Τον χειμώνα του 1967 το ΚΚΕ κάλεσε μερικά στελέχη του από τη Δυτική Ευρώπη, κυρίως εργάτες από τη Δυτική Γερμανία, στο Πότσνταμ. Τα κτίρια χρησίμευαν για σχολές αλλά είχαν υπάρξει ενδιαιτήματα κάποιων αρχόντων του παρελθόντος, όπως έδειχνε η πολύπλοκη αρχιτεκτονική τους και η οργάνωση των χώρων. Θυμάμαι ότι όταν άνοιξε μια πόρτα και μπήκαν στην αίθουσα πέντε μέλη του Πολιτικού Γραφείου του παράνομου ΚΚΕ, η συγκίνηση των προσκεκλημένων ήταν συγκλονιστική. Ολοι χειροκροτούσαμε με ενθουσιασμό και μερικοί δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Εκεί ήταν πάνω σε ένα μικρό βάθρο οι μνήμες της αντίστασης, των συνδικαλιστικών αγώνων, της αιματοχυσίας και της εξορίας του εμφυλίου. Εκεί ήταν, σύμφωνα με το μυαλό που κουβαλάγαμε εκείνη την εποχή, η υπόσχεση για ένα νέο μέλλον της ανθρωπότητας χωρίς εκμετάλλευση, πολέμους και τελικά χωρίς κράτος, όπου οι εργαζόμενοι θα αυτοδιαχειρίζονταν οι ίδιοι τις υποθέσεις τους.
Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε. Το Πότσνταμ έχει γίνει κοσμικό προάστιο του Βερολίνου. Το Βερολίνο είναι πρωτεύουσα της παντοδύναμης οικονομικά και υπολογίσιμης πολιτικά ενιαίας Γερμανίας. Το Τείχος που χώριζε τους δύο κόσμους κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά παρασύροντας Σοβιετικές Ενώσεις, Γιουγκοσλαβίες και όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης. Μόνο εδώ, στη μακρινή και ιδιόμορφη πολυαγαπημένη πατρίδα μας, με κόλπα και τερτίπια και παρά φύση συμμαχίες, είναι αλήθεια, κυβερνά η Αριστερά.
Το θέμα εξαντλείται. Τα ποσοστά συνεχώς μειώνονται στις εκλογικές προβλέψεις. Συσπειρώνονται οι ομάδες των πολιτών που υποφέρουν. Σκάνδαλα ξεσπούν εδώ και εκεί. Δεν έχει και πολύ νόημα πια να αντιμετωπίζεις την ιστορία του φαινόμενου Τσίπρας. Αντίθετα, τεράστια είναι η απορία και πολλαπλές οι συζητήσεις που δημιουργεί η αντίδραση, μονότονη και επαναληπτική, των οπαδών του μπροστά στην κατάρρευση. Οσο μικραίνουν, μπαγιατεύουν και βρίσκονται στο περιθώριο της πραγματικότητας τόσο κραυγάζουν, υβρίζουν και προσπαθούν να προστατεύσουν και να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους. «Είμαστε σαν το ΠαΣοΚ και τη ΝΔ του παρελθόντος» λένε επιθετικά!
Αυτή η εγκατάλειψη κάθε συμβιβαστικού λόγου, κάθε απόπειρας δημιουργίας συναίνεσης, αυτή η παγερή αδιαφορία, που δεν σπάει παρά μόνο για να αφήσει να χυθούν στη ρημαγμένη γη των πρώην λαϊκών στρωμάτων οχετοί παραπληροφόρησης και υβριστικής προπαγάνδας, πρέπει να έχει μια αιτία ύπαρξης.
Καλά παιδιά δεν είναι. Τυχοδιώκτες είναι και άρπαγες θρασείς κάθε προσπάθειας ανάδειξης, κάθε γόνιμης από το παρελθόν πρωτοβουλίας, ακόμη και έργα απλά, που ολοκληρώθηκαν πριν από την αναρρίχησή τους στην εξουσία, ξεδιάντροπα εγκαινιάζουν. «Τσίπα δεν έχουν;» αναρωτιέται ο λαός. «Γιατί δεν μιλάνε; Γιατί δεν δικαιολογούνται;». Νομίζω ότι η απάντηση είναι μία. Την έδωσε με τον τρόπο του ο φαιδρός ψευδοφιλόσοφος που μαστίζει τον πολιτισμό αφού αποπροσανατόλισε την παιδεία. Είπε ρητά μέσα στη Βουλή, χωρίς να καταλαβαίνει ίσως ότι εκείνη την ώρα εκήρυττε την ανατροπή του πολιτεύματος: «Βαδίζουμε προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Θα έχουμε δυσκολίες και αποτυχίες. Αλλά εμείς δεν αποθαρρυνόμαστε. Σταματάμε για λίγο, κάνουμε ελιγμούς και μετά ξανά τραβάμε προς τη δόξα. Ο στόχος ο τελικός παραμένει ο ίδιος».
Μάλιστα! Ο στόχος τελικά, που δείχνουν οι «μπανιάδες» και οι «Β’ πανελλαδικάριοι», είναι αυτό το σύστημα όπου χωρίς ελεύθερες εκλογές και χωρίς ελεύθερο Τύπο θα ανθεί η σοσιαλιστική δημοκρατία των αποτυχημένων και των περιθωριακών. Τι κι αν ενδιάμεσα καούν τρεις-τέσσερις αθώοι στη Μarfin, τι κι αν εκατομμύρια φτωχαίνουν κάθε μέρα; Ο σκοπός είναι εκεί κάπου και ο ντόπιος Μάο Τσε Τουνγκ της πλάκας σέρνει τον χορό με νταούλια και ζουρνάδες για να τον δούμε και να τον πετύχουμε σε τούτη ‘δώ τη γη των μικροαστών φοροφυγάδων. Να πετύχουμε, δηλαδή, εκεί όπου απέτυχε ο Λένιν και η Σοβιετική Ενωση, η Κίνα της Μακράς Πορείας και οι μισοί περίπου ευρωπαϊκοί λαοί.
Γι’ αυτό δεν απαντάνε ακόμη και για τα πιο ταπεινωτικά σχόλια. Γι’ αυτό και δεν βιάζονται.
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ