Η νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης είναι ένα πολύ ευαίσθητο και περίπλοκο ζήτημα. Τυπικά και σύμφωνα με το Σύνταγμα ακολουθείται η αρχή της δεδηλωμένης, που εκφράζεται με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από τη νεοεκλεγείσα Βουλή. Χρειάζονται τότε 150+1 βουλευτές τουλάχιστον. Ετσι σχηματίστηκε και επικυρώθηκε από τη Βουλή η σημερινή συγκυβέρνηση ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) και Ακροδεξιάς (ΑΝΕΛ).
Στην ουσία, βέβαια, πολλοί άλλοι παράγοντες δημιουργούν θετικά ή αρνητικά επιχειρήματα, ίσως όχι τόσο για το τυπικό δικαίωμα κάποιου κόμματος ή συνονθυλεύματος κομμάτων να κυβερνά όσο για την ουσιαστική αντιπροσωπευτικότητα της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που τη στηρίζει. Για να γίνει πιο κατανοητό τι εννοούμε, ας συγκρίνουμε το παράδειγμα του ΠαΣοΚ το 1981 με εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές.
Τότε το ΠαΣοΚ είχε πάρει σχεδόν 50% των ψήφων, δηλαδή 2,7 εκατομμύρια ή επί των εγγεγραμμένων 37%. Ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει μόνο 36% με 2,2 εκατομμύρια και επί των εγγεγραμμένων μόλις 22%. Σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε το 1981 αποδοκιμάσει φωνές, όπως εκείνη του αείμνηστου Κουτσόγιωργα, που είχαν προσπαθήσει να μονοπωλήσουν την αντιπροσωπευτικότητα και να περιορίσουν το δικαίωμα της κριτικής που εύλογα διέθεταν όλοι οι άλλοι. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, με δηλώσεις του ίδιου του αρχηγού του, της ανεκδιήγητης Προέδρου της Βουλής και άλλων κομματικών φερεφώνων, απροσχημάτιστα προσπαθεί να πείσει ότι για μια τετραετία δικαίωμα έκφρασης έχει μόνο αυτός και οι άλλοι «αντιμνημονιακοί». Τίποτε από όσα χυδαία και κακόβουλα και συκοφαντικά χρησιμοποιούσαν για να υπονομεύσουν το καπιταλιστικό κράτος και να τσακίσουν τη ραχοκοκαλιά της ελεύθερης αγοράς στη χώρα, που ονειρεύτηκαν να μετατρέψουν σε λαϊκή δημοκρατία, δεν έχει εξάλλου γίνει αντικείμενο ανάκλησης.
Δεν είναι όμως μόνο τα ποσοτικά δεδομένα που καθορίζουν τη νομιμοποίηση. Η συνέπεια και η αποτελεσματικότητα στην εφαρμογή όσων προεκλογικά χρησιμοποίησε ένας πολιτικός σχηματισμός για να οδηγηθεί σε σχηματισμό κυβέρνησης έχουν όλο και μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης όσο περνούν οι μήνες και ενδεχομένως τα χρόνια. Εξ εφόδου είναι εύκολο, όταν ιδίως είναι χαλαρή η άμυνα του αντιπάλου, να επιτύχεις τον σκοπό σου. Η παραμονή στην εξουσία είναι πολύ πιο δύσκολο και περίπλοκο επίτευγμα. Για να θυμηθούμε τον Ναπολέοντα, «όλα μπορεί να τα κάνει κανείς με τις ξιφολόγχες εκτός από το να καθήσει επάνω τους».
Είναι κοινοτοπία να διαπιστώσουμε ότι καμία κυβέρνηση δεν υλοποιεί αναλλοίωτο και καθ’ ολοκληρίαν το προεκλογικό της πρόγραμμα. Η αποκόλληση όμως από τις προεκλογικές υποσχέσεις και δεσμεύσεις είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και περίπλοκη διαδικασία, εξαρτάται από τα αντικειμενικά δεδομένα και βεβαίως από τον βαθμό ενημέρωσης που έχει ο πολίτης για όλη αυτή την επιχείρηση, καθώς και τη σημασία που αποδίδει σε κάθε στοιχείο αλήθειας ή απόστασης από την αλήθεια που συγκροτεί την πραγματικότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία με δύο σαφείς και «αδιαπραγμάτευτες» επαγγελίες:
–Το «κούρεμα» του χρέους κατά 50% και την επιμήκυνση/ελάφρυνση των χρόνων και προϋποθέσεων πληρωμής του υπολοίπου. Η ρευστότητα που θα προερχόταν από αυτή την επιχείρηση θα οδηγούσε σε μαζικές δημόσιες επενδύσεις, που με τη σειρά τους θα έφερναν ανάπτυξη και αυξημένη απασχόληση, και θα χρηματοδοτούσε ένα πρόγραμμα κοινωνικής ανακούφισης των χειμαζόμενων στρωμάτων της κοινωνίας που θα αύξανε τη ζήτηση και θα λειτουργούσε ως κίνητρο για την αναθέρμανση της κοινωνικής δραστηριότητας.
–Την αποδέσμευση από κάθε είδους πλαίσιο ή πρόγραμμα που θα επέβαλλε η Ευρωπαϊκή Ενωση, χωρίς να τεθεί ζήτημα χρεοκοπίας της χώρας και εξόδου από την ευρωζώνη. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, είχε περισσότερο ιδεολογικό χαρακτήρα παρά ουσιαστική σημασία. Οι ανάγκες της στήριξης μιας εθνικοσοσιαλιστικής συγκυβέρνησης οδηγούσαν σε κάθε είδους νταηλίκια, απειλές για ρήξη και καραγκιοζιλίκια στις παρελάσεις.
Σήμερα, δύο μόνο μήνες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Τσίπρα, ας αναλογιστεί ο καθένας που διαβάζει αυτές εδώ τις γραμμές τι απομένει από τον πυρήνα των προεκλογικών εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ. Η νομιμοποίηση της παρούσας κυβέρνησης πάσχει αθεράπευτα και διπλά, γιατί δεν κάνει αυτά που έχει υποσχεθεί και αυτά για τα οποία ψηφίστηκε, αλλά και γιατί δεν εκπροσωπεί, ούτε κατά διάνοια, την πλειονότητα του ελληνικού λαού.
Ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους όσο είναι ακόμη καιρός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



