Αναγέννηση (1): Η λέξη έχει διαφορετικό περιεχόμενο όταν χρησιμοποιείται στο πλαίσιο μιας συζήτησης που αφορά αντιπολιτευόμενο κόμμα από τη χρήση που γίνεται για να προσδιοριστεί ένας μελλοντικός αισιόδοξος ορίζοντας με βάση τις πολιτικές της «πρώτης φοράς Αριστερά» κυβέρνησης. Στο πλαίσιο της αντιπολίτευσης άλλη είναι η εμβέλεια του όρου όταν χρησιμοποιείται από την ηγεσία ή από στελέχη της ΝΔ και άλλη όταν χρησιμοποιείται από ένα μικρότερο κόμμα.
Σήμερα θα σχολιάσουμε το γεγονός ότι τρεις, συμπαθέστατοι κατά τα άλλα υποψήφιοι για την προεδρία του ΠαΣοΚ διεκδικούν την ψήφο όσων βούλονται προσέλθειν με δηλώσεις, άρθρα και συνεντεύξεις, όπου κύριο ρόλο παίζει η λέξη «αναγέννηση». Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Οποιος μιλάει για αναγέννηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τη λέξη νεκρανάσταση. Για να αναγεννηθεί κάτι πρέπει, κατά την άποψή μας, να έχει πεθάνει. Σε ό,τι αφορά το ΠαΣοΚ είναι κοινό μυστικό ότι η αγωνιώδης προσπάθεια του τελευταίου τετραγώνου της παλιάς φρουράς έχει ελάχιστες πιθανότητες να επιτύχει την εκ νέου είσοδό του στο Κοινοβούλιο. Ολο και περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σε ενδεχόμενες νέες εκλογές, όποια και αν είναι η ηγεσία του, είναι απίθανο να πετύχει το μαγικό 3% που σε μεταβάλλει από ΜΚΟ σε πολιτικό κόμμα. Γι’ αυτό ίσως ο ως τώρα μαχητικός και ριψοκίνδυνος, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορείας, πρόεδρός του εγκατέλειψε το πεδίον της μάχης. Επήλθε το Βατερλό. Το σημερινό ΠαΣοΚ είναι απλώς μια άχαρη, χωρίς προοπτικές, ανάμνηση του πάλαι ποτέ πλειοψηφικού κινήματος των μη προνομιούχων.
Δεν έχουμε την αλαζονική πρόθεση να γράψουμε εδώ μια σύντομη ιστορία του ΠαΣοΚ. Χωρίς τον Ανδρέα Παπανδρέου, την ελπίδα που δημιούργησε και την ακούραστη και πολλές φορές ανιδιοτελή προσφορά χιλιάδων στελεχών του η Ελλάδα θα ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση.
Χωρίς τα λάθη και τις αδυναμίες του ΠαΣοΚ η Ελλάδα θα ήταν πιο μπροστά και θα είχε αποφύγει ίσως μερικά από τα οδυνηρά στοιχεία της κρίσης που ζούμε σήμερα. Βέβαια κενό εξουσίας δεν νοείται σε ένα οργανωμένο κράτος δικαίου. Κάποιος θα κυβερνούσε. Αν όμως κάνει κανείς μια καλόπιστη κριτική των θέσεων που δηλώνονταν σε όλες ανεξαιρέτως τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες του ΠαΣοΚ, είτε από τη ΝΔ είτε από την κάθε μορφής Αριστερά, θα διαπιστώσει ότι όλες τους οι θέσεις και προτάσεις ήταν έντονα προσανατολισμένες προς την κατεύθυνση της φαυλοκρατίας, της ρουσφετολογίας και της πολιτικής πελατείας. Η αντιπολίτευση ήταν πάντα χειρότερη από το ΠαΣοΚ και αυτό αποδείχθηκε περίτρανα κάθε φορά που δόθηκε από το εκλογικό σώμα η ευκαιρία σε μια άλλη πλειοψηφία να κυβερνήσει.
Τα μεγάλα κόμματα ιστορικής σημασίας όπως το ΠαΣοΚ συνήθως δεν οδηγούνται στο περιθώριο από λανθασμένες επιλογές που αφορούν την πράξη ή τις αδυναμίες της εκάστοτε ηγεσίας τους. Χάνουν την επαφή με την κοινωνική συμμαχία που αρχικά τα στήριζε από θεμελιώδεις επιλογές τους όταν πέσουν στη δίνη μιας γενικότερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι θεμελιώδεις αδυναμίες του ΠαΣοΚ;
Ο ηγέτης του ΠαΣοΚ όσο ζούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ακόμη και όταν είχε κλονιστεί η υγεία του και είχε φθαρεί η ιδεολογική και προσωπική του καθαρότητα από μια σειρά συγκεκριμένα σκάνδαλα, ήταν αναμφισβήτητα αυτός. Το ΠαΣοΚ ήταν δικό του. Το είχε δημιουργήσει, το είχε προσανατολίσει. Εκατοντάδες στελέχη τον είχαν για παράδειγμα. Οταν ήρθε η ώρα της διαδοχής, όλοι οι υποψήφιοι εκπροσωπούσαν ένα μέρος μόνο από την επιρροή αυτής της ιστορικής προσωπικότητας. Οικονομικά συμφέροντα, προσωπικές φιλοδοξίες, οργανωμένες συντεχνίες και παρεξηγημένες ελπίδες έπαιξαν ρόλο για να διαμορφωθεί η καλύτερη δυνατή τότε πλειοψηφία γύρω από τον Κώστα Σημίτη. Αργότερα, κάθε φορά που τα πράγματα χειροτέρευαν, ο ηγέτης του χώρου εγκατέλειπε το πεδίο της μάχης και παρέδιδε την ηγεσία –έδινε το δαχτυλίδι –σε κάποιον που ήταν σαφώς ανεπαρκέστερος. Το κόμμα ήταν φυσικό να ακολουθήσει μια πορεία απομάκρυνσης από τις βασικές αρχές και ιδέες που είχαν διαμορφώσει την ιδιαιτερότητά του. Ολοι οι διάδοχοι του Ανδρέα Παπανδρέου, με την εξαίρεση ίσως του Κώστα Σημίτη, εκλέχθηκαν ως πρόσωπα και όχι γιατί εξέφραζαν τη μία ή την άλλη άποψη για το μέλλον του κόμματος και της χώρας. Πρώτα ψηφίζαμε τον Γιώργο ή τον Βαγγέλη και μετά περιμέναμε να δούμε τι έχουν να μας πουν. Αυτό επαναλαμβάνεται και σήμερα στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο.
Για να ξεπεραστεί αυτός ο παθολογικός αποπροσανατολισμός πρέπει στο μέλλον στα συνέδρια οποιουδήποτε σχηματισμού θέλει να διεκδικήσει την πλειοψηφική εκπροσώπηση του ευρύτατου χώρου της δημοκρατικής παράταξης να εμφανίζονται συγκροτημένες, θαρραλέες και όσο γίνεται πιο πλήρεις θέσεις και να ψηφίζονται αυτοτελώς. Πρόεδρος του φορέα αυτού θα είναι αυτός που υιοθετεί και εκφράζει τις συγκεκριμένες απόψεις που πλειοψήφησαν στο συνέδριο.
Είναι σαφές ότι η διαδικασία που περιγράφουμε θα γίνεται ενιαία και με αυτή τη σειρά: θέσεις, μέλη της κεντρικής επιτροπής, πρόεδρος στον πιο υποψιασμένο και πολιτικοποιημένο χώρο έκφρασης απόψεων που είναι το συνέδριο. Είναι δημαγωγία, λαϊκίστικη παρεκτροπή και επικοινωνιακή ευκολία να ψηφίζουμε ονόματα που σε συνθήκες παρακμής εκφράζουν απλώς την καταγωγή και όχι την αξία του συγκεκριμένου ατόμου. Είναι απαράδεκτο η πιο υπεύθυνη πράξη ενός συνεδρίου που είναι η επιλογή της ηγεσίας να γίνεται από ένα εκλογικό σώμα στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετέχει. Οποιοι στο μέλλον φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν τον φορέα που θα εκφράσει τη Μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη, που αντιστοιχεί στην κοινωνική πλειοψηφία που εκφράζει τον λαό αυτής της χώρας και που είναι το Κέντρο και η Δημοκρατική Αριστερά, θα πρέπει να υιοθετήσουν αυτές τις θέσεις. Ως τότε αρχαιρεσίες όπως η σημερινή θα έχουν απλώς κωμικό χαρακτήρα και όσοι συμμετέχουν θα είναι συνένοχοι στην αβελτηρία που αφήνει τον χώρο αδέσποτο για να λεηλατηθεί από τη μία και την άλλη πλευρά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ