«Η Δημοκρατική Αριστερά πρέπει να αποκτήσει ξανά το διακριτό της πολιτικό πλαίσιο με βάση τις αρχές της ανανεωτικής αριστεράς και του δημοκρατικού σοσιαλισμού», δηλώνει ο υποψήφιος πρόεδρος του κόμματος Θανάσης Θεοχαρόπουλος στη συνέντευξη που παραχώρησε στο vima.gr.
Το περιθώριο των συνεργασιών μας με τις δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού, σημειώνει, συναρτάται με το βαθμό που θα διαφοροποιηθούν από τις συντηρητικές πολιτικές και θα αντιπαρατεθούν στον νεοφιλελευθερισμό. «Ο εθνικολαϊκισμός και ο αριστερισμός εγκλωβίζουν την χώρα σε αδιέξοδα, χρειάζεται άμεση διέξοδος με μία προοδευτική πολιτική», επισημαίνει. Ο κ.Θεοχαρόπουλος τοποθετείται κριτικά απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα και στην διακυβέρνηση του και εξηγεί τι πήγε στραβά στις διαπραγματεύσεις της ΔΗΜΑΡ με τον ΣΥΡΙΖΑ πριν από τις εκλογές.
«Ο Πρωθυπουργός», δηλώνει, «και κυρίως το κόμμα του, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνουν ακόμη να έχουν αποφασίσει ποια πολιτική τελικά θα ακολουθήσουν. Υπάρχουν παλινδρομήσεις που επιφέρουν ζημιές στην πραγματική οικονομία». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτει, είχε αποδεχθεί μία προγραμματική συμφωνία, προοδευτική μεταρρυθμιστική και αριστερή, χωρίς ανέφικτους στόχους, σήμερα οι εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές για την χώρα.
–Έτσι όπως διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό έπειτα από δύο εκλογικές αναμετρήσεις που ανέτρεψαν το σύστημα της Μεταπολίτευσης εκτιμάτε ότι υπάρχει θέση για τη ΔΗΜΑΡ ;
«Οι παθογένειες του συστήματος της μεταπολίτευσης δεν έχουν ανατραπεί. Δεν χρειάζεται ο τόπος σήμερα έναν αναπαλαιωμένο διπολισμό, μία καρικατούρα δικομματισμού. Πρέπει επιτέλους να λέμε αλήθειες χωρίς να μετράμε το πολιτικό και κομματικό κόστος. Να ανατραπεί το σύστημα των πελατειακών σχέσεων. Να σταματήσουν τα κόμματα προεκλογικά να υπόσχονται τα πάντα στους πάντες και μετά να αναιρούν τις υποσχέσεις αντιμετωπίζοντας τους πολίτες ως πελάτες. Χρειάζεται να ξεφύγουμε από τον λαϊκισμό από όπου και αν προέρχεται. Αυτά ήταν χαρακτηριστικά της μεταπολίτευσης που τα εξέθρεψαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και δυστυχώς τα αναπαράγει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο υπάρχει θέση για μία προοδευτική αριστερή δύναμη που θα απαντάει στις προκλήσεις της εποχής. Η πορεία των πολιτικών εξελίξεων δείχνει ότι η Δημοκρατική Αριστεράς έχει να προσφέρει στην χώρα. Η προηγούμενη κυβέρνηση προχώρησε σε απορρυθμίσεις, η νέα κυβέρνηση έχει πολλά αντιμεταρρυθμιστικά στοιχεία στην πολιτική της. Εδώ ακριβώς είναι ο ρόλος της Δημοκρατικής Αριστεράς, ως ανανεωτική και μεταρρυθμιστική δύναμη της αριστεράς. Χρειάζεται όμως να γίνει το τολμηρό βήμα προς μία προοδευτική πολιτική και όχι προς την συντήρηση κατεστημένων δομών. Να γυρίσουμε σελίδα. Σε αυτή την πρόκληση πρέπει να απαντήσουμε θετικά με στόχο να είμαστε χρήσιμοι στην κοινωνία»
–Αν εκλεγείτε θα πάρετε πρωτοβουλίες για την συνεργασία της ευρύτερης Κεντροαριστεράς, θα στρίψετε το τιμόνι προς τα Αριστερά ή επιμείνετε στην αυτόνομη πορεία της ΔΗΜΑΡ;
«Εφόσον εκλεγώ θα πάρουμε πρωτοβουλίες συλλογικά προς την κατεύθυνση επαναφοράς του ανανεωτικού και μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα του κόμματος. Την κατεύθυνση των ιδρυτικών μας αρχών και ιδεών και όχι την κατεύθυνση ετεροπροσδιορισμού. Η Δημοκρατική Αριστερά πρέπει να αποκτήσει ξανά το διακριτό της πολιτικό πλαίσιο με βάση τις αρχές της ανανεωτικής αριστεράς και του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Δεν έχει νόημα να μιλάμε για συνεργασίες αν δεν αποσαφηνίσουμε το πολιτικό μας στίγμα και δεν οριοθετήσουμε τον πολιτικό μας χώρο ώστε να μπορέσουμε να είμαστε χρήσιμοι στην κοινωνία. Η κρίση δεν θα ξεπεραστεί αν δεν προωθηθεί μία πραγματικά προοδευτική πολιτική. Στη συνέχεια, η διαδικασία συνάντησης με τις δυνάμεις που θα ανταποκριθούν στο αίτημα για μία βιώσιμη και μεγάλη προοδευτική πλειοψηφία μπορεί να αποτελέσει στοιχείο των πολιτικών λύσεων της επόμενης περιόδου. Η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Υπάρχει ανάγκη εθνικής συνεννόησης. Αν δεν υπάρξει εθνική συνεννόηση τώρα, πότε θα υπάρξει; Η Δημοκρατική Αριστερά δεν θα έχει φοβικά σύνδρομα, θα είναι ανοιχτή σε συνεννοήσεις και συνεργασίες στη βάση όμως αρχών και προγραμματικών θέσεων. Η πορεία της χώρας, στη βάση και της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο και για τις συνεργασίες. Το περιθώριο των συνεργασιών μας με τις δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού συναρτάται με το βαθμό που θα διαφοροποιηθούν από τις συντηρητικές πολιτικές και θα αντιπαρατεθούν στον νεοφιλελευθερισμό. Ο εθνικολαϊκισμός και ο αριστερισμός εγκλωβίζουν την χώρα σε αδιέξοδα, χρειάζεται άμεση διέξοδος με μία προοδευτική πολιτική».
–Ήσασταν από τους πρωταγωνιστές της προσπάθειας συνεννόησης της ΔΗΜΑΡ με τη Δημοκρατική Παράταξη αρχικά και με τον ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια. Βλέποντας τα πράγματα από απόσταση τι θα λέγατε ότι δεν πήγε καλά;
«Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης πριν 10 μήνες έστειλε σχετικές επιστολές προς το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, όπως και προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Πράσινους. Το Ποτάμι δεν είχε αποδεχθεί τον διάλογο. Με το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε ένας διάλογος, όπου υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες καθώς τότε συμμετείχε στην κυβέρνηση ενώ η ΔΗΜΑΡ ήταν στην αντιπολίτευση. Υπήρξε προσπάθεια συνεννόησης, όμως η Δημοκρατική Αριστερά είχε ταχθεί υπέρ της πολιτικής αλλαγής, κατά της συντηρητικής πολιτικής που εφάρμοζε η προηγούμενη κυβέρνηση και καταψήφιζε νομοσχέδια τα οποία το ΠΑΣΟΚ υποστήριζε. Με τον ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε από το καλοκαίρι του 2014 μία συζήτηση βάσει συγκεκριμένης προγραμματικής ατζέντας που βασίζονταν στα προγραμματικά σημεία των επιστολών των Προέδρων της ΔΗΜΑΡ και του ΣΥΡΙΖΑ, αντίστοιχα. Υπήρξε η προσπάθεια συνεννόησης και το σχέδιο κοινής προγραμματικής διακήρυξης-συμφωνίας θα ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής. Τελικά όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ξαφνικά επέλεξε να συνεργασθεί μόνο με όσους συμφωνούσαν απόλυτα στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Εμείς δεν ανήκαμε και δεν ανήκουμε σε αυτή την κατηγορία και η προγραμματική συζήτηση των δύο κομμάτων δεν είχε αυτό ως στόχο. Σήμερα, οι εξελίξεις δείχνουν ότι η εύρεση επιπρόσθετων 11,36 δις ευρώ που απαιτεί το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης είναι μη ρεαλιστικός και ανέφικτος στόχος καθώς η χώρα παλεύει να ανταποκριθεί στις ήδη υπάρχουσες υποχρεώσεις της στο εσωτερικό και εξωτερικό. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αποδεχθεί μία προγραμματική συμφωνία, προοδευτική μεταρρυθμιστική και αριστερή, χωρίς ανέφικτους στόχους, σήμερα οι εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές για την χώρα καθώς δεν θα ήταν εγκλωβισμένος στην πιστή τήρηση του Προγράμματος Θεσσαλονίκης, ενός προγράμματος που ως προς τους οικονομικούς πόρους είναι ασύμβατο με την ύπαρξη συμφωνίας και λύσης με τους εταίρους εντός Ε.Ε. και ευρωζώνης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διαφωνίας, τόσο με το ΠΑΣΟΚ, όσο και με τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η διαχείριση του δημοσίου χρέους, ένα κεντρικό και όχι παρεμπίπτων ζήτημα. Εμείς τονίζαμε ότι είναι μη βιώσιμο και απαιτείται αναδιάρθρωση του χωρίς μονομερείς αλλά με συμφωνημένες με τους εταίρους ενέργειες, το ΠΑΣΟΚ έλεγε ότι είναι βιώσιμο και ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα γίνει διαγραφή και κούρεμα άμεσα. Σήμερα είναι χαρακτηριστικό ότι κανείς δεν μιλάει για βιώσιμο χρέος και για μονομερείς ενέργειες. Εμείς όμως προεκλογικά δεν μπορούσαμε ούτε να στηρίζουμε μία βαθιά συντηρητική πολιτική ούτε να λαϊκίσουμε και να προχωρήσουμε σε ανέφικτες υποσχέσεις».
–Πως κρίνετε την κυβερνητική πορεία του Αλέξη Τσίπρα ενός νέου πολιτικού της δικής σας γενιάς που ζητεί επιμόνως την ανανέωση στα κόμματα;
«Η ανανέωση είναι απαραίτητη και είναι υγιές φαινόμενο. Είναι απαραίτητη όμως και η ανανέωση ιδεών και πολιτικών πρακτικών και όχι η συντήρηση των ίδιων πρακτικών που μας έφεραν στην κρίση. Ο Πρωθυπουργός και κυρίως το κόμμα του, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνουν ακόμη να έχουν αποφασίσει ποια πολιτική τελικά θα ακολουθήσουν. Υπάρχουν παλινδρομήσεις που επιφέρουν ζημιές στην πραγματική οικονομία. Η κυβέρνηση εκλέχτηκε με εντολή για λύση εντός Ε.Ε. και ευρωζώνης με πιο αποτελεσματική διαπραγμάτευση. Μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει επιτευχθεί. Επιδίωξη πρέπει να είναι άμεσα μία οριστική συμφωνία, ένας προωθητικός συμβιβασμός εντός ευρωζώνης και Ε.Ε. Η κυβέρνηση αρχικά ορθά πολιτικοποίησε το ελληνικό ζήτημα, κακώς όμως δεν προετοιμάσθηκε κατάλληλα και για τις τεχνικές συζητήσεις. Έπρεπε να παρουσιάσει κοστολογημένες και συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Υποτίμησε όμως αυτό το επίπεδο διαπραγμάτευσης με αποτέλεσμα να βρεθεί σε δύσκολη διαπραγματευτική θέση. Η επικέντρωση σε θέματα επικοινωνιακής διαχείρισης, η αργοπορία στην κατάθεση κοστολογημένων εναλλακτικών προτάσεων και ο μη αποκλεισμός του ενδεχομένου πιστωτικού γεγονότος δεν βοήθησαν στην διαπραγμάτευση. Η μεταβατική συμφωνία της κυβέρνησης με τους εταίρους πριν από 3,5 μήνες ήταν σε θετική κατεύθυνση. Έγινε όμως ένα σοβαρό διαπραγματευτικό λάθος. Δεν εξασφαλίσθηκε ταυτόχρονα η χρηματοδότηση με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας. Αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι έως σήμερα δεν υπάρχει κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την ανάπτυξη, την μείωση της ανεργίας και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Σε κάθε περίπτωση, όταν κυβερνάς πρέπει να προσαρμόζεσαι με βάση τις καινούριες συνθήκες για να μην έρθεις σε αδιέξοδα, πρέπει να μην εγκλωβίζεσαι σε ανέφικτες προεκλογικές υποσχέσεις και στις πρώτες δυσκολίες να μην ξανασυζητάς για εκλογές, οι οποίες όταν δεν υπάρχει αίτημα πολιτικής αλλαγής δεν λύνουν τα οικονομικά προβλήματα. Έχει φθάσει η ώρα των τολμηρών αποφάσεων για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για έναν έντιμο συμβιβασμό με τους εταίρους. Ο Πρωθυπουργός πρέπει να αρθεί προσωπικά στο ύψος των περιστάσεων για να υπάρξει διέξοδος από το ενδεχόμενο αδιέξοδο προς όφελος της κοινωνίας και της χώρας».
.