Ηταν απροσδόκητα γλυκύς ο καιρός στο Νταβός εκείνο το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιανουαρίου 1988. Τα χιόνια δεν έλειπαν, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά ένας καχεκτικός ήλιος σε έναν ασυννέφιαστο ουρανό κρατούσε τη θερμοκρασία γύρω στους 2 με 3 βαθμούς υπό το μηδέν. Εμείς οι «παλιοί του Φόρουμ του Νταβός» επισκέπτες θυμόμασταν τα 12 και 14 υπό το μηδέν πριν ακριβώς από δύο χρόνια και… περίπου νιώθαμε καλοκαιράκι. Ετσι, υπήρχε μια προκαταβολική καλή διάθεση, ένα είδος απροσδιόριστης αισιοδοξίας ότι οι πρωθυπουργοί Ανδρέας Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ της Ελλάδας και της Τουρκίας που επρόκειτο να συναντηθούν στο περιθώριο του Φόρουμ δεν θα περιορίζονταν σε ένα τυπικό σφίξιμο του χεριού όπως πριν από δύο χρόνια στον ίδιο χώρο, αλλά θα κάθονταν να συζητήσουν. Αλλωστε οι παρατρεχάμενοι τούς φρόντιζαν να ενημερώνουν σχετικά τους δημοσιογράφους, τροφοδοτώντας τους με ελπίδες για «συνταρακτικές εξελίξεις». Η ελληνική πλευρά ήταν πιο ρεαλιστική.

Υπήρχε όμως και κάποια άλλη ένδειξη. Ο Οζάλ. Ο Ανδρέας ακόμη και όταν εκνευριζόταν είτε θύμωνε διατηρούσε στο βλέμμα του κάτι σαν ειρωνική διάθεση. Ο Οζάλ, αντίθετα, είχε ύφος ανθρώπου που πάσχει, που σηκώνει μεγάλα πολιτικά (είτε προσωπικά) βάρη. Τα γυαλιά του ενίσχυαν την κατηφή έκφραση του ολοστρόγγυλου προσώπου του. Ε, λοιπόν, εκείνο το απομεσήμερο του Σαββάτου, όταν περιστοιχισμένος από καμιά δεκαριά διπλωμάτες, σωματώδεις αστυνομικούς και άλλους εμφανίστηκε στον διάδρομο που οδηγούσε στη μικροσκοπική αίθουσα όπου θα συναντούσε τον έλληνα ομόλογό του, ήταν άλλος άνθρωπος. Χαιρετούσε με κίνηση της κεφαλής, σχεδόν μειδιούσε. Μόνο όταν αντίκρισε την κάμερα της τουρκικής τηλεόρασης πήρε ύφος σοβαρό. Αλλά και πάλι, δεν ήταν αγριωπός.

Μιάμιση ώρα διήρκεσε η συζήτησή τους και όταν οι δύο πρωθυπουργοί εμφανίστηκαν μαζί, βγαίνοντας από την αίθουσα, ήταν φανερό ότι «κάτι είχαν κάνει». Ηταν σοβαροί, αλλά η λεγόμενη διπλωματία του σώματος ήταν αρκετά εύγλωττη. Δεν θα έκαναν κοινή δήλωση- όπως αρχικά βεβαίωναν κάποιοι τούρκοι κυβερνητικοί. Ο κα θένας τους θα μιλούσε στους δικούς του δημοσιογράφους. Ο Παπανδρέου έδειχνε ικανοποιημένος όταν μας δέχτηκε, αλλά μιλούσε περισσότερο για την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί και ένας έμπειρος παρατηρητής θα διαπίστωνε αμέσως ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν είχε προκύψει. Οταν αργότερα τον είδα κατ΄ ιδίαν για λίγα λεπτά ήταν πιο συγκεκριμένος, έτσι ώστε να μπορέσω να στείλω μιαν ανταπόκριση στην Αθήνα που «Το Βήμα» την έβαλε πρωτοσέλιδη με τον- επιφυλακτικό και αόριστο- τίτλο «Απαρχή εξελίξεων. Κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας».

Οι δύο πρωθυπουργοί «δεν συζήτησαν την ουσία των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί στις σχέσεις των δύο χωρών.Τα επεσήμαναν, τα προσδιόρισαν και τα σκιαγράφησαν,σε ορισμένα επεχείρησαν να δώσουν ή και έδωσαν κατεύθυνση για τη λύση τους, έκαναν μια σειρά διαπιστώσεις και δημιούργησαν μιαν ατμόσφαιρα,ένα κλίμα το οποίο ελπίζεται ότι θα επιτρέψει μια ψυχραιμότερη αντιμετώπιση και μια ρεαλιστικότερη θεώρησή τους, ώστε να προωθηθούν αυτά τα προβλήματα σε συζήτηση με στόχο τη λύση τους σε κάποιο μέλλον». Μάλιστα, έγραψα σε κάποιο μέλλον… Ο αναγνώστης σήμερα διαπιστώνει ασφαλώς ότι έκτοτε δεν προχώρησαν και πολύ τα πράγματα.

Οι Παπανδρέου και Οζάλ δεν προχώρησαν σε διάλογο και το ανακοινωθέν της 31ης Ιανουαρίου δεν χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη, ύστερα από επιμονή της ελληνικής πλευράς. Οι δύο πρωθυπουργοί «συμφώνησαν κατ΄ αρχήν» να ξεκινήσουν κάποιον διάλογο και «εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες» – δηλαδή αν στο μεταξύ δεν συμβεί κάποιο επεισόδιο- στο περιθώριο της διάσκεψης κορυφής του ΝΑΤΟ που θα γινόταν στις Βρυξέλλες στις αρχές Μαρτίου. Ηταν όμως προφανές ότι είχαν πετύχει και κάτι αξιόλογο. Δημιούργησαν ένα είδος προληπτικού μηχανισμού για την αμεσότερη αντιμετώπιση θεμάτων και καταστάσεων που θα ήταν δυνατόν να οδηγήσουν σε κρίση. Καθόρισαν επίσης ποια μεθόδευση θα έπρεπε να ακολουθήσουν ώστε να επιτευχθεί κάποια προσέγγιση απόψεων, έστω και αν αρχικώς είναι διαμετρικώς αντίθετες. Το Κυπριακό δεν συζητήθηκε στη συνάντηση, απλώς ο Ανδρέας έκανε μια επιτροχάδην αναφορά- γεγονός το οποίο έδωσε την ευκαιρία στους αιώνιους υπερπατριώτες να ομιλούν για «προδοσία» κτλ.

Εχει την προϊστορία της εκείνη η συνάντηση των δύο πρωθυπουργών στο Νταβός. Ηταν το επακόλουθο της «κρίσης του Μαρτίου», όταν οι τούρκοι στρατιωτικοί για να υπονομεύσουν τον Οζάλ τον οποίο δεν συμπαθούσαν και συνεχώς υπενόμευαν επεχείρησαν να δημιουργήσουν κρίση στο Αιγαίο, στέλνοντας το «Σισμίκ» να περιπλέει στα ελληνικά χωρικά ύδατα και να προκαλεί την Ελλάδα. Κατέληξε όμως σε μπούμερανγκ η πρόκλησή τους όταν ο Οζάλ, από το Λονδίνο όπου νοσηλευόταν ύστερα από εγχείρηση, απαγόρευσε την έξοδο του σκάφους. Ο Οζάλ ήταν αποφασισμένος «να κάνει κάποια βήματα» στο ζήτημα των σχέσεων με την Αθήνα και το έδειξε όταν δεν ακύρωσε τη συνάντηση του Νταβός με τον Παπανδρέου, όπως τού ζητούσαν οι δικοί του υπερπατριώτες. Εκμεταλλεύονταν κάποια επεισόδια στην Κομοτηνή, όταν μουσουλμάνοι και αστυνομικοί αντάλλαξαν πυροβολισμούς λίγες ημέρες πριν από το Νταβός. Χρόνια αργότερα, τούρκοι δημοσιογράφοι βεβαίωναν ότι τα επεισόδια της Κομοτηνής ήταν μια ακόμη προβοκάτσια, εμπνευσμένη από την τουρκική στρατιωτική ηγεσία, για να δημιουργήσει πρόβλημα όχι μόνο στις σχέσεις με την Ελλάδα αλλά και με τον Οζάλ.

Εκείνη η συνάντηση των Παπανδρέου και Οζάλ στο Νταβός το 1988 πήρε και διεθνείς διαστάσεις, θεωρήθηκε- όχι αδίκως- ως μια ακόμη εκδήλωση του πνεύματος της προσέγγισης το οποίο εκείνη την εποχή έκανε την εμφάνισή του στον διεθνή χώρο. Το επισήμανε και ο ιδρυτής και πρόεδρος του Φόρουμ Κλάους Σβαμπ, τονίζοντας ότι η συνάντηση των δύο πρωθυπουργών αποτελούσε «θρίαμβο του δυναμισμού της παγκοσμιότητας των οικονομικών σχέσεων».