευμένη κρεόλικη γλώσσα. Οι Σουλιώτες ήταν Αρβανίτες, πολλοί απ’ αυτούς δεν ήξεραν ελληνικά ή τα μάθαιναν κοντά στην εκκλησία. Ούτε καν η θρησκεία δεν μπορεί να ξεδιαλύνει τη σχέση των δύο λαών. Στους πολέμους κατά του Αλή Πασά ένα μεγάλο διάστημα, πριν λιποτακτήσουν, βασικοί σύμμαχοι των αρβανιτοφώνων χριστιανών Σουλιωτών ήταν οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.
Οταν ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση, ολόκληρη η Αττική, καθώς και μεγάλο μέρος της Κορινθίας, της Αργολίδας, της Βοιωτίας, της Φθιώτιδας και της Εύβοιας, κατοικούνταν από Αρβανίτες. Οι μόνοι που δεν μίλαγαν αρβανίτικα στην Αττική ήταν οι Μεγαρίτες. Αυτοί οι αλλόγλωσσοι ελευθέρωσαν την Αθήνα. Ηταν ο βασικός κορμός της ένοπλης δύναμης του Καραϊσκάκη, που και ο ίδιος μίλαγε αρβανίτικα. Αλλά και ο Κολοκοτρώνης ήταν γνωστός σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου με το αρβανίτικο όνομα της οικογενείας του, δηλαδή Μπιθιγκούρας. Εκτός αν δεν ήμασταν ανεπανόρθωτα καθαρευουσιάνοι, προσφέρουμε στην αγαπημένη μας ένα λουλούδι και όχι άνθος, από το αρβανίτικο «λούλε», και την Κυριακή στο σπίτι θα φάμε ένα μπούτι κατσικίσιο από το αρβανίτικο «κάτσε», που θα πει δύστροπο, απείθαρχο (μόνο αν είμαστε προγονόπληκτοι ή Κρητικοί θα παραγγείλουμε κάτι από αίγα ή ερίφιο).
Το πρόβλημα του κ. Ράμα είναι ότι συντάχθηκε με τους εχθρούς των Ελλήνων για να κρατήσει το κόμμα του τις ψήφους που τα ελληνόφωνα στελέχη του κομμουνιστικού καθεστώτος τού εξασφάλιζαν. Οι Αρβανίτες μετακινήθηκαν στην Ελλάδα, όπως μπορεί να διαβάσει κανείς στο θαυμάσιο βιβλίο του Κώστα Μπίρη «Αρβανίτες – Οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού», μεταξύ του 12ου και 14ου αιώνα. Τότε δεν υπήρχαν Αλβανοί, όπως δεν υπήρχαν και Γερμανοί, Ιταλοί, Αγγλοι, Γάλλοι ή Τούρκοι. Η αλβανική εθνική συνείδηση είναι η τελευταία που εμφανίστηκε στα Βαλκάνια, το 1878, με τη Λίγκα της Πριζρένης – Κοσσυφοπεδίου και με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια με τα κείμενα των χριστιανών ορθοδόξων Αλβανών ή Βλάχων της Κορυτσάς. Αφού λοιπόν δεν υπήρχαν Αλβανοί, πώς ήταν Αλβανός ο Δεσπότης των Αθηνών, αν υπήρχε και αν λεγόταν πράγματι Δούσμανης; Δεν γνωρίζει επίσης ο κ. Ράμα ότι ο Μοροζίνι κατέστρεψε τελικά, με τα κανόνια του, την Ακρόπολη;
Οι λαοί μας έχουν συμφέρον στην ανανέωση της συνήθειας της κοινής συμβίωσης. Ιλιγγιώδη είναι τα μηνύματα που μας έρχονται από την πλευρά της οικονομίας. Είναι κρίμα που αντί να κοιτάξει αυτά τα στοιχεία ο κ. Ράμα και να επιδιώξει μια πορεία προόδου, συνεργασίας και συναδέλφωσης για το μέλλον, πιέζει για να δημιουργηθούν εξωπραγματικές αντιθέσεις από ένα παρελθόν που δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ