Mε τον τίτλο «Πρωτοχρονιάτικο» απαντά στο Αρχείο του Βάρναλη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη ένα σατιρικό αντικληρικαλικό ποίημα του Κώστα Βάρναλη, του οποίου ο στόχος, η καυστική διάθεση και το ευρηματικό λαϊκό λεξιλόγιο παραπέμπουν ευθέως στη ζωντανή Πτωχοπροδρομική σατιρική δημώδη μεσαιωνική παράδοση:
Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες


σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες


βαρβάτοι κι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι


ντυμένοι τα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.




Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αφτούς βαράν καμπάνες!)


εφάγαν γουρουνόπουλα κι αδειάσαν νταμιτζάνες


κι απέ ρευάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,


κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.




Οξ’ ο κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»!


γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.


Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι


ανοίξαν τα παράθυρα κ’ εκράξαν: «Είστε αθέοι»!
Η εγκύκλιος της Εκκλησίας
Το ποίημα, σε μια εκτενέστερη μορφή του, με τον τίτλο «Μποναμάς» και την υπογραφή Γερβάσιος ο Θεοεμβαίκτης, δημοσιεύθηκε στο αριστερό περιοδικό Πρωτοπόροι τον Φεβρουάριο του 1931. Ο Βάρναλης το συμπεριέλαβε και στην έκδοση των ποιημάτων του το 1956. Αφορμή για τη σύνθεση του ποιήματος στάθηκε πιθανόν η εγκύκλιος της Ιεραρχίας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1929 στο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος Εκκλησία και στον Τύπο, εγκύκλιος που καταδίκαζε «το κύμα ασέβειας και αθεΐας» στη χώρα, έκανε λόγο για «λύκους βαρείς» που κατασπαράσσουν τα λογικά πρόβατα του ποιμνίου του Χριστού, για «κενολόγους και ψευδοδιδάσκαλους και εχθρούς του Σταυρού του Χριστού» οι οποίοι εξωθούν τους ελληνόπαιδες στην ακολασία. Στόχος της Ιεράς Συνόδου είναι οι δημοτικιστές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Μεταξύ άλλων «εθνοκτόνων και ψυχοφθόρων εμπνεύσεων» αναφέρεται απόσπασμα από το «Φως που καίει» του Βάρναλη και γίνεται ρητή μνεία του ονόματός του.
Στο ίδιο Αρχείο βρίσκουμε συγκινητικές πρωτοχρονιάτικες ευχές από πολιτικούς κρατουμένους των φυλακών της Αίγινας προς τον «δάσκαλο» Βάρναλη: «Μπάρμπα Κώστα καλή χρονιά και πάντα γερός και δυνατός. Με αγάπη Στάθης. Φυλ. Αίγινας, Πρωτοχρονιά 1959» διαβάζουμε στο εσωτερικό της μιας, φιλοτεχνημένης από τους κρατουμένους, με φόντο τον ασφυκτικό χώρο του κελιού της φυλακής και το φως του άστρου της Βηθλέεμ που γλιστρά στο εσωτερικό μέσα από κάγκελα του στενού παραθύρου.
Τα Χριστούγεννα του Σεφέρη

Παραμονή Χριστουγέννων του 1949, ο Γιώργος Σεφέρης, από το διπλωματικό πόστο του στην Αγκυρα γράφει στον Ανδρέα Καραντώνη. Με αφορμή την αργία των γιορτών, αν κι έχει αφήσει πολλές υποχρεώσεις στην άκρη, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για το έργο του, να κάνει διευκρινίσεις, να δώσει πληροφορίες στον «επίσημο κριτικό της γενιάς του 1930», όπως συνηθίζεται να αποκαλούν τον Καραντώνη οι ιστορικοί της λογοτεχνίας: «Αγαπητέ μου Αντρέα, Κάμποσες μέρες που έλαβα τη μελέτη σου για την Κίχλη. Tη διάβασα προσέχοντας δυο πράγματα: τις απορίες σου και τα σημεία όπου διάκρινα ατόφια τη συγκίνησή σου, είτε από τούτο το ποίημα είτε από άλλα προηγούμενα. Χάρηκα που πρόσεξες τον «Τελευταίο Σταθμό». Είναι ένα ποίημα που απορρόφησε κάμποση πείρα και πίκρα μιας εποχής της ζωής μου…» Διορθώνει διακριτικά τις κρίσεις του Καραντώνη: «…δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου όταν λες λ.χ. πένθιμο χιούμορ· σοβαρό χιούμορ μπορεί να είναι πιο κοντά στην αλήθεια». Του δίνει πραγματολογικές πληροφορίες για τις συνθήκες της συγγραφής του Μυθιστορήματος. Τοποθετεί την Κίχλη στο σύνολο της παραγωγής του. Στο τέλος, «καταριέται», λέει, τον Καραντώνη που με τη μελέτη του τον παρακίνησε να σταματήσει και να σκεφθεί και να γράψει για το έργο του, διότι «Ο μόνος τρόπος να εξηγεί κανείς τον εαυτό του είναι να προχωρεί παρακάτω». Παρ’ όλα αυτά, ο σε όλα προσεκτικός και μεθοδικός Σεφέρης ετοιμάζει μεγάλη επιστολή-ανάλυση της Κίχλης προς πολλαπλούς αποδέκτες. «Οπως κι αν είναι πέρασα κάμποσες ώρες με τη συντροφιά σου. Να ‘σαι γερός κι ευτυχισμένος με τον καινούργιο χρόνο» αποχαιρετά τον κριτικό του.

Οι επιστολές του Δημήτρη Μητρόπουλου




Από τη Νέα Υόρκη, τον Δεκέμβριο του 1959, ο Δημήτρης Μητρόπουλος γράφει στη φίλη του Καίτη Κατσογιάννη. Την επιστολή υπαγορεύει στη γραμματέα του στα αγγλικά. Δεν είναι η πρώτη φορά. Συχνά απολογείται στην Καίτη που δεν της γράφει απευθείας ο ίδιος. «Dearest Katy, your big box of delicacies arrived in time to wish me a Merry Christmas…». [Αγαπημένη Καίτη, το μεγάλο κουτί με τις λιχουδιές έφθασε εγκαίρως για να μου ευχηθεί Καλά Χριστούγεννα.] Της εξηγεί ότι ο ίδιος ήταν πολύ απορροφημένος από τα δικά του βάσανα για να σκεφτεί μια αντίστοιχη χειρονομία. Εχει ήδη υποστεί το δεύτερο σοβαρό καρδιακό επεισόδιο και η υγεία του είναι ακόμη αβέβαιη. Οσο γράφεται τούτη η επιστολή, φθάνει άλλο γράμμα της Καίτης και ο Δημήτρης ολοκληρώνει το δικό του στην πίσω όψη του δακτυλόγραφου χειρόγραφα, στα ελληνικά «Καλά Χριστούγεννα και στις δυο σας [στην Καίτη και στην αδελφή της Ελένη]. Πάντα αγαπημένα. Δημήτρης».
Κάποια άλλα, πιο ανέμελα Χριστούγεννα του 1955 την ευχαριστεί για το δώρο της, ένα μεγάλο μαξιλάρι για την πολυθρόνα του. Την προηγούμενη χρονιά τού είχε στείλει μια φλοκάτη που ζεσταίνει τα πόδια του. Το 1953, μετά το πρώτο καρδιακό επεισόδιο, η Καίτη τού στέλνει δώρο ένα κομπολόι, για να σταματήσει το κάπνισμα. Εκείνος την ευχαριστεί. Κάθε χάντρα είναι κι ένας θρήνος για τα τσιγάρα που δεν καπνίζει, της γράφει.
Κουμανταρέας – Βασιλικός στη Θεσσαλονίκη
Δυο άλλοι φίλοι, ο Μένης Κουμανταρέας και ο Βασίλης Βασιλικός, συναντιούνται στη Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα του 1956 και φωτογραφίζονται μαζί στην πλατεία Αριστοτέλους στη διάρκεια μιας βραδινής εξόδου τους παρέα με μια φίλη του Βασιλικού. Η φωτογραφία υπάρχει τώρα στο Αρχείο του Βασιλικού στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. «Είχε ανέβει ο Μένης στη Θεσσαλονίκη για να με δει» θυμάται ο Βασίλης Βασιλικός. «Η ομίχλη, η καταχνιά, το πούσι της παραλίας του άρεσε, ήταν ρομαντικός. Μας έβγαλε τη φωτογραφία ένας πλανόδιος φωτογράφος. Δεν υπήρχαν τότε σέλφι» σχολιάζει στο «Βήμα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ