Την παραπομπή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, λόγω μη συμμόρφωσής της με τους ευρωπαϊκούς κανόνες περί αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Κομισιόν κατηγορεί την Ελλάδα ότι με την ισχύουσα νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων στον κατασκευαστικό τομέα, έχει θεσπίσει ένα σύστημα, το οποίο καθορίζει εκ των προτέρων ποιες εργοληπτικές επιχειρήσεις μπορούν να συμμετάσχουν στους δημόσιους διαγωνισμούς.
Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι η ελληνική νομοθεσία επιβάλλει ένα σύστημα υποχρεωτικής εγγραφής σε μητρώο όλων των εγκεκριμένων εγχώριων τεχνικών εταιρειών, τις οποίες ταξινομεί σε κατηγορίες. Κάθε κατηγορία αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα κατώτατα και ανώτατα όρια προϋπολογισμού.
Όταν πρόκειται για δημόσιους διαγωνισμούς, οι αναθέτουσες αρχές έχουν τη δυνατότητα να δέχονται μόνο τις εταιρείες που είναι εγγεγραμμένες σε ορισμένες από αυτές τις κατηγορίες, ανάλογα με τον προϋπολογισμό που προβλέπεται για την προτεινόμενη σύμβαση.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, αυτό το σύστημα υποχρεωτικής εγγραφής έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείονται από τη διαδικασία υποβολής προσφορών εταιρείες που έχουν την οικονομική, δημοσιονομική, επαγγελματική και τεχνική επάρκεια, ώστε να εκτελέσουν μία σύμβαση, μόνο επειδή η χρηματοοικονομική επάρκειά τους είναι διαφορετική- συνήθως μεγαλύτερη- από τη συγκεκριμένη κατηγορία προϋπολογισμού που επιτρέπεται για τη διαδικασία.
«Κατά συνέπεια, οι εθνικές διατάξεις περιορίζουν τις δυνατότητες που παρέχει η αγορά στις επιχειρήσεις και παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό μεταξύ οικονομικών φορέων» τονίζει η Κομισιόν.
Επίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό το περιοριστικό νομικό καθεστώς παραβιάζει την οδηγία 2004/18/ΕΚ και τις θεμελιώδεις αρχές για ίση μεταχείριση και απαγόρευση των διακρίσεων στις οποίες στηρίζονται οι κανόνες της ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις.
Τέλος, σημειώνει ότι το Νοέμβριο του 2013 είχε απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στις ελληνικές Αρχές, ζητώντας την τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας που εμποδίζει την πρόσβαση οικονομικών φορέων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στις αγορές δημόσιων συμβάσεων.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχουν ληφθεί τα αναγκαία νομοθετικά μέτρα και οι περιοριστικές εθνικές διατάξεις εξακολουθούν να εφαρμόζονται.