Ο δημόσιος διάλογος είναι αντάξιος του πολιτισμού της εποχής των παραφρόνων που έχουν αναρριχηθεί στην εξουσία. Κανείς δεν πρέπει να απορεί αν αναλογιστεί ποιοι κυβερνούν αυτόν τον τόπο. Κομμουνιστές που επιζούν μετά την εξαφάνιση του κομμουνισμού παγκοσμίως. Αναρχικοί που εξασφαλίζουν τα προς το ζην από τα παχυλά επιδόματα των προνομιούχων οικογενειών τους και, τέλος, οι πιο διεφθαρμένοι και ξεφωνημένοι φαυλοκράτες και ρουσφετολόγοι των παραδοσιακών χώρων που αναρριχήθηκαν σε αξιώματα και πολιτικές δουλειές χάρη στη χαμαιλεόντεια ικανότητά τους να προσαρμόζονται και να είναι «σταθεροί οπαδοί της εκάστοτε κυβέρνησης».
Είναι φυσικό όσο αυτοί κυριαρχούν να αποφεύγουν, όπως ο Διάβολος το λιβάνι, να απαντήσουν σε μερικά θεμελιώδη ερωτήματα και να φλυαρούν ασυστόλως προσποιούμενοι ότι εντελώς δευτερεύουσες πτυχές είναι το θέμα που πρέπει να λύσει η κοινή γνώμη. Ο πολίτης, έπειτα από τρεις μήνες «Κυβέρνησης Κοινωνικής Σωτηρίας» (Κου Κου Σου), έχει κυριολεκτικά παρανοήσει. Παραζαλισμένοι από την πολυφωνία, τη φλυαρία και τις αντιφάσεις, οι πολίτες ψάχνουν να βρουν πού είναι το δίκιο, αναζητούν με αγωνία το παιδευτικό δίδαγμα που πρέπει να προκύπτει από μια ορθή διακυβέρνηση.
Ας περάσουμε σε παραδείγματα, θεμελιώδη ερωτήματα που αποφεύγουν η κυβέρνηση και η πλειονότητα των υπουργών και οπαδών της να απαντήσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, για να γίνουμε πιο εύκολα κατανοητοί.
Υπάρχει δικαίωμα κατάληψης και μονοπωλιακής χρήσης κατά το δοκούν δημόσιου χώρου; Αν το δικαίωμα του κάθε πολίτη να χρησιμοποιεί, όπως προβλέπει ο νόμος, το κοινόχρηστο αγαθό προσβάλλεται, υπάρχει τιμωρία για αυτόν που αυτοδικεί ή δίκιο έχει πάντα ο πολυπληθέστερος, ο πιο χειροδύναμος, ο νταής και ο θρασύς; Ζούμε σε οργανωμένη κοινωνία ή σε ζούγκλα; Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των δύο αλγερινών επιχειρηματιών που, έχοντας προσέλθει για δουλειές στην Αθήνα, εγκαταστάθηκαν στη «Μεγάλη Βρεταννία» και μετά βγήκαν να περπατήσουν στο κέντρο της πόλης. Είδαν ένα εντυπωσιακό κτίριο φωτισμένο, διακοσμημένο με ακατανόητες (για αυτούς) επιγραφές και άκουσαν ενθουσιώδη μουσική. Σκέφτηκαν ότι κάτι αξιοπερίεργο συμβαίνει εκεί και μπήκαν, με αποτέλεσμα όταν βγήκαν να τους συλλάβει η Αστυνομία. Ούτε αλληλέγγυοι ούτε εναντίον της εκδήλωσης ήταν. Πώς άλλωστε να συμβαίνει κάτι τέτοιο αφού δεν γνώριζαν περί τίνος επρόκειτο. Εκαναν απλώς ό,τι θα έκανε ένας αξιοπερίεργος τουρίστας σε οποιαδήποτε πρωτεύουσα ενός ευρωπαϊκού κράτους δικαίου και βρέθηκαν στη δίνη μιας πολιτικής αντιδικίας μιας χώρας που βρίσκεται σε προεμφυλιακή κατάσταση.
Δεν θα ασχοληθώ με τις περιπέτειες στην Αιδηψό της κυρίας Κωνσταντοπούλου. Είναι σαφές ότι η Κυρία της Πλατείας Συντάγματος θα μείνει στην ιστορία του πολιτικού μας συστήματος. Οχι βέβαια ως ανάμνηση μιας θετικής εξέλιξης της κοινωνίας μας και του αντιπροσωπευτικού μας θεσμού. Ας μου επιτραπεί μονάχα να εκφράσω ένα απλό παράπονο τηλεθεατή και καταναλωτή σχετικών υπηρεσιών. Η Βουλή έχει τηλεόραση. Κάκιστα! Υπάρχει η δημόσια τηλεόραση, υπάρχει πλήθος (αν υπολογίσουμε και τις τοπικές) ιδιωτικών τηλεοράσεων. Υπάρχουν, τέλος, τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας (Internet κ.ά.) από όπου θα μπορούσαν να μεταδίδονται οι εργασίες της Βουλής για όποιον θα επιθυμούσε να τις παρακολουθήσει. Εν πάση περιπτώσει, για να μην είμαστε συστηματικοί γκρινιάρηδες, το κανάλι της Βουλής μεταδίδει θαυμάσια ντοκιμαντέρ, ως επί το πλείστον δυστυχώς ξένες παραγωγές, και υπέροχα φιλμ ποιότητας. Ετσι, μετά το πιπεράτο φιλμάκι για τη Σιλβί Γκιλέμ τη Δευτέρα του Πάσχα, μας καλούσε σε όλα τα προγράμματα που δημοσιεύονταν στον Τύπο και με δικές της εξαγγελίες να δούμε το αριστούργημα «Σταυροδρόμια ζωής» του Παλαιστινίου Σκάνταρ Κόπτι και του Ισραηλινού Γιάρον Σάνι. Ετσι και εγώ το βράδυ αυτής της κατ’ εξοχήν βαρετής ημέρας που είναι η Δευτέρα του Πάσχα πήρα από νωρίς θέση για να απολαύσω αυτή την τηλεοπτική πανδαισία που θα τελείωνε μετά τα μεσάνυχτα με ένα αφιέρωμα στον Υβ Μοντάν. Καταλαβαίνετε πόσο μεγάλη ήταν η αγανάκτησή μου και η αηδία μου όταν χωρίς ντροπή, χωρίς συγγνώμη και χωρίς δικαιολογία το πρόγραμμα αυτό αντικαταστάθηκε από μιαν πολλοστή αναμετάδοση των εργασιών της επιτροπής αληταράδων που μαζεύτηκαν στην Αθήνα με έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου για να μας διδάξουν πώς «να διαγράψουμε το χρέος μας». Τουλάχιστον, αν οι προηγούμενοι προσκυνούσαν αναξιοπρεπώς κάποιους, αυτοί ήταν εκλεγμένες κυβερνήσεις και όχι περιθωριακοί τυχάρπαστοι, που δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους, αλλά προσπαθεί να μας τους επιβάλει αυθαίρετα η αβυσσαλέα Ζωή της Πλατείας Συντάγματος.
Ερώτηση: Οταν διοικούμε ένα δημόσιο μέσο ενημέρωσης είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε το πρόγραμμά του απέναντι σε όσους αποτελούν το κοινό μας ή μπορούμε να το αλλάζουμε κατά βούληση και χωρίς προειδοποίηση; Είναι πιθανόν κάποιος που τόσο ανέμελα περιφρονεί χιλιάδες πολίτες να έχει φερθεί ευγενικά σε έναν υπάλληλο πρατηρίου καυσίμων που δυστρόπησε ή ατύχησε;
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



