Η ιστορία λαμβάνει χώρα στη Χάβρη και είναι το χρονικό ενός τραγικού περιστατικού το οποίο «όλοι άκουσαν αλλά κανείς δεν έκανε τίποτε». Μια γυναίκα πέφτει θύμα επίθεσης νύχτα. Τη μαχαιρώνουν. Πεθαίνει. Η σορός της θα βρεθεί στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Τριάντα οκτώ άνθρωποι στη γύρω περιοχή ρωτώνται από την αστυνομία αν άκουσαν ή είδαν κάτι. Κανείς δεν είδε και δεν άκουσε τίποτε. Ετσι λένε. Ενας (Ιβάν Ατάλ) δεν θα αντέξει το βάρος στη συνείδησή του και θα παραδεχθεί ότι και άκουσε και δεν έκανε τίποτε. Οπως ακριβώς συνέβη με τους υπόλοιπους 37. Η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή γιατί αν κάποιος είχε πράγματι κάνει κάτι η γυναίκα δεν θα πέθαινε.
Παρότι προβάλλεται σε μία μόνο αίθουσα της Αθήνας (Σινέ Ψυρρή), αυτή η ταινία –που πρωτοπαίχθηκε στην Ελλάδα στις «Νύχτες Πρεμιέρας» του 2012 –επισκιάζει με άνεση τις υπόλοιπες πέντε νέες που από σήμερα προβάλλονται στις αίθουσες. Ισως επειδή με πολύ εύστοχο, καίριο αλλά και κινηματογραφικό –πάνω απ’ όλα –τρόπο μιλάει για κάτι που βιώνουμε καθημερινά, είτε θέλουμε να το παραδεχθούμε είτε όχι. Γιατί πόσες φορές έχουμε πιάσει τον εαυτό μας να αδιαφορεί μπροστά σε κάτι άσχημο που συμβαίνει μπροστά μας προκειμένου να «μην μπλέξουμε»; Πόσες φορές προτιμήσαμε να καθήσουμε ήσυχα στ’ αβγά μας από το να κάνουμε αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, αυτό που μας επιβάλλει η συνείδησή μας; Αμέτρητες.
Πάνω σε αυτή την ιδέα, στην οποία αντανακλάται η γενικότερη αδιαφορία που χαρακτηρίζει τους καιρούς μας, η απαξία για τον άνθρωπο, κινείται το φιλμ του Λουκά Μπελβό, ενός πολύ ενδιαφέροντος σκηνοθέτη, του οποίου οι ταινίες δεν είναι γνωστές στη χώρα μας (παλαιότερα είχε παιχθεί η κωμωδία «Για γέλια!» με την Ορνέλα Μούτι και τον Ζαν Πιερ Λεό).
Ο Μπελβό υφαίνει την ιστορία του με θαυμάσια ανθρώπινα υλικά και όντως όλα τα πρόσωπα, από τα πιο σημαντικά ως τα πιο ασήμαντα, έχουν ενδιαφέρον. Η φίλη (Σοφί Κιντόν) του μάρτυρα που πήρε την ευθύνη λέει ότι θα τον στηρίξει. Πόση σιγουριά όμως νιώθει για αυτό που λέει; Η έμπειρη δημοσιογράφος (Νικόλ Γκαρσιά) παλεύει για την ανάδειξη της αλήθειας. Γνωρίζει όμως πολύ καλά ότι στην τελική το μόνο που θα έχει καταφέρει είναι να τροφοδοτήσει ολόκληρη τη χώρα με μια είδηση-κράχτη του τύπου «Το σύνδρομο της Χάβρης». Ξέρει ότι κανείς ποτέ δεν θα αλλάξει. Υστερα υπάρχει και ο κυνικός (αλλά ρεαλιστής) εισαγγελέας (Ντιντιέ Σαντρ) που αρχικώς αρνείται να ασκήσει δίωξη κατά των μαρτύρων με το εξής επιχείρημα: «Αν ένας μάρτυρας δεν μιλήσει, είναι κάθαρμα. Αν όμως 38 δεν μιλήσουν, είναι ο κόσμος». Εχει δίκιο αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να αλλάξει κάτι; Και μπορεί να αλλάξει;
Και στο τέλος έρχεται η αριστουργηματική σκηνή της φρικτής ώρας της αναπαράστασης του εγκλήματος, όπου όλοι συνειδητοποιούν την ντροπή τους, αντιμέτωποι με την αλήθεια, ένα σπαρακτικό ουρλιαχτό που δεν θα ξεχάσουν ποτέ όσο ζουν. Αλλά φυσικά τώρα πια είναι αργά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ