H αναγγελία από τον Πρωθυπουργό, κατά την τελευταία ημέρα της συζητήσεως ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας του προϋπολογισμού του Κράτους, της αποφάσεως της κυβερνήσεως να χωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος, στην οποία φαίνεται ότι θα συμπεριληφθούν και διατάξεις για τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων, συνιστά την αφορμή, στην αρχή μάλιστα του Νέου Ετους, έτους ούτως ή άλλως κρίσιμου για τα πανεπιστημιακά πράγματα στη χώρα μας, να εκτεθούν ορισμένες σκέψεις σχετικώς.


Προοιμιακώς όμως είναι απαραίτητες δύο επισημάνσεις. H πρώτη αφορά στον χρόνο της αναθεωρήσεως. H αναγγελία της κυβερνητικής προθέσεως πριν καν συμπληρωθεί πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης αναθεωρήσεως, περίοδο την οποία το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 110) ορίζει ως τον ελάχιστο χρόνο, δεν είναι ασφαλώς καλός οιωνός για τη σταθερότητα της νομοθεσία στο σύνολό της. Διότι εάν για τον θεμελιώδη νόμο της χώρας, ο οποίος από το 1975 έχει γνωρίσει ήδη δύο αναθεωρήσεις (1986 και 2001), αρκεί η πάροδος του ελάχιστου χρόνου για να κινηθεί η νέα αναθεώρηση, τότε πόσο μάλλον ρευστά και ευμετάβλητα θα πρέπει να θεωρούνται τα όρια για αλλαγές στην κοινή νομοθεσία…


Δεύτερη επισήμανση συνιστά η, αυτονόητη άλλωστε, επιφύλαξη ότι μεταξύ των διατάξεων που θα προταθούν επισήμως από την κυβερνητική πλειοψηφία θα περιέχεται όντως η εν λόγω τροποποίηση για την ανώτατη εκπαίδευση και δεν θα κριθεί ότι καλύπτεται ερμηνευτικώς από τις ισχύουσες διατάξεις του Συντάγματος…


Τούτων ούτως εχόντων τίθεται το ερώτημα: Ναι ή όχι στη δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων;


H απάντηση στην ευθεία αυτή ερώτηση δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε συνάρτηση με την ενεστώσα κατάσταση, την προοπτική και τελικώς την ίδια την τύχη των δημόσιων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ειδικότερα των δημόσιων Πανεπιστημίων στη χώρα μας.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν όχι όλοι, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών διαπιστώνει ή διαισθάνεται ότι η παιδεία, ακριβέστερα η δημόσια εκπαίδευση, στη χώρα μας πάσχει. Από πολλών ετών και βαρύτατα. Και την ευθύνη ασφαλώς μοιράζονται όλες οι κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως κομματικής προελεύσεως, αλλά και η εκπαιδευτική και ειδικότερα η πανεπιστημιακή κοινότητα στο σύνολό της, που δεν αντιστάθηκε αποτελεσματικώς στην εξέλιξη αυτή.


Και βεβαίως το «mea culpa» δεν αρκεί. Προξενεί δε κατάπληξη το γεγονός ότι ένιοι πολιτικοί και πανεπιστημιακοί εμφανίζονται ανερυθριάστως τιμητές των υπαρχουσών αδυναμιών, όταν είναι γνωστό ότι οι ίδιοι εμπνεύσθηκαν ή υλοποίησαν αυτά που σήμερα καταγγέλλουν.


Είναι γνωστό, επί παραδείγματι, ότι η ίδρυση υπερβαλλόντως πολλών Πανεπιστημίων και Τμημάτων ανά την Ελλάδα υπήρξε μία πολιτική απόφαση, η οποία είχε σωρεία δυσμενών συνεπειών και τελικώς κατέληξε στην υποβάθμιση της καθηγητικής αυθεντίας και στον ευτελισμό των ίδιων των Πανεπιστημίων.


Σε αυτήν όμως την απόφαση συνήργησαν, σε αγαστή σύμπνοια, πολιτικοί όλων των κομμάτων ελαυνόμενοι από τοπικιστικά και ψηφοθηρικά κίνητρα, αλλά και η ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία είδε στην εξέλιξη αυτή νέες θέσεις εργασίας, όπου μπορούσαν να τοποθετηθούν και δεύτερης ποιότητας διδάσκοντες, πολλές φορές ελέω μιας μικρής ομάδας που διοικούσε τις τύχες των νεοπαγών αυτών Τμημάτων ή/και Πανεπιστημίων.


Επιστέγασμα των πολλών δεινών που επισώρευσαν στα δημόσια Πανεπιστήμια, κατ’ όνομα μόνο πλήρως αυτοδιοικούμενα, οι κατά καιρούς πολιτικές αποφάσεις, ήταν η άκριτη και συλλήβδην ανωτατοποίηση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, τα οποία εξομοιώθηκαν τύποις πλήρως με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, με ό,τι τούτο συνεπάγεται.


Για να υπάρξει, λοιπόν, στοιχειώδης σοβαρότητα και να μην καταντήσει να πρόκειται περί παιδιάς επιβάλλεται, επιτέλους, μια συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων, τουλάχιστον των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σε ένα μίνιμουμ αλλαγών στη νομοθεσία για την ανώτατη εκπαίδευση.


Τούτο σημαίνει, και πρέπει να λεχθεί με παρρησία, μέτρα επώδυνα και με πολιτικό κόστος. Σημαίνει επανεκτίμηση της αναγκαιότητας υπάρξεως ολόκληρων Τμημάτων ή Σχολών· σημαίνει επανεκτίμηση του ποσοστού συμμετοχής των φοιτητών στις εκλογές των πανεπιστημιακών αρχών όλων των βαθμίδων· σημαίνει επαναπροσδιορισμό της έννοιας της αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας· σημαίνει επαναφορά της υφηγεσίας ή τουλάχιστον ενός δοκιμαστικού μαθήματος για να ελέγχεται στοιχειωδώς η ικανότητα των υποψηφίων να διδάσκουν· σημαίνει καθιέρωση μιας μόνο θητείας για τις πανεπιστημιακές αρχές· σημαίνει απαγόρευση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας στην πρώτη καθηγητική βαθμίδα, με εξασφάλιση βεβαίως αξιοπρεπούς διαβίωσης των διδασκόντων· σημαίνει κατάργηση του ενός και μοναδικού συγγράμματος· σημαίνει καθιέρωση ανώτατου χρονικού ορίου για την ολοκλήρωση των δωρεάν σπουδών· σημαίνει καθιέρωση της υποχρεώσεως και για τους φοιτητές να λογοδοτούν, όπως και οι καθηγητές τους, στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα για απάδουσες στην ιδιότητά τους συμπεριφορές…


H απαρίθμηση είναι ενδεικτική και τυχαία. Είναι, όμως, ικανή να καταδείξει το μέγεθος του προβλήματος. Εάν λοιπόν, καταστεί δυνατόν να ληφθούν εκείνα τα μέτρα που θα διασφαλίσουν την προοπτική του δημόσιου Πανεπιστημίου, τότε γιατί όχι και στα μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα. Αλλιώς φοβούμαι ότι τα δημόσια Πανεπιστήμια θα έχουν πολύ σύντομα την τύχη πολλών δημόσιων σχολείων, τα οποία, δυστυχώς, κατάντησαν για εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να εγγράψουν τα παιδιά τους σε κάποιο ιδιωτικό…


Ο κ. I.M. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.