Ο εμπρησμός πολυκατοικίας που επρόκειτο να στεγάσει σύρους πρόσφυγες σε χωριό της Σαξονίας Άνχαλτ έχει αναζωπυρώσει τη συζήτηση στη Γερμανία για την απαγόρευση του ακροδεξιού κόμματος NPD.

Το μέχρι πρότινος άγνωστο στους περισσότερους χωριό Τρέγκλιτς στο κρατίδιο Σαξονία Άνχαλτ της Γερμανίας βρίσκεται τις τελευταίες μέρες και πάλι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Μετά την παραίτηση του δημάρχου της πόλης Μάρκους Νιρτ στις αρχές Μαρτίου έπειτα από απειλές που δέχθηκε από ακροδεξιούς ακολούθησε τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου ο εμπρησμός πολυκατοικίας, όπου τέλη Μαΐου θα φιλοξενούνταν σύροι πρόσφυγες.

Το NPD πρέπει να απαγορευτεί

Για επίθεση κατά του κράτους δικαίου έκανε λόγο στην εφημερίδα Welt ο επικεφαλής της Κ.Ο. Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών Φόλκερ Κάουντερ, ενώ μιλώντας στην Bild της Κυριακής η υπουργός Οικογενειακών Υποθέσεων Μανουέλα Σβέσιγκ μίλησε για μια πράξη δειλίας και μια φρικτή εμπρηστική επίθεση που προκαλεί λύπη. Τις εθνικές διαστάσεις της εμπρηστικής επίθεσης ανάδειξε ο υπ. Εσωτερικών του κρατιδίου της Σαξονίας Άνχαλτ Χόλγκερ Στάλκνεχτ:

«Το γεγονός ότι ένα μέλος του NPD οργάνωνε διαδηλώσεις κατά ανθρώπων που αναζητούν προστασία καταδεικνύει ότι το κόμμα αυτό πρέπει να απαγορευτεί. Δεν είναι δυνατόν ένα κόμμα που θέλει ένα διαφορετικό σύστημα και ένα διαφορετικό κράτος από αυτό που έχουμε να χρηματοδοτείται με χρήματα των φορολογούμενων».

Εντούτοις η εν εξελίξει διαδικασία απαγόρευσης του ακροδεξιού κόμματος προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις. Οι αρχές των κρατιδίων έχουν προθεσμία μέχρι τις 15 Μαΐου προκειμένου να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας. Πολιτικοί και αναλυτές είναι βέβαιοι ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.

Απέτυχε η πρώτη προσπάθεια απαγόρευσης

Το 2003, όταν ήταν καγκελάριος ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, είχε αποτύχει μία παρόμοια πρωτοβουλία της γερμανικής κυβέρνησης για απαγόρευση του NPD. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε εξετάσει ποτέ το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας, ακυρώνοντας τη σχετική διαδικασία. Αιτία αποτέλεσε τότε το γεγονός ότι μέλη του ακροδεξιού κόμματος, ακόμη και από τα ανώτερα κλιμάκια, ήταν παράλληλα πληροφοριοδότες της αστυνομίας και της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος, οι οποίοι πληρώνονταν από το κράτος με αντάλλαγμα σημαντικές πληροφορίες από το εσωτερικό του κόμματος. Στο μεταξύ αυτοί οι πληροφοριοδότες από τα ανώτερα κλιμάκια του NPD φέρονται να μην είναι πλέον ενεργοί.

Ο χρόνος θα δείξει εάν θα αποτύχει για δεύτερη φορά η απόπειρα απαγόρευσης του ακροδεξιού κόμματος. Σε αυτή την περίπτωση εκτιμάται ότι το NPD θα προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπου τα κριτήρια για την απαγόρευση κομμάτων είναι ακόμη πιο αυστηρά.