Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ
Αριστοτέλης Ζάχος και Josef Durm –
Η αλληλογραφία ενός πρωτοπόρου
αρχιτέκτονα με τον μέντορά του 1905-1914
Εκδόσεις Ποταμός, 2013,
σελ. 360, τιμή 38 ευρώ

Ο λακωνικός τίτλος του νέου βιβλίου της Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ αφήνει πολλά περιθώρια για εικασίες (τουλάχιστον σε έναν μέσο αναγνώστη) περί του περιεχομένου του. Θα λέγαμε πάντως ότι αυτό το προϊόν μιας εντυπωσιακής έκδοσης, μόνον εφόσον διαβαστεί προσεκτικά μπορεί να θεωρηθεί ως μια σπουδαία ανάλυση τεκμηρίων, πολύτιμη για όποιον θέλει να κατανοήσει την ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενη εποχή της ευρωπαϊκής belle epoque.

Ο Γερμανός Josef Durm (1837 – 1919), αρχιτέκτων και καθηγητής στο Πολυτεχνείο της Καρλσρούης, όπως επίσης ο Αριστοτέλης Ζάχος (1871 – 1939), ένας από τους εμπνευσμένους δημιουργούς της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, είναι κατά τεκμήριο άγνωστοι σχεδόν στο ευρύ κοινό. Από την άλλη πλευρά όμως, με την απρόσμενη ανακάλυψη των επιστολών το 1997, η συγγραφέας δεν επωφελήθηκε απλά της ευκαιρίας, ως ειδική μάλιστα στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, να μας παρουσιάσει τις βιογραφίες και το έργο των δύο πρωταγωνιστών της αλληλογραφίας. Κάθε άλλο μάλιστα. Διότι συνέδεσε, σε ένα πρώτο περιεκτικό κεφάλαιο –80 περίπου σελίδων –την πολυδιάστατη εικόνα του ευρύτερου ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η φιλία των δύο αρχιτεκτόνων με τις επιμέρους δράσεις τους, επίσης με τη διαμόρφωση της στάσης τους απέναντι στα ιδεολογικά και αισθητικά ρεύματα, όπως και τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής.
Η καταγωγή της οικογένειας του Ζάχου ήταν από τη Σιάτιστα. Ενεπλάκη αυτός νέος στoν Μακεδονικό Αγώνα και στον Βαλκανικό Πόλεμο. Εξαιτίας αυτών των γεγονότων, οι σπουδές του στις Αρχιτεκτονικές Σχολές της Γερμανίας (Μόναχο, Στουτγάρδη, Καρλσρούη) δεν τελεσφόρησαν από τυπικής κυρίως απόψεως, δηλαδή στην απονομή του τελικού διπλώματος.
Στο βιβλίο αυτό δίδεται μια εμπεριστατωμένη περιγραφή των αλληλοσυγκρουόμενων ιδεολογιών του παρακμάζοντος εθνικισμού των Ευρωπαίων. Ακόμη και η πρωταγωνίστρια αυτού του κλίματος γερμανική Αυτοκρατορία του Γουλιέλμου Β’ (και του Bismarck) δεν ξέφυγε από το να αποτυπώσει στα κτίριά της αυτή τη ρευστή πραγματικότητα, με τη στυλιζαρισμένη και πομπώδη έκφραση του όψιμου ιστορισμού (για παράδειγμα η Καγκελαρία του Βερολίνου, του αρχιτέκτονα P. Wallot, 1884 – 1894).
Ο Αριστοτέλης Ζάχος ήταν κατά τούτο τυχερός ότι η θητεία του υπό τον J. Durm στην Καρλσρούη –ως φοιτητή και συνεργάτη (1901-1905) σε μεγάλα δημόσια έργα –τον έριξε στα «βαθιά νερά» μιας πραγματικότητας, όχι ευτυχώς της στείρας ακαδημαϊκής, αλλά της σμιλευμένης πάνω στο ανομοιογενές υλικό των τρεχουσών αισθητικών αντιλήψεων. Από τη μία πλευρά, η συντηρητική γραμμή του απερχόμενου αιώνα –αυτή που πίστευε ο J. Durm –η οποία αναπαρήγε διά μέσου των ιστορικών ρυθμών τις αξίες της ουμανιστικής παράδοσης, με αφετηρία της φυσικά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Από την άλλη, η αναζήτηση της νεωτερικότητας, η νεορομαντική τάση της αποδέσμευσης από τους ρυθμούς –όπως στο παράδειγμα της προοδευτικής Αγγλίας, το οποίο διέδιδε τότε στα κείμενά του ο H. Muthesius (Das englische Haus, 1904).
Μέσα σε αυτή την ιδεολογική αστάθεια ο Durm έχει στρέψει το ενδιαφέρον του στις σταθερές και διαχρονικές αξίες του πνευματικού κόσμου, στη βαθιά γνώση της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, στην Ιταλική Αναγέννηση, όμως και στην αφετηρία του ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού, γενικότερα στην αρχαιογνωσία. Εχει αναπτύξει την επιστημονική συνάφεια με τους σημαντικότερους αρχαιολόγους της Ελλάδας. Ο πυρήνας του βιβλίου της Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ, που συγκροτείται γύρω από τις επιστολές του Durm προς τον φίλο και συνεργάτη του Ζάχο (δίγλωσση απόδοση), είναι αποκαλυπτικός αυτού του αδιάπτωτου ενδιαφέροντος για τα ιστορικά μνημεία, καθώς και για τις συναφείς με την ανάδειξή τους κατευθύνσεις εκείνης της περιόδου. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί η ποιότητα της αρχικής μετάφρασης των επιστολών από τη Μ. Αλεξανδρίδου. Επίσης, η ουσιαστική επιμέλεια πάνω στα γερμανικά κείμενα και το εικονογραφημένο υλικό από τη Μ. Κασιμάτη, όπως και των αρχαιολογικών λημμάτων από τη Φ. Κοροβέση.
Αδιαμφισβήτητα, η ουσιώδης προσφορά αυτού του βιβλίου είναι ο εμπλουτισμός των γνώσεών μας για τον αποδέκτη αυτών των επιστολών. Διότι ο Αριστοτέλης Ζάχος, πέρα από τη μελέτη του για την αποκατάσταση του Αγ. Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, καθώς και τη δημιουργική διαδρομή του προς την αναβίωση μιας νεοελληνικής αρχιτεκτονικής –αντλώντας στοιχεία από τα μεταβυζαντινά και λαϊκά πρότυπα –ήταν ο μόνος ίσως που κατόρθωσε να μη διολισθήσει στις επιδερμικές γραφικότητες και τις συναφείς εξεζητημένες εκφράσεις αρκετών συναδέλφων του, της λεγόμενης γενιάς του ’30. Από την άλλη πλευρά, γίνεται αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο οι πολυσήμαντες και γόνιμες εμπειρίες του στην Ευρώπη του 1900 είχαν προσδώσει ένα ιδιάζον στοιχείο ορθολογισμού και γνωστικού βάθους μέσα στην παλλόμενη για την αρχιτεκτονική ευαισθησία του.
Ο κ. Μάνος Μπίρης είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ