Η νέα ακαδημαϊκή χρονιά, που ξεκίνησε με τη θρησκευτική τελετή του Αγιασμού, βρίσκει τα πανεπιστήμιά μας σε μια κατάσταση περιδινήσεως. Η κατάσταση αυτή επικρατεί, ατυχώς, προεχόντως στα μεγαλύτερα και αρχαιότερα Ιδρύματα και έχει πολλά και ποικίλα αίτια.

Φρονώ ότι για την κατάσταση στα πανεπιστήμιά μας την κύρια ευθύνη δεν έχουν τα ίδια τα Ιδρύματα και το προσωπικό που υπηρετεί σε αυτά. Είναι αποτέλεσμα, πρωτίστως, της έωλης, ανερμάτιστης και ανεύθυνης πολιτικής που ακολούθησαν όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, με τους εκάστοτε υπουργούς Παιδείας να έχουν ως κύριο στόχο, ενίοτε και εντολή άνωθεν, να ανατρέψουν τα μέτρα που έλαβε στον χώρο των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ο προκάτοχός τους, ακόμη και αν ήταν του ίδιου κόμματος στο οποίο και αυτοί ανήκαν! Τυχόν εξαιρέσεις, αν υπήρξαν, απλώς επαληθεύουν τον κανόνα…

Δεν θα εξαιρέσω, όμως, ούτε τα κόμματα που δεν βρέθηκαν στην εξουσία. Διότι και αυτά συνέβαλαν, κυρίως με τη στείρα αντίθεσή τους να συναινέσουν σε μέτρα που θα βοηθούσαν τη δημόσια εκπαίδευση στο σύνολό της και ιδιαίτερα τα πανεπιστήμια να ορθοποδήσουν. Ετσι δεν κατορθώθηκε ποτέ να συμφωνηθεί, διακομματικά, ένα μίνιμουμ αλλαγών στη νομοθεσία για την ανώτατη εκπαίδευση, όπως είχα προτείνει από τη στήλη αυτή ήδη το 2006 («Το Βήμα της Κυριακής»,15.1.2006, σ. Α 57: «Της Παιδείας… παιδιαί»).

Τέτοιες απόψεις αποτελούν «φωνήν βοώντος εν τη ερήμω», διότι οι πολιτικές ηγεσίες ενδιαφέρονται πρωτίστως για το (μικρο)κομματικό όφελος που θα αποκομίσουν από τα μέτρα που θα λάβουν ή θα αποφύγουν να λάβουν. Και δεν τείνουν «ευήκοον ους» σε όσα προτείνονται από έγκριτους συναδέλφους και σχολιαστές, παρά μόνον από όσους περιφέρονται, ακκιζόμενοι, στους προθαλάμους της εξουσίας…

Δεν προτίθεμαι, ασφαλώς, να αναλύσω εδώ τις επί μέρους ευθύνες συνόλης της πολιτικής ηγεσίας για το κατάντημα των πανεπιστημίων μας. Εχω ήδη αναφερθεί διεξοδικώς στο θέμα αυτό σε άρθρο μου για το «δύσμοιρο ελληνικό Πανεπιστήμιο» («Το Βήμα της Κυριακής»,18.1.2009, σ. Α 50). Ηδη, όμως, στις νομοθετικές παλινωδίες προστέθηκαν δύο ακόμα ζητήματα, τα οποία δημιουργούν πρόσθετες εστίες τριβών στο ήδη τεταμένο κλίμα στα πανεπιστήμια:
Το πρώτο είναι το ζήτημα των λεγόμενων «αιώνιων φοιτητών», φοιτητών δηλαδή που έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τον προβλεπόμενο χρόνο για την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Δεν θεωρώ ότι το θέμα αυτό ήταν ή είναι το μείζον ή το φλέγον για να αντιμετωπισθεί επειγόντως. Εν τούτοις, ο νομοθέτης, το έτος 2011, έκρινε, καλώς ή κακώς, ότι οι φοιτητές αυτοί θα διαγράφονταν. Dura lex, sed lex! Ηδη, όμως, νεότερη διάταξη εισήγαγε εξαίρεση, για όσους έλαβαν μέρος σε μία τουλάχιστον εξεταστική περίοδο κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, χωρίς μάλιστα να εξετάζεται αν πέτυχαν ή αν απλώς προσήλθαν! Η εξαίρεση αυτή, όπως ήταν φυσικό, άνοιξε την όρεξη και για άλλες εξαιρέσεις και δημιούργησε, εκ του μη όντος, μία ακόμη χαίνουσα πληγή…
Το δεύτερο και πολύ σοβαρότερο ζήτημα είναι, αντί της πλήρους καταργήσεως των μεταγραφών, η διεύρυνση των κατηγοριών φοιτητών που δικαιούνται να μεταγραφούν σε άλλο πανεπιστήμιο από εκείνο στο οποίο πέτυχαν. Το μέτρο αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει δίκαιο και φιλάνθρωπο, ιδίως αφού αφορά σε οικογένειες που σπουδάζουν δύο ή περισσότερα παιδιά τους σε διαφορετικές πόλεις…
Στην πραγματικότητα, όμως, ενέχει δύο μείζονα μειονεκτήματα. Αφενός μεν οδηγεί σε συμφόρηση των κεντρικών πανεπιστημίων, που υποδέχονται ούτως ή άλλως περισσότερους φοιτητές από όσους αυτά τα ίδια πρότειναν, πράγμα που οδηγεί σε γενικευμένη υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών. Αφετέρου δε, φαλκιδεύει τον θεσμό της αριστείας, αφού οι φοιτητές που πέτυχαν, με πολύ μεγάλο κόπο, στη σχολή της προτιμήσεώς τους βλέπουν να εγγράφονται σε αυτήν, «εκ μεταγραφής», και φοιτητές με πολύ χαμηλότερες επιδόσεις στις ίδιες εξετάσεις!
Θα μπορούσε, βεβαίως, να υπάρχει και στη χώρα μας ο θεσμός των άτοκων φοιτητικών δανείων που αντιμετωπίζει στη ρίζα του το πρόβλημα της οικονομικής αδυναμίας. Ο φοιτητής δηλαδή έχει το δικαίωμα να λάβει άτοκο δάνειο για τη διάρκεια των σπουδών του, το οποίο θα εξοφλήσει αφού αποκατασταθεί επαγγελματικά. Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα διατηρεί υψηλές αποδόσεις στη διάρκεια των σπουδών του και θα τις ολοκληρώσει στον προβλεπόμενο χρόνο.
Ατυχώς, στην καταχρεωμένη χώρα μας κάτι τέτοιο φαντάζει πολυτέλεια. Αλλωστε, οι πρώτες περικοπές αφορούν πάντοτε την Παιδεία και τον Πολιτισμό!
Πολύ φοβούμαι, λοιπόν, ότι με τούτα και με εκείνα, μετά την τελετή του Αγιασμού, πολύ σύντομα θα κριθεί όλως αναγκαίο και το Μυστήριο του Ευχελαίου…

* Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ