Τώρα που τα πράγματα πάνε όλο και καλύτερα, όπως το βεβαιώνουν όλοι οι ιθύνοντες, ήρθε στον νου μου ένα μικρό κείμενο από τους Αθλίους του Ουγκό, που ίσως μοιάζει κάπως απαισιόδοξο, αλλά μπορεί να μας προφυλάξει από την ασυγκράτητη αισιοδοξία: «Το κύμα και η σκιά».
Ενας άνθρωπος στη θάλασσα!
Και λοιπόν! Το καράβι δεν σταματάει. Φυσάει αέρας κι εκείνο ‘κεί το σκοτεινό καράβι έχει μια πορεία που είναι υποχρεωμένο να συνεχίσει. Περνάει.
Ο άνθρωπος χάνεται, ύστερα εμφανίζεται, βουλιάζει και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, καλεί, τείνει τα μπράτσα του, δεν ακούγεται· το καράβι, τρέμοντας μέσα στη θύελλα, είναι αφοσιωμένο στη μανούβρα του. Οι ναύτες και οι ταξιδιώτες ούτε που βλέπουν τον βυθισμένο άνθρωπο· το δυστυχισμένο του κεφάλι είναι μόνο μια κουκκίδα στο χάος των κυμάτων.
Στέλνει απελπισμένες κραυγές στα βάθη. Τι φάντασμα αυτό το πανί που φεύγει! Το κοιτάει, το κοιτάει με μανία. Το πανί απομακρύνεται, χλωμιάζει, μικραίνει. Πριν από λίγο ήταν εκεί, μέλος του πληρώματος, πηγαινοερχόταν στη γέφυρα με τους άλλους, είχε το μερίδιό του στην αναπνοή και τον ήλιο, ήταν ζωντανός. Μα τώρα, τι συνέβη; Γλίστρησε, έπεσε, τελείωσε.
Βρίσκεται μέσα στο τερατώδες νερό. Το μόνο που έχει κάτω από τα πόδια του είναι κενό και γκρεμό. Σχισμένα και διαμελισμένα από τον άνεμο τα κύματα, φρικτά, τον κυκλώνουν, τα βουβά κύματα της αβύσσου τον παρασύρουν, όλα τα κουρέλια του νερού, ταραγμένα, πολιορκούν το κεφάλι του, ένας όχλος κυμάτων τον φτύνει, συγκεχυμένα ανοίγματα τον ρουφάνε· κάθε φορά που βουλιάζει, διακρίνει βάραθρα γεμάτα νύχτα· απαίσια άγνωστα φυτά τον αρπάζουν, του δένουν τα πόδια, τον τραβούν προς το μέρος τους· νιώθει ότι γίνεται άβυσσος, είναι μέρος του αφρού, τα κύματα τον πετούν το ένα στο άλλο, πίνει την πίκρα, ο δειλός ωκεανός πολεμάει με μανία να τον πνίξει, το αχανές παίζει με τον ρόγχο του ανθρώπου. Ολο αυτό το νερό μοιάζει μίσος.
Κι όμως παλεύει.
Δοκιμάζει να αμυνθεί, δοκιμάζει να στηριχθεί, προσπαθεί, κολυμπάει. Αυτός, αυτή η φτωχή δύναμη που αμέσως εξαντλείται, μάχεται το ανεξάντλητο.
Μα πού είναι το καράβι; Εκεί πέρα. Μόλις ορατό στο χλωμό σκοτάδι του ορίζοντα.
Οι ριπές του ανέμου σφυρίζουν· όλοι οι αφροί τον λυγίζουν. Σηκώνει το βλέμμα και βλέπει μόνο τα μολυβένια σύννεφα. Παραστέκεται, χαροπαλεύοντας, στην πελώρια παραφροσύνη της θάλασσας. Βασανίζεται απ’ αυτήν την τρέλα. Ακούει θορύβους ξένους στον άνθρωπο, που μοιάζουν να έρχονται πέρα από τη γη και δεν ξέρει κανείς από πού, εκεί έξω, που τρομάζει.
Υπάρχουν πουλιά στα σύννεφα, όπως υπάρχουν πάνω από τις ανθρώπινες δυστυχίες, αλλά τι μπορούν για αυτόν; Πετούν, τραγουδούν και αιωρούνται, κι αυτός ψυχορραγεί. Αισθάνεται βουλιαγμένος ταυτόχρονα από τα δύο άπειρα, τον ωκεανό και τον ουρανό· ο ένας είναι τάφος, ο άλλος είναι σάβανο.
Η νύχτα κατεβαίνει, ώρες και ώρες κολυμπάει, οι δυνάμεις του εξαντλούνται. Αυτό το καράβι, αυτό το μακρινό πράγμα όπου υπήρχαν άνθρωποι, έσβησε· είναι μόνος στην τρομερή μαύρη χαράδρα, βουλιάζει, τεντώνεται, στριφογυρίζει, νιώθει κάτω από το σώμα του τα τερατώδη κύματα του αόρατου. Καλεί.
Δεν υπάρχουν πια άνθρωποι. Πού είναι ο Θεός;
Καλεί. Κάποιος! Κάποιος! Καλεί συνεχώς.
Τίποτα στον ορίζοντα. Τίποτα στον ουρανό.
Ικετεύει την έκταση, το κύμα, το φύκι, τον ύφαλο. Αλλά αυτά είναι κουφά.
Παρακαλεί τη θύελλα. Η θύελλα, απαθής, υπακούει μόνο στο άπειρο.
Γύρω του σκοτάδι, ομίχλη, μοναξιά, θύελλα και ασυνείδητη ταραχή, άγρια κύματα που διαδέχονται συνεχώς το ένα το άλλο. Και μέσα του η φρίκη και η κούραση. Από κάτω η πτώση. Κανένα μέρος να πιαστεί. Σκέφτεται τις μαύρες περιπέτειες του σώματος μέσα στο αχανές σκοτάδι. Το κρύο τον παραλύει. Τα δάχτυλά του κλείνουν και σφίγγουν και πιάνουν το τίποτα. Ανεμοι, σύννεφα, στρόβιλοι, άχρηστα άστρα! Τι να κάνει; Ο κουρασμένος τα παρατάει, ο απελπισμένος αποφασίζει να πεθάνει, εγκαταλείπει τον εαυτό του, δεν κρατιέται από πουθενά και κατρακυλάει για πάντα στα σκυθρωπά βάθη του αφανισμού.
Ω αδυσώπητη πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών! Διαδρομή με απώλειες ανθρώπων και ψυχών! Ωκεανός όπου βυθίζεται αυτό που ο νόμος εγκαταλείπει! Αποτρόπαιος αφανισμός της βοήθειας! Ηθικός θάνατος!
Η θάλασσα είναι η αμείλικτη κοινωνική νύχτα όπου η τιμωρία πετάει τους κολασμένους της. Η θάλασσα είναι η πελώρια μιζέρια.
Η ψυχή, εγκαταλειμμένη σ’ αυτό το βάραθρο, μπορεί να γίνει ένα πτώμα. Ποιος θα την αναστήσει;
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ