Το μόνο που ξέρεις στα σίγουρα όταν βρίσκεσαι συντροφιά με τον Σταμάτη Κραουνάκη και τον Δημήτρη Μητροπάνο είναι ότι οι τολύπες του καπνού δεν πρόκειται να πάψουν να σε τυλίγουν ούτε στιγμή. Θεριακλήδες καπνιστές αμφότεροι γαρ. Μας μίλησαν καθισμένοι στον καταπράσινο κήπο του σπιτιού του Μητροπάνου, ένα ζεστό απόγευμα Κυριακής. Ηταν θερμό από πολλές απόψεις. Η πόλη έβραζε από τον αργοπορημένο ερχομό του καλοκαιριού και η πλατεία Συντάγματος ετοιμαζόταν να υποδεχτεί ένα μεγάλο πλήθος «Αγανακτισμένων», το μεγαλύτερο από την ώρα που οι πολίτες αυτής της χώρας αποφάσισαν να βγουν στους δρόμους. Λίγο πριν από το ραντεβού μας, οι δύο καλλιτέχνες είχαν ανεβεί πρόθυμα στα Νταμάρια του Ψυχικού για να φωτογραφηθούν, διότι η τέχνη απαιτεί θυσίες. Και αντοχή στον απογευματινό ήλιο. Με αφορμή την κυκλοφορία του καινούργιου δίσκου τους, με τίτλο «Εδώ είμαστε», ο οποίος συνόδευσε το «Βήμα της Κυριακής» την περασμένη εβδομάδα, μιλήσαμε, υπό τους ήχους του τιτιβίσματος των πουλιών, για τη δημιουργία εν καιρώ κρίσης, τους «Αγανακτισμένους», τις επικρίσεις που δέχτηκαν για το τραγούδι «Κατσαρόλα», αλλά και για τις φορές που έχασαν τον δρόμο τους.

Πώς αποφασίσατε να συνεργαστείτε και να φτιάξετε μαζί έναν ολόκληρο δίσκο; Ποια ανάγκη γέννησε το «Εδώ είμαστε»;

Σταμάτης Κραουνάκης: «Τα πυρά έφυγαν ταυτόχρονα και από τις δύο κατευθύνσεις. Πήρα τηλέφωνο στην εταιρεία του για να τους πω ότι έχω μια δουλειά που νομίζω ότι πρέπει να την πει ο Μητροπάνος και μου απάντησαν πως και εκείνος, δύο ημέρες πριν, είχε εκφράσει την επιθυμία να κάνει, ως επόμενο βήμα, έναν δίσκο μαζί μου. Νομίζω ότι στις δύσκολες ώρες ένα ανώνυμο, αιωρούμενο κάρμα φέρνει στο φως μια απαίτηση. Για το κοινό αίσθημα, λοιπόν, όφειλε ο Κραουνάκης να κάνει έναν δίσκο με τον Μητροπάνο. Οταν κάναμε τις πρώτες μας κουβέντες για το άλμπουμ, πήγα να δω τον Δημήτρη στη Θεσσαλονίκη όπου τραγουδούσε και είδα αυτό το ιερατικό λαϊκό ον, σε έναν χώρο κατανάλωσης 2.500 ατόμων, απολύτως εγκλωβισμένο μέσα στο προσωπικό του γίγνεσθαι εκείνη τη στιγμή, να επικοινωνεί. Κόμπλαρα. Ενιωσα ότι δεν θα είμαι σε θέση να αντεπεξέλθω, αλλά ο τρόπος με τον οποίο πυροδότησε σε μένα το ελεύθερο μου έλυσε τα πάντα».

Τι εννοεί ο κύριος Κραουνάκης όταν λέει ότι του δώσατε το ελεύθερο;

Δημήτρης Μητροπάνος: «Οτι πολύ απλά του ζήτησα να μη σκέφτεται πώς θα μπορούσα να αντιδράσω εγώ. Του ξεκαθάρισα πως ήθελα να γράψει όπως έβλεπε εκείνος εμένα, να μη σκέφτεται τι τραγούδια έχω πει. “Γράψε εσύ και εγώ θα πω ό,τι και να ’ναι”. Για μένα ήταν πολύ σημαντική η δουλειά του με την Αλκηστη Πρωτοψάλτη κατά τη δεκαετία του ’80, ο πρώτος δίσκος με τη Μοσχολιού, τα “Σκουριασμένα χείλη”, που ήταν εξαιρετικός. Μάλιστα, το ’90, είχαμε κάνει μια κουβέντα να συνεργαστούμε, αλλά δεν προχώρησε το πράγμα. Το στούντιο γενικά δεν είναι το φόρτε μου, η ηχογράφηση ενός δίσκου δεν είναι μια διαδικασία που απολαμβάνω. Αρχισα να ψήνομαι όταν μου είπαν ότι και εκείνος ήθελε να συνεργαστούμε».

Πώς ξεκομπλάρατε, κύριε Κραουνάκη, και προχωρήσατε στη δημιουργία;

Σ.Κ.: «Αρχισα να του στέλνω τραγούδια που είχα ήδη έτοιμα και πραγματικά ήμουν διατεθειμένος να γράφω συνέχεια μέχρι να καταλάβω πού πατάει η καρδιά του. Αυτό ήταν το σημάδι που περίμενα, η συνειδητοποίηση ότι κάτι αρέσει στην ψυχή του. Το πρώτο τραγούδι που διάλεξε ήταν το “Να σβήσει αυτό το φως”, ένα μπλουζ δηλαδή. Το δεύτερο η μελοποίηση του ποιήματος του Κωστή Παλαμά. Εκεί κατάλαβα ότι μπορούμε να παίξουμε σε όλα τα γήπεδα. Πρέπει να ομολογήσω ότι είχε πολύ καιρό να ανοίξει η βρύση και να μη λέει να κλείσει. Αισθανόμουν δε σαν να γράφω τον λόγο του Πρωθυπουργού. Οταν δίνεις υλικό σε έναν άνθρωπο τόσο ευρείας αποδοχής, έναν άνθρωπο που η φωνή του φτάνει όπου πατάει Ελληνας, είναι τεράστια η ευθύνη. Πρέπει να είσαι σίγουρος για το μήνυμα που θα μεταφέρει».

Κύριε Μητροπάνο, σας βαραίνει αυτή η ευθύνη; Σκέφτεστε ότι πρέπει να είστε προσεκτικός στις επιλογές σας επειδή θα σας ακούσουν πολλοί;

Δ.Μ.: «Πιο πολύ μετράει τι αρέσει σε μένα περισσότερο, όχι ότι δεν με ενδιαφέρει η επιτυχία, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Το όλο θέμα είναι στα καλά τραγούδια, αυτή είναι η κληρονομιά μας. Εν αρχή ην ο δημιουργός, ο τραγουδιστής είναι σημαντικός, μπορεί να απογειώσει ή να χαντακώσει ένα τραγούδι, αλλά και να το χαντακώσει, αν είναι καλό θα το πει κάποιος άλλος και θα κάνει την καριέρα του. Υπάρχουν φορές που κάποιοι με τους οποίους συνεργάζεσαι δεν σου επιτρέπουν να κάνεις τα πράγματα που μπορείς και θέλεις, και το πράγμα στενεύει. Τούτη εδώ είναι μία από τις ευτυχέστερες συνεργασίες που έχω κάνει. Ο Σταμάτης μού έδωσε την ελευθερία να πω με άλλον τρόπο ό,τι δεν μου κολλούσε. Ακόμη και νότες μπορούσα να αλλάξω, τρομερά σημαντικό πράγμα αυτό για έναν τραγουδιστή».

Είχατε αμφιβολίες για κάποιο από τα τραγούδια; Εγώ, φέρ’ ειπείν, ξαφνιάστηκα την πρώτη φορά που άκουσα την «Κατσαρόλα», μου φάνηκε χύμα για Μητροπάνο.

Δ.Μ.: «Καθόλου δεν το φοβήθηκα αυτό το τραγούδι».

Σ.Κ.: «Εγώ έχω ευχαριστηθεί που αποτυπώνεται ο Μητροπάνος με αυτήν τη ροκιά. Ας μη μείνουμε στο ρεφρέν, ας μείνουμε στον στίχο “φάγανε ρωγμή οι μηχανισμοί”, που για μένα είναι η μεγάλη ατάκα του τραγουδιού. Πρόκειται για νωπογραφία της εποχής. Δεν χρειαζόταν να γίνει το Σύνταγμα για να καταλάβουμε ότι έρχεται μια τέτοια ανάγκη. Πάντως, επειδή ακούστηκαν πολλά, θα ήθελα να πω ότι δεν ευθύνεται ο Λοΐζος που το “Καλημέρα ήλιε” χρησιμοποιήθηκε από το ΠαΣοΚ και μετά αποδείχτηκε ότι ήταν ένα πολύ κακό κόμμα. Η χρήση των πραγμάτων δεν είναι πάντα κάτι για το οποίο ευθύνεται εκείνος που τα δημιούργησε. Αν ταίριαξε στην περίσταση είναι επειδή και εγώ ανήκω στο κίνημα των “Αγανακτισμένων”, πολύ καιρό τώρα, και μάλιστα νομίζω ότι άργησε να γίνει η κίνηση. Είχα καταλάβει ότι έρχεται μια αντίδραση και ότι ζούμε μια σοβαρή ιστορική στιγμή. Παραδίδουμε ένα έργο σε μια εποχή που δεν είναι προτεραιότητα η αγορά ενός δίσκου. Επρεπε δηλαδή να φροντίσουμε το υλικό να “λέει”. Σε ό,τι αφορά εμένα ως συνθέτη, περίμενα να δω πώς θα ακουμπήσει η φωνή του πάνω στο κομμάτι. Οταν τον άκουσα, κατάλαβα ότι εκτοξεύουμε κάτι δυνατό».

{{{ moto }}}

Πάντως, δεν σας κατηγόρησαν επειδή αφήσατε να το χρησιμοποιήσουν. Οπορτουνισμό σάς καταλόγισαν και διάθεση για εκμετάλλευση της κατάστασης.

Σ.Κ.: «Η Αλίκη Βουγιουκλάκη μού είχε πει κάτι: “Σε αυτήν τη χώρα, αν θέλεις να επιβιώσεις, πρέπει και τα καλά και τα κακά να μπαίνουν από το ένα αφτί και να βγαίνουν από το άλλο”. Εχω δώσει μεγάλη σημασία σε αυτά τα λόγια, επειδή είμαι ένας σαφέστατα εκτεθειμένος άνθρωπος και δεν έχω κρατήσει καμία πισινή. Σίγουρα δεν περίμενα να γίνει το Σύνταγμα για να γράψω την “Κατσαρόλα”, το τραγούδι γράφτηκε οκτώ μήνες πριν και, ας μην υπερβάλλουμε, πρόκειται απλώς για ένα από τα 14 τραγούδια του δίσκου».

Κύριε Μητροπάνο, πέρα από όλη την παραφιλολογία, εσείς πώς βλέπετε το κίνημα, αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, των «Αγανακτισμένων»;

Δ.Μ.: «Κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι θετικός. Προς το παρόν πάει καλά – και οι κόρες μου εκεί είναι –, αύριο μεθαύριο δεν ξέρουμε τι θα γίνει, όχι από αυτούς που είναι κάθε μέρα εκεί, αλλά από εκείνους που θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν προβλήματα. Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Τις προάλλες πήγε στο Σύνταγμα το ΚΚΕ, και το αναφέρω επειδή εγώ εκεί ανήκω πολιτικά, με τις κόκκινες σημαίες. Κακώς, διότι όταν κάποιοι έχουν δηλώσει ότι δεν θέλουν κανένα κομματικό καπέλωμα οφείλεις να τους σεβαστείς».

Το βασικό επιχείρημα εναντίον του πλήθους που συγκεντρώνεται στις πλατείες της χώρας είναι ότι απαρτίζεται από τους ίδιους ανθρώπους που τόσα χρόνια δεν πληρώνουν τους φόρους και παρακαλούσαν για μια θέση στο Δημόσιο. Σας βρίσκει σύμφωνο αυτός ο ισχυρισμός;

Δ.Μ.: «Δεν νομίζω ότι ισχύει αυτό, ούτε πιστεύω ότι τα φάγαμε μαζί. Εχει συνειδητοποιήσει ο κόσμος τους δικούς του λάθος χειρισμούς και, εδώ και έναν χρόνο, τους έχει πληρώσει κιόλας. Εδώ όμως γίνονται περίεργα πράγματα, ο Μαντέλης ομολόγησε ότι πήρε τη “χορηγία” και καταδικάστηκε τελικά, με την κατηγορία της μη υποβολής “πόθεν έσχες”, με τριετή αναστολή και έναν χρόνο στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Ας μην τρελαθούμε και μην ισοπεδώνουμε τα πράγματα, ένα καρβέλι ψωμί να κλέψεις και σε βάζουν φυλακή. Αυτός έτσι θα τη γλιτώσει;».

Σ.Κ.: «Εγώ, όσα χρόνια ζω, δεν θυμάμαι μια κυβέρνηση να έχει πει: “Λοιπόν, παιδιά, τώρα θα περάσουμε καλά”. Ολο λιτότητα, λιτότητα, λιτότητα και ότι θα σφίξουν τα λουριά».

Δ.Μ.: «Αυτά όταν πάρουν την εξουσία. Προτού εκλεγούν ισχυρίζονται ότι τις έχουν τις λύσεις».

Και ότι λεφτά υπάρχουν.

Δ.Μ.: «Λεφτά υπήρχαν, αφού είχαν συμφωνήσει από πριν με το ΔΝΤ. Για αυτά μιλούσαν. Τώρα έχουμε το δεύτερο μνημόνιο, σε λίγο θα έρθει και το τρίτο και σε μερικά χρόνια θα πάμε σε πτώχευση. Εκεί πάει το πράγμα, αφού το σχέδιο δεν έχει αποτέλεσμα. Πόσα ακόμη να κόψεις από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους; Η κατάσταση μου θυμίζει αυτό που λένε στα χωριά: “Πάνω που μάθαμε στο γαϊδούρι να μην τρώει, ψόφησε”».

Οπότε, τι κάνουμε;

Σ.Κ.: «Πρέπει να μπει σκούπα. Να τιμωρηθούν οι ένοχοι και να γίνει μια σαφής ενημέρωση του λαού, έχουμε φτάσει στο σημείο να δίνουμε το 70% του εισοδήματός μας ενοίκιο για να ζούμε στη χώρα μας. Αυτή η πανευρωπαϊκή κίνηση που βλέπουμε στις πλατείες είναι μια καλή αρχή, διότι δεν είναι μόνο η Ελλάδα σε αυτήν τη θέση, όλος ο πλανήτης αιμορραγεί, οι λαοί πρέπει να πάρουν τις χώρες στα χέρια τους. Στη δική μας περίπτωση καλό θα ήταν να ξαναλειτουργήσει η παραγωγή. Εχουμε αφήσει τα χωράφια στο έλεος του Θεού, ενώ είμαστε μια χώρα που βγάζει τα πάντα. Εγώ θα μπορούσα να φανταστώ ακόμη και έναν συνασπισμό των μεσογειακών χωρών, με πρωτοβουλία της Ελλάδας. Εχουμε μια τεράστια δύναμη στα χέρια μας. Αντί να τακιμιάζουμε με όλες τις δυνάμεις του σκότους για να δούμε πώς θα περάσουν όπλα και ναρκωτικά από τη λιμνούλα της Μεσογείου, ας γίνει μια δυνατή μεσογειακή οικονομία, και να μην έχουν το ελεύθερο να αλωνίζουν. Εχει γίνει η Μεσόγειος πρακτορείο των διεθνών μαφιών. Τι άλλο χρειαζόμαστε; Μια ΜΚΟ να τρέξει στην επαρχία να ενημερώσει τα παιδιά που πίνουν καφέ όλη μέρα τι θα μπορούσαν να κάνουν με την πατρική τους περιουσία, τι επενδύσεις, πώς να κινηθούν επιχειρηματικά. Μια χώρα πάμπλουτη είναι νεκρή. Η Θεσσαλονίκη βιώνει σε μικρότερο βαθμό την κρίση. Εκεί το χωριό της γιαγιάς είναι κοντά και πάνε και τιγκάρουν τα πορτμπαγκάζ με ό,τι χρειάζονται. Ας μη βασίζουμε άλλο την κίβδηλη ευτυχία μας στις πιστωτικές και στα δάνεια».

Δ.Μ.: «Εγώ ήμουν αντίθετος στο να μπούμε στην ΕΟΚ εξαρχής. Τι σόι ένωση είναι αυτή που, αντί να μας παρέχει ασφάλεια, αυξάνει τις ανάγκες μας για στρατιωτικούς εξοπλισμούς για να τα κονομάει η Γερμανία; Δεν υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών της Ευρώπης. Μας δανείζουν τοκογλυφικά και μας απειλούν με ένα Τέταρτο Ράιχ, οικονομικής φύσεως αυτήν τη φορά. Δυστυχώς, δεν έχουμε άξιους πολιτικούς, ακόμη και εκείνοι που δεν φάγανε, αν δεχτούμε ότι υπήρξαν και τέτοιοι, είναι το ίδιο συνένοχοι επειδή γνώριζαν και δεν έκαναν τίποτε. Δεν έχω καταλάβει ποτέ, αυτήν την καμένη γη, που έλεγαν όλοι ότι παραλάμβαναν, και σκοτώνονταν για να την πάρουν, τι την ήθελαν αυτήν την ξεραΐλα, όπως δεν έχω καταλάβει τι τους χρειαζόμασταν τους Ολυμπιακούς. Δεν απαιτούν να πάρουν χρήματα από εκεί που υπάρχουν, επειδή δεν τολμούν να ακουμπήσουν τους ισχυρούς, να ζητήσουν τα χρωστούμενα του πολέμου από τη Γερμανία. Εγώ ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μια επιχείρηση να φορολογείται με 40% και οι τράπεζες με 10% – αυτά να μαζέψουν μόνο, καθαρίσαμε. Ξαφνικά οι δημόσιοι υπάλληλοι φταίνε για όλα τα κακά που μας έχουν βρει. Εγώ θυμάμαι ότι παλιά οι οικογένειες δεν ήθελαν τα παιδιά τους να μπουν στην πολιτική, επειδή θα έτρωγαν τις περιουσίες τους. Τώρα μπαίνουν στην πολιτική για να κάνουν περιουσίες, με μια τετραετία έχει καθαρίσει ο άλλος. Να δούμε, επίσης, ποιοι έβγαλαν τα λεφτά τους έξω. Είναι απλές οι λύσεις, απλώς δεν παίρνει κανείς την ευθύνη της εφαρμογής τους».

Οι δικές σας ευθύνες ποιες είναι; Και ποια η θέση του καλλιτέχνη μέσα στην αντάρα;

Σ.Κ.: «Ευθύνες έχουμε όλοι. Δεν είδα να κουνιούνται και οι καλλιτέχνες πολύ, θυμάμαι που ο Κατράκης και η Μελίνα έβγαιναν στον δρόμο. Πρέπει να γίνουμε άμεσοι, να ακούσουμε τον κόσμο. Από την άλλη, πρέπει να κάνουμε και τη δουλειά μας συντονισμένα. Εκπαιδεύω 25 παιδιά για την παράσταση “Αριστοφάνους 11” και βλέπω ένα πράγμα. Κανείς από τις σχολές, τους δασκάλους, τους συνεργάτες τους δεν έχει φροντίσει να τους διαφωτίσει σχετικά με το ποια ακριβώς είναι η δουλειά τους και γιατί την κάνουν. Τις προάλλες συνέβη το εξής: Η Αγλαΐα Παππά, που είναι εργάτρια του θεάτρου, πήρε το κείμενό της Δευτέρα, την Tρίτη το ήξερε και το Σάββατο έκανε κανονική πρόβα. Ανατρίχιασαν όλοι οι μικροί, επειδή είχαν ζωντανό δείγμα τού ποια είναι η υποχρέωσή τους. Η τηλεόραση και η ευκολία τελείωσαν. Αν θέλετε να είμαστε ενεργοί και παρόντες στα πράγματα, πρέπει να δουλέψουμε σκληρά. Χάσαμε πολλά χρόνια στο σύρε κι έλα, καλομάθαμε και με τις επιχορηγήσεις, εφησυχασμένοι όλοι και όλα γύρω από τα λεφτά. Κλείστε τα θέατρα να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας και να το πιάσουμε από την αρχή το νήμα. Ταλέντα υπάρχουν, και η Ελλάδα είναι μια χώρα που τραγουδάει. Εγώ πάω στο Μοσχάτο και τρώω σε ένα μαγαζί και βλέπω τη νεολαία να γλεντάει με τα λαϊκά που γράφτηκαν πριν από το ’60, τα τραγούδια που έχουν εγγραφεί στη συλλογική μνήμη. Αυτό το σκέλος της ζωής δεν το υπηρετούν οι δημιουργοί. Ημασταν για χρόνια πολύ εσωστρεφείς, καιρό είχαμε να βγούμε στον δρόμο. Εγώ άφησα το αυτοκίνητο και πήρα μηχανάκι και άλλαξε η ακοή μου σε σχέση με τα τρέχοντα. Αφουγκράζομαι πια την πόλη. Πρόσφατα, μάλιστα, ένας ντελιβεράς μού φώναξε κάτι που με ακολούθησε: “Α, ρε Σταμ! Γράψε κάτι να γλεντήσουμε τον πόνο μας”. Ο κόσμος την έχει αυτήν την απαίτηση από τον καλλιτέχνη. Και ίσως αυτό που κάναμε με τον Δημήτρη να συνεχιστεί. Να αναβιώσει η παράδοση που ήθελε τον τραγουδιστή με τον συνθέτη μαζί για καιρό».

Δ.Μ.: «Κοιτάξτε, η τέχνη δουλειά θα κάνει, αν όχι αμέσως, σε βάθος χρόνου. Δεν φτάνει όμως αυτό, ούτε το να βάλουμε την υπογραφή μας κάτω από ένα κείμενο, πρέπει να βγούμε και εμείς και να φωνάξουμε. Πιο ευτυχισμένοι είναι οι άνθρωποι στο Σύνταγμα, που μια ανάγκη τούς έφερε ξανά κοντά. Ξαναμιλάνε μεταξύ τους».

Λαϊκό τραγούδι υπάρχει σήμερα;

Δ.Μ.: «Λαϊκό τραγούδι δεν υπάρχει σήμερα με την έννοια που το είχαμε μάθει σε παλιότερες δεκαετίες. Από την ώρα που μάθαμε να κλίνουμε σε όλους τους χρόνους το ρήμα βολεύομαι, μας έμειναν μόνο τα ερωτικά τραγούδια και τα χαζοτράγουδα της εκτόνωσης. Δεν υπάρχει λαϊκός τραγουδιστής πουθενά στον κόσμο με καταγωγή από τα μεσαία στρώματα και πάνω, όλοι εκείνοι είναι ποπ. Φταίνε και άλλοι παράγοντες. Στα σόου της τηλεόρασης, για παράδειγμα, πρέπει ένας νέος τραγουδιστής να τραγουδάει όλα τα είδη για να τον εγκρίνει η επιτροπή, ελληνικά και ξένα, και ποπ, και ροκ. Αυτό ποτέ δεν το κατάλαβα. Εχω την αίσθηση, μάλιστα, ότι αυτούς που δηλώνουν λαϊκοί τραγουδιστές τούς σνομπάρουν κιόλας οι “κριτές”. Μου θυμίζουν την εποχή που όσοι κατηγορούσαν τα σκυλάδικα ήταν κάθε βράδυ εκεί και χόρευαν τσιφτετέλι».

Σ.Κ.: «Μας έχει φάει και κάτι άλλο, ο δήθεν φιλονεϊσμός. Εχουν πάθει ένα κόλλημα όλοι, και κυρίως ορισμένα έντυπα, να συμπεριφέρονται σαν να είμαστε στο Λονδίνο και αποθεώνουν καθετί που ξεπηδάει, χωρίς να κρίνουν ουσιαστικά την αξία. Τους αρκεί να είναι καινούργιο και να το έχουν εντοπίσει πρώτοι εκείνοι. Ο φίλος μου ο Νίκος Παναγιωτόπουλος λέει: “Εγώ έχω εμπιστοσύνη στους γέρους”. Δεν είναι απολύτως αλήθεια αυτό, αλλά εμένα με συγκινούν οι άνθρωποι που μεγαλώνουν και παραμένουν μάχιμοι και ζωντανοί, όπως ο Θάνος Μικρούτσικος. Τον προτιμώ από κάτι παιδιά που μας τα συστήνουν για φρέσκα ενώ είναι σαν γερασμένο λύκειο. Αν αυτό είναι το νέο, να πάμε να φουντάρουμε. Αφήστε που φαίνεται από την αρχή ποια τρυπάνια θα ανοίξουν την τρύπα στον τοίχο».

Στο τραγούδι «Το ’χω», οι στίχοι της Λίνας Νικολακοπούλου μιλάνε για έναν άνθρωπο που είχε χάσει τον στόχο του και βρίσκει ξανά τον εαυτό του. Εσείς έχετε αισθανθεί χαμένοι;

Δ.Μ.: «Εγώ είμαι 45 χρόνια σε αυτήν τη δουλειά. Πέρασα μια πενταετία που δεν μου πήγαινε τίποτε καλά, ούτε στην προσωπική μου ζωή ούτε στη δουλειά μου. Ημουν χαμένος. Για πρώτη φορά στη ζωή μου αποφάσισα να ζήσω μόνος μου. Ημουν 40 χρόνων. Αρχισα να ψάχνω τραγούδια, μπας και δραστηριοποιηθώ επαγγελματικά. Μου έφεραν κάτι έτοιμα σουξέ. Ηξερα μέσα μου ότι αν τα έλεγα θα πρόδιδα τον εαυτό μου και δεν θα μπορούσα να ξαναγυρίσω πίσω. Ποτέ δεν ήμουν σταρ, δεν με αφορούσε η επιτυχία με αυστηρά εμπορικά κριτήρια, οπότε αρνήθηκα. Τα τραγούδια αυτά τα είπαν άλλοι συνάδελφοι και όντως έγιναν επιτυχίες. Εγώ κάθησα τρία χρόνια χωρίς να κάνω τίποτε. Πάλεψα, έσκαψα βαθιά και ξαναβρήκα κάποια στιγμή τον εαυτό μου. Αν αρχίσεις τους συμβιβασμούς, δεν γυρνάς εύκολα πίσω. Αυτό που με κράτησε ήταν η παρέα, οι φίλοι μου. Εγώ είχα πει στους παιδικούς μου φίλους αν με δουν να την ψωνίζω να επέμβουν και όποτε χρειάστηκε ανέλαβαν δράση. Αν είσαι τελείως μόνος, δεν θα πάρεις σωστές αποφάσεις».

Σ.Κ.: «Θα μπορούσα να πω ότι το περνάω κάθε χρόνο. Το χειρότερο δεν είναι τόσο το να χάσεις τον στόχο, αλλά να μην εκτιμάς ότι το ’χεις. Η ανασφάλεια είναι συνυφασμένη με τη δουλειά του καλλιτέχνη, οπότε το να μετακινείται κάπως το κέντρο σου δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Σε άλλους καιρούς αυτή η διαταραχή που έγινε με την “Κατσαρόλα” θα με είχε διαλύσει, αλλά ξέρω πια ότι είναι γερό το οικοδόμημα. Νομίζω, πάντως, ότι αυτό που θέλει να πει η Λίνα σε αυτό το τραγούδι είναι ότι όλοι έχουμε δικαίωμα να χάσουμε τον δρόμο μας, αλλά δεν έχουμε το δικαίωμα να χάσουμε την επαφή με την παραγωγική δύναμή μας».

Θεωρούμε, επίσης, πως τους καλλιτέχνες τούς απασχολεί η υστεροφημία τους. Ισχύει στην περίπτωσή σας;

Δ.Μ.: «Εγώ το έχω δηλώσει και παλαιότερα. Με νοιάζει τι θα μείνει από το όνομά μου και θέλω να λένε ότι πέρασε ένας λαϊκός τραγουδιστής που είχε ήθος, αρχές και ήταν καλός. Αυτή θα είναι και η κληρονομιά που αφήνω στα παιδιά μου. Προς το παρόν δεν σπαταλάω τον χρόνο μου ότι σε κάποιους δεν αρέσει η “Κατσαρόλα”. Είναι μια περίπτωση στην οποία ο δημιουργός προείδε την κατάσταση. Μου θύμισε ακριβώς ό,τι είχε συμβεί με το “Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη”. Μας είχαν κατηγορήσει ότι εκμεταλλευόμασταν το μακεδονικό ζήτημα, ενώ το τραγούδι είχε γραφτεί δέκα χρόνια προτού δημιουργηθεί και κυκλοφόρησε έξι μήνες προτού αρχίσουν οι διαδηλώσεις».

Πάλι στην «Κατσαρόλα» μού το γυρίσατε…

Σ.Κ.: «Πέρυσι τέτοιον καιρό ήμουν σε ένα μέρος στον Κίσσαβο όπου κάνω τις διακοπές μου. Συνάντησα τον φίλο μου, τον Νίκο Καρατζά, τον ιδρυτή του Ιανού. “Τι κάνεις τώρα; ” με ρώτησε. “Μητροπάνο”, του λέω, “και έχω κολλήσει, δεν ξέρω τι να γράψω”. “Να γράψεις”, μου απαντάει, “ότι θέλουμε μια μεγάλη αγκαλιά, ότι χρειαζόμαστε αλληλεγγύη, να είμαστε όλοι μαζί ξανά”. Εκείνες τις ημέρες μού τηλεφώνησε ένας φίλος που έχει εστιατόριο και μου είπε πως δεν πάνε καλά οι δουλειές. Του απάντησα: “Κόφ’ τα γκουρμέ και βάλε κατσαρόλα”. Ετσι προέκυψε το τραγούδι. Τα εναύσματα που παίρνει ένας δημιουργός, όταν είναι ανοιχτό το πεδίο και τα παίρνει από τη ζωή, στη ζωή θα ξαναγυρίσουν. Το παν είναι να βρεθεί μια μελωδία που σε τρυπάει και ένας στίχος που σε καλωδιώνει και να βάλει ο άλλος συναίσθημα. Το “Γεια”, για παράδειγμα, είναι ένα κομμάτι που συστήνει διαφορετικά τη φωνή του Μητροπάνου, ο οποίος μέσα σε αυτήν την τόσο δυτική, μπρελική μελωδία βάζει όλο το λαϊκό ηχόχρωμα, χωρίς να κλωτσάει το ένα το άλλο, και το αποτέλεσμα βγάζει φως. Την ώρα που καταλαβαίνεις ότι έχεις τον ιεροκήρυκα παρόντα, δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Και γνωρίζει ότι επειδή έχει ζήσει πολλά, μπορεί να τα πει όλα».

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 19 Ιουνίου 2011.