Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύτηκε την Τρίτη η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας σχετικά με τον κώδικα δεοντολογίας που θα ορίζει τη διαδικασία αναδιάρθρωσης των προβληματικών δανείων, ο οποίος θα τεθεί σε ισχύ από το 2015.

Με την απόφαση αυτή καθορίζεται και το χρονοδιάγραμμα που οφείλουν να ακολουθήσουν οι τράπεζες για την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση και αντιμετώπιση των επισφαλειών.

Ειδικότερα, μέχρι τις 30 Ιουνίου οι τράπεζες θα πρέπει να συστήσουν διοικητικά όργανα για την παρακολούθηση των καθυστερήσεων (ΔΟΚ) και την καταγραφή της στρατηγικής διαχείρισης των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΣΔΚ).

Έως τις 30 Σεπτεμβρίου θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η αναβάθμιση των συστημάτων και η ολοκλήρωση των λειτουργικών απαιτήσεων (σχεδιασμός τύπων ρύθμισης, σχεδιασμός μεθοδολογιών αξιολόγησης, κλπ), ώστε όλα να είναι έτοιμα στις 31 Δεκεμβρίου για την έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Δεοντολογίας.

Ο νέος κώδικας

Σημειώνεται ότι ο νέος κώδικας δεοντολογίας θα διαμορφωθεί στην τελική του μορφή από το υπουργείο Ανάπτυξης, προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή από τη νέα χρονιά.

«Στόχος του κώδικα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι να βρεθεί η κατάλληλη λύση μέσα από μια σχέση ειλικρίνειας/εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών» υπογραμμίζει στέλεχος συστημικού ομίλου, προσθέτοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν προσδιορίζεται από τη νομισματική αρχή ποια λύση πρέπει να επιλεγεί κάθε φορά.

Με το «βιβλίο οδηγιών», όπως προσομοιάζουν τον κώδικα τραπεζικά στελέχη, καθορίζονται τρεις συγκεκριμένες παράμετροι της διαδικασίας μιας ρύθμισης:

Πρώτον τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν και δεύτερον οι σχετικές προθεσμίες και τρίτον το ελάχιστο περιεχόμενο ενημέρωσης που αμοιβαία οφείλουν να παρέχουν και οι δύο πλευρές.

Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται ότι θα αξιολογούνται σωστά οι κίνδυνοι και η ικανότητα αποπληρωμής κάθε δανειολήπτη, είτε πρόκειται για φυσικό πρόσωπο είτε για επαγγελματία ή επιχείρηση, προς εξεύρεση της καταλληλότερης ρύθμισης.

Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εκπονήσει σχέδιο οργανωτικών απαιτήσεων που θα θεσπιστούν με Πράξη της Εκτελεστικής της Επιτροπής προκειμένου να αξιολογεί τον βαθμό κατά τον οποίο οι τράπεζες έχουν επαρκώς αναπτύξει την υποδομή για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Κώδικα.

Στο πλαίσιο αυτό, κάθε τράπεζα πρέπει να τηρεί πλήρες αρχείο για ελάχιστη περίοδο έξι ετών από την ημερομηνία που κάθε στοιχείο περιήλθε στην κατοχή της και όλα τα στοιχεία κάθε δανειολήπτη για τουλάχιστον έξι έτη μετά τη λήξη της συνεργασίας της με αυτόν.

Οι λύσεις αναχρηματοδότησης

Η Τράπεζα της Ελλάδος στον κώδικα δεοντολογίας έχει συμπεριλάβει όλες τις πιθανές λύσεις αναχρηματοδότησης που μπορούν να εφαρμοστούν, χωρίς ωστόσο να μπαίνει στην ουσία των ρυθμίσεων.

Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη αρμοδιότητα για τη συγκεκριμενοποίηση των εργαλείων που θα χρησιμοποιούνται έχει το Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.

Αναλυτικότερα, ανάλογα με τον χαρακτήρα της ρύθμισης προτείνονται τα εξής:

Βραχυπρόθεσμες λύσεις:

α) Τόκοι μόνο κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμης περιόδου.

β) Μειωμένες τοκοχρεολυτικές δόσεις κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμης
περιόδου.

γ) Περίοδος χάριτος.

δ) Αναβολή πληρωμής δόσης/δόσεων.

ε) Τακτοποίηση καθυστερούμενου υπολοίπου.

στ) Κεφαλαιοποίηση καθυστερήσεων.

Μακροπρόθεσμες λύσεις:

Σε αυτές περιλαμβάνονται τα σχέδια αποπληρωμής η διάρκεια των οποίων ισούται ή υπερβαίνει τα πέντε έτη.

Ειδικότερα, προτείνονται:

α) Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου.

β) Αλλαγή τύπου επιτοκίου (π.χ. από κυμαινόμενο σε σταθερό).

γ) Παράταση της διάρκειας.

δ) Διαχωρισμός ενυπόθηκου δανείου σε:

i. Ενα βιώσιμο δάνειο με εμπράγματη εξασφάλιση, το οποίο ο δανειολήπτης αποπληρώνει με βάση την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής.

ii. Υπόλοιπο του δανείου, στο οποίο δεν λογίζονται τόκοι έως μια μεταγενέστερη ημερομηνία αποπληρωμής.

ε) Πρόσθετη εξασφάλιση από τον δανειολήπτη, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης λύσης ρύθμισης.

στ) Λειτουργική αναδιάρθρωση επιχείρησης.

ζ) Συμφωνίες ανταλλαγής χρέους με μετοχικό κεφάλαιο.

Λύσεις οριστικής διευθέτησης:

Ως λύση οριστικής διευθέτησης ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους της συμβατικής σχέσης μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής, αποσκοπώντας στην οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του ιδρύματος έναντι του δανειολήπτη.

Οι λύσεις που προτείνονται περιλαμβάνουν τα εξής:

α) Εθελοντική παράδοση ενυπόθηκου ακινήτου στο πλαίσιο ευρύτερης ρύθμισης.

β) Μετατροπή σε χρηματοδοτική μίσθωση, με την οποία ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στο ίδρυμα και υπογράφει μια σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης για ελάχιστη χρονική διάρκεια (συνήθως πέντε έτη).

γ) Πώληση και ενοικίαση, με την οποία ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου, αποπληρώνοντας μέρος ή το σύνολο του δανείου.

Η συμφωνία μπορεί να συνοδεύεται με παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο για κάποια ελάχιστη χρονική διάρκεια έναντι μισθώματος (συνήθως για μια ελάχιστη περίοδο τριών ετών).

δ) Μεταβίβαση του δανείου.

ε) Αντικατάσταση παλαιού δανείου με νέο μικρότερου υπολοίπου.

στ) Διαχείριση σε εκκαθάριση στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.

ζ) Ρευστοποίηση εξασφαλίσεων.