Τι είναι αυτό που κάνει τον Γιουσέιν Μπολτ ανίκητο; Τα τελευταία χρόνια πολλές ερευνητικές ομάδες μελετούν τον εκπληκτικό Τζαμαϊκανό σπρίντερ προσπαθώντας να εξηγήσουν επιστημονικά τις επιδόσεις του ενώ παράλληλα φωτίζουν τους βιολογικούς μηχανισμούς πίσω από τους αθλητές των σπριντ. Ας ρίξουμε μια ματιά στις πιο ενδιαφέρουσες σχετικές μελέτες.

Ψηλότερος και πιο αδύνατος

Ο Μπολτ είναι ψηλότερος και πιο αδύνατος από τους περισσότερους σπρίντερ – το ύψος του είναι 1,96 μέτρα και το βάρος του 94 κιλά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καρλ Λιούις, πρώην ολυμπιονίκης που έχει κατακτήσει εννέα χρυσά μετάλλια, είναι περίπου οκτώ εκατοστά πιο κοντός από τον Μπολτ και παρόλα αυτά ζύγιζε περί τα 6,5 κιλά περισσότερο από τον Τζαμαϊκανό όταν κατέκτησε το παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μέτρα τη δεκαετία του 1980.

Σύμφωνα με τον Αλαν Νέβιλ από το Πανεπιστήμιο του Γούλβερχαμπτον ο Μπολτ αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα που μαρτυρεί την αλλαγή στο «σχήμα» του σώματος των σπρίντερ παγκόσμιας κλάσης: η τάση είναι οι κορυφαίοι σπρίντερ να διαθέτουν πιο «γραμμικό» κορμί, δηλαδή πιο λεπτό και μακρύ σε σύγκριση με τους πιο μυώδεις και κοντούς προκατόχους τους. «Το σχήμα του σώματος των ανδρών σπρίντερ φαίνεται να έχει αλλάξει την τελευταία δεκαετία. Ψηλότεροι και πιο λεπτοί αθλητές αναδύονται ως οι καλύτεροι και πιστεύουμε ότι αυτό έχει να κάνει με τον μεγαλύτερο διασκελισμό τους» σημειώνει ο δρ Νέβιλ.

Είναι επόμενο οι σπρίντερ που διαθέτουν πιο μακριά πόδια να έχουν και μεγαλύτερο διασκελισμό. Αυτό τους χαρίζει σημαντικό πλεονέκτημα στα μέσα περίπου της κούρσας, όταν έχουν αγγίξει τη μέγιστη ταχύτητά τους την οποία και πρέπει να διατηρήσουν ως τη γραμμή του τερματισμού.

«Κοντό» πλεονέκτημα στην εκκίνηση

Τα πιο κοντά και πιο δυνατά πόδια χαρίζουν αντιθέτως πλεονέκτημα στην αρχή της κούρσας όταν ο αθλητής επιταχύνει. Ο Μπολτ όμως φαίνεται πως ό,τι χάνει κατά την εκκίνηση το αντισταθμίζει μετά τα μέσα του αγώνα χάρη στα μακριά του πόδια που του δίνουν «φτερά» έναντι των πιο κοντών και βαρύτερων συναθλητών του. Κάτι που επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά στον τελικό των 100 μέτρων στο Ρίο πριν από λίγα 24ωρα.

Παρότι το να είναι κάποιος σπρίντερ του επιπέδου του Μπολτ απαιτεί έναν συνδυασμό σωματικών αλλά και νοητικών ικανοτήτων – με τη σημαντική χείρα βοηθείας της εντατικής προπόνησης – οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι οι κορυφαίοι δρομείς των αγώνων ταχύτητας μάλλον γεννιούνται παρά γίνονται.

Στην περίπτωση του Τζαμαϊκανού Μπολτ η καταγωγή του φαίνεται να βοηθά. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι μαύροι αθλητές που η γενιά τους κρατά από τη Δυτική Αφρική έχουν μυϊκές ίνες που αν και κουράζονται ταχύτερα συσπώνται και πιο γρήγορα σε σύγκριση με τις μυϊκές ίνες των δρομέων μεγάλων αποστάσεων.

«Για να είναι κάποιος μεγάλος σπρίντερ χρειάζεται να έχει μυς των κάτω άκρων στους οποίους κυριαρχούν μυϊκές ίνες που συσπώνται γρήγορα. Και αυτό διότι με αυτόν τον τρόπο κονταίνει ταχέως ο μυς και παράγεται περισσότερη ενέργεια» εξηγεί ο καθηγητής Στιβ Χάριτζ από το King’s College του Λονδίνου και προσθέτει: «Οι μαραθωνοδρόμοι έχουν πιο ‘αργές’ μυϊκές ίνες, γεγονός που σημαίνει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει η Πόλα Ράντκλιφ μεγάλη σπρίντερ ούτε ο Γιουσέιν Μπολτ καλός δρομέας μεγάλων αποστάσεων».

Παρότι η προπόνηση με βάρη μπορεί να κάνει τις μυϊκές ίνες των γρήγορων συσπάσεων πιο δυνατές και παχιές δεν υπάρχουν στοιχεία που να μαρτυρούν ότι μπορεί ο ένας τύπος μυϊκής ίνας να μετατραπεί στον άλλον μέσω μόνο της άσκησης.

Ο ρόλος των γονιδίων

Οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει επίσης ότι υπάρχουν ορισμένες φυσικές παραλλαγές ενός γονιδίου που ονομάζεται ACTN3 και μπορεί να αυξήσει την απόδοση των «γρήγορων» μυϊκών ινών. Και πάλι όμως το εάν κάποιος διαθέτει το «γονίδιο του σπριντ» εξαρτάται από το αν το έχει κληρονομήσει. Είναι γνωστό ότι αθλητές ορισμένων εθνικοτήτων, όπως οι Τζαμαϊκανοί, εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα του «γονιδίου του σπριντ» σε σύγκριση με άλλες ομάδες.

Τα γονίδια εμπλέκονται επίσης στον προσδιορισμό του μήκους του αχίλλειου τένοντα και των δαχτύλων των κάτω άκρων. Οι καλοί σπρίντερ έχουν πιο κοντούς τένοντες από το αναμενόμενο σε σύγκριση με το ύψος τους ενώ τα δάχτυλά τους είναι αναλογικά πιο μακριά. Αυτό επιτρέπει στους μυς της γαστροκνημίας (γάμπας) να δουλεύουν πιο πολύ κατά τη διάρκεια της φάσης επιτάχυνσης του σπριντ.

Σε κάθε περίπτωση, όποια και αν είναι η γονιδιακή κληρονομιά ενός σπρίντερ όπως ο Μπολτ η προπόνηση παίζει σημαντικό ρόλο στο να «βγάλει» τα γενετικά χαρίσματά του στην επιφάνεια. Η άσκηση κάνει τους μυς δυνατότερους και βελτιώνει την ικανότητά τους να αποθηκεύουν ενέργεια με τη μορφή φωσφοκρεατίνης (πρόκειται για μια ουσία που επιτρέπει στους μυς να έχουν μικρά σε διάρκεια αλλά ισχυρά «ξεσπάσματα» δραστηριότητας).

Το τέλειο σώμα

Η ψηλόλιγνη κορμοστασιά είναι σύμφωνα με μια ομάδα ερευνητών του Πανεπιστημίου του Γουλβερχάμπτον το μυστικό της επιτυχίας στο σπριντ.

Μελετώντας τη σωματική «κατασκευή» των κορυφαίων ανδρών και γυναικών σπρίντερ των τελευταίων 100 χρόνων οι επιστήμονες κατέληξαν στη «χρυσή αναλογία» που χαρίζει την ταχύτητα. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι όσο ψηλότερος και πιο αδύνατος είναι ενας δρομέας τόσο καλύτερες μπορούν να είναι οι επιδόσεις του.

Ο Καρλ Λιούις, ο χρυσός Ολυμπιονίκης και ρέκορντμαν στο σπριντ της δεκαετίας του 1990, έχει ύψος 1,88 ενώ στο απόγειο της σταδιοδρομίας του ζύγιζε περίπου 82,5 κιλά. Ο Γιουσέιν Μπολτ έχει ύψος λίγο περισσότερο από 1,95 εκατοστά και βάρος 94 κιλά.

Αυτή η διαφορά, σε συνδυασμό με την καλύτερα προσαρμοσμένη στο σπριντ σωματική διάπλαση του τζαμαϊκανού αθλητή, ίσως αποτελεί σύμφωνα με τους ειδικούς την αιτία για την οποία ο Μπολτ κατόρθωσε να ξεπεράσει το ρεκόρ του Λιούις κατά 0,30 δευτερόλεπτα.

Η χρυσή αναλογία κρύβεται στον δείκτη Ponderal (Ponderal Index – PI), τον λεγόμενο και «δείκτη λιποσαρκίας», ο οποίος υπολογίζει την αναλογία της μάζας του σώματος και του ύψους με έναν τύπο διαφορετικό από αυτόν του Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI). Σύμφωνα με τους ερευνητές οι δρομείς με PI μεγαλύτερο του 44 είναι πιο γρήγοροι.

Το βιολογικό πλεονέκτημα των ψηλών και αδύνατων δρομέων ενδέχεται, όπως αναφέρουν οι ειδικοί, να οφείλεται στο ότι επειδή έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια δέρματος αποβάλλουν ευκολότερα τη θερμότητα από το σώμα τους επιτρέποντας στους μυς να λειτουργούν καλύτερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Επίσης, έχουν μεγαλύτερο διασκελισμό.

«Υπάρχουν πολύ ισχυρές ενδείξεις ότι τα ψηλότερα, πιο “γραμμικά” άτομα είναι πιο επιτυχημένα στο σπριντ» ανέφερε ο Αλαν Νέβιλ, καθηγητής Βιοστατιστικής και επικεφαλής της μελέτης η οποια δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Journal of Sport Sciences». «Μέχρι πρόσφατα οι σπρίντερ ήταν πολύ ογκώδεις και μυώδεις , ακόμη και στο επάνω μέρος του σώματός τους. Τα τελευταία δέκα χρόνια όμως αυτό φαίνεται να έχει αλλάξει, οι πιο αδύνατοι και γωνιώδεις είναι πιο επιτυχημένοι».

Ο Μπολτ νικά και τις… σφαίρες!

Η πιο κοινότυπη έκφραση για κάποιον που τρέχει πολύ γρήγορα είναι ότι «τρέχει σαν σφαίρα» έκφραση που έχει ακουστεί κατά κόρον για τον ταχύτερο άνθρωπο στον πλανήτη, τον Γιουσέιν Μπολτ. Μια μελέτη έδειξε ότι ο τζαμαϊκανός σπρίντερ έχει κάνει ένα βήμα περισσότερο και όχι μόνο τρέχει σαν σφαίρα αλλά στην πραγματικότητα παράγει περισσότερη ενέργεια από μια σφαίρα!

Ομάδα ειδικών μελέτησε την κούρσα των 100 μέτρων στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Βερολίνου το 2009 στην οποία ο Μπολτ διέλυσε τα χρονόμετρα κάνοντας το εξωπραγματικό παγκόσμιο ρεκόρ των 9,58 δευτερολέπτων.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο Μπολτ παρήγαγε κατά τη διάρκεια της κούρσας 50 φορές μεγαλύτερη ενέργεια από εκείνη που παράγει μια σφαίρα που βγαίνει από την κάνη ενός Μάγκνουμ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, σε αντίθεση με ό,τι θα πίστευε κάποιος, το μεγαλύτερο μέρος της μηχανικής ενέργειας που παρήγαγε το μυϊκό σύστημα του Μπολτ δεν χρησιμοποιήθηκε για την κίνησή του. Μόλις το 8% της ενέργειάς του χρησιμοποιήθηκε για την κίνησή του και όλο το υπόλοιπο ποσοστό χρησιμοποιήθηκε για να αντιμετωπιστεί η αντίσταση του αέρα.

Ο Μπολτ παρήγαγε 81,58 kilojoules κινητικής ενέργειας κατά τη διάρκεια της κούρσας στην οποία έκανε το παγκόσμιο ρεκόρ. «Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταρριφθεί ένα ρεκόρ ταχύτητας σήμερα, ακόμη και κατά λίγα εκατοστά του δευτερολέπτου, καθώς οι σπρίντερ έχουν να αντιμετωπίσουν ολοένα και πιο ισχυρές δυνάμεις όσο αυξάνουν την ταχύτητά τους. Υπεύθυνα είναι τα ‘φυσικά εμπόδια’ που επιβάλλουν οι γήινες συνθήκες. Φυσικά αν ο Μπόλτ έτρεχε σε έναν πλανήτη με λιγότερο πυκνή ατμόσφαιρα θα μπορούσε να κάνει τρομερά ρεκόρ» αναφέρει ο Χόρχε Ερνάντεζ Γκόμεζ, του Εθνικού Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού που ήταν ο επικεφαλής της μελέτης η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «European Journal of Physics».