O«Μάικλ Κλέιτον» («Μichael Clayton», 2007, ΗΠΑ) του τίτλου της πρώτης ταινίας που σκηνοθέτησε ο σεναριογράφος Τόνι Γκίλροϊ είναι ο άνθρωπος-κλειδί μιας κολοσσιαίας νομικής φίρμας της Νέας Υόρκης. Κάποιοι τον αποκαλούν «θαυματοποιό». Ο ίδιος προτιμά τη λέξη «θυρωρός». Επί 12 χρόνια πιστός στους εργοδότες του και νομικός ο ίδιος, ο Μάικλ όχι απλώς δεν έχει γίνει εταίρος- ως είθισται- αλλά δεν έχει ανεβεί ούτε ένα σκαλοπάτι της ιεραρχίας.
Αντιθέτως τον χρησιμοποιούν για αγγαρείες. Είναι ο διαμεσολαβητής στις βρώμικες δουλειές οι οποίες δεν έχουν θέση στα δικαστήρια. Καλύπτει ατασθαλίες πλούσιων πελατών της εταιρείας, είτε πρόκειται για διεφθαρμένους πολιτικούς είτε για πλούσιες συζύγους που κάνουν μικροκλοπές, είτε για πλουσιόπαιδα που κτύπησαν με την Jaguar έναν πεζό και εγκατέλειψαν το θύμα. Με την τελευταία αποστολή του όμως ο Μάικλ θα έρθει αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Θα πρέπει να προφυλάξει έναν από τους πιο ικανούς δικηγόρους της εταιρείας ( Τομ Γουίλκινσον ), ο οποίος έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του βλέποντας το μέγεθος της αδικίας ύστερα από μια συμφωνία δισεκατομμυρίων δολαρίων που έκλεισε με φαρμακευτική εταιρεία. Με αυτό το «όχημα» στο σενάριο ο «Μάικλ Κλέιτον» μεταφέρει τον θεατή στον αστραφτερό και αμείλικτο κόσμο των αμερικανικών δικηγορικών γραφείων, ένα βασίλειο πλουτοκρατίας και κυνισμού, όπου η ανθρώπινη συμπεριφορά θεωρείται πολυτέλεια. Ο Τόνι Γκίλροϊ ξέρει καλά αυτόν τον χώρο· άλλωστε έχει υπάρξει σεναριογράφος στον «Δικηγόρο του διαβόλου» και άλλες ταινίες νομικού περιεχομένου. Ολη η ταινία όμως, η ψυχή και η σάρκα της, είναι ο Τζορτζ Κλούνεϊ / Μάικλ Κλέιτον. Τo βλέμμα του, ανήσυχο αλλά και τρυφερό, υποψιασμένο αλλά και αθώο· ένας άνθρωπος που παλεύει διαρκώς με τα εσώψυχά του, που προσπαθεί διαρκώς να προσφέρει, αλλά και που είναι διαρκώς ανικανοποίητος κάνοντας πράγματα που δεν θέλει. Ο Κλούνεϊ ήδη διεκδικεί τη Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία της καλύτερης ανδρικής ερμηνείας και όλα δείχνουν ότι θα οδηγηθεί ως τα Οσκαρ. Το αξίζει.
«Το ορφανοτροφείο»
(«Εl orfanato», 2007, Ισπανία)
του Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα
Eνα εγκαταλειμμένο ορφανοτροφείο της ισπανικής υπαίθρου που αναστηλώνεται για την επαναλειτουργία του από μια εύπορη γυναίκα ( Μπελέν Ρουέντα, φωτογραφία) είναι ο χώρος δραματουργίας αυτού του θαυμάσιου θρίλερ που έχει κατακτήσει τους θεατές όλων των χωρών όπου έχει προβληθεί. Δικαίως. Με άξονα την εξαφάνιση ενός παιδιού ο πρωτοεμφανιζόμενος Μπαγιόνα αναμειγνύει θαρραλέα τη μεταφυσική με τον ρεαλισμό, υποκλίνεται σε κλασικές ταινίες τρόμου, όπως «Το μωρό της Ροζμαρί» του Ρόμαν Πολάνσκι και «Μια μορφή στο παράθυρο» του Τζακ Κλέιτον, και κερδίζει τον θεατή με ισχυρότερο όπλο την ατμόσφαιρα και όχι την κάπως δαιδαλώδη πλοκή. Προσωπικά είδα το «Ορφανοτροφείο» δύο φορές και με καθήλωσε και τις δύο.
«Οι νύχτες μου μακριά σου»
(«Μy blueberry nights», 2007, Κίνα/ Γαλλία)
του Γουόνγκ Καρ Βάι
T ο ντεμπούτο στον κινηματογράφο της τραγουδίστριας Νόρα Τζόουνς (με τη Νάταλι Πόρτμαν στη φωτογραφία) συνδυάστηκε με την πρώτη αμερικανική ταινία του κινέζου βιρτουόζου των εικόνων Γουόνγκ Καρ Βάι («2046»). Το φιλμ εστιάζει στην ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που προσπαθεί να ξεφύγει από το σοκ της ερωτικής απογοήτευσης. Η συνάντησή της με διάφορους τύπους της αμερικανικής κοινωνίας ( Τζουντ Λο, Νάταλι Πόρτμαν, Ρέιτσελ Γουάιζ, Ντέιβιντ Στράδερν ) γίνεται κάτω από ξεθωριασμένους neon φωτισμούς, μέσα στον καπνό και στο αλκοόλ, στους ήχους των μπλουζ, στην απεραντοσύνη του αμερικανικού τοπίου. Για μία ακόμη φορά ο Καρ Βάι κάνει θαύματα με τις συνθέσεις των χρωμάτων, ενώ μια μόνιμη μελαγχολία που πηγάζει από πονεμένες ερωτικές ιστορίες φέρνει στη μνήμη το «Βarfly» με τον Μίκι Ρουρκ – αν και εδώ το σύνολο είναι λιγότερο καταθλιπτικό απ΄ όσο μια ιστορία του Τσαρλς Μπουκόφσκι.
«Το κόκκινο μπαλόνι»
(«Le balon rouge», 1956, Γαλλία)
του Αλμπέρ Λαμορίς
Mια αξέχαστη κινηματογραφική διαδρομή στην Πόλη του Φωτός, μια μαγική ιστορία για την παιδική ηλικία, ένα κομψοτέχνημα 38 αριστουργηματικών λεπτών που αγαπήθηκε παντού, επιβραβεύθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα ταινίας μικρού μήκους στις Κάννες και απέσπασε το Οσκαρ σεναρίου. Φανταστείτε ένα μπαλόνι με σκέψη. Πονηρό, πλακατζίδικο, περιπαίζει τον ιδιοκτήτη του ( Πασκάλ Λαμορίς, στη φωτογραφία), παγιδεύει τον δάσκαλο, φλερτάρει με το μπλε μπαλόνι. Ο Αλμπέρ Λαμορίς αποδεικνύεται μετρ της εικόνας, η χρήση του λόγου είναι υποδειγματικά μινιμαλιστική. Η επαναπροβολή τού «Κόκκινου μπαλονιού» σε εκ νέου επεξεργασμένες κόπιες είναι το απόλυτο σινεφίλ γεγονός της τρέχουσας χριστουγεννιάτικης περιόδου, ενώ μαζί θα προβληθεί και μία ακόμη μεσαίου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, «Το άσπρο άλογο», η οποία αναφέρεται στη σχέση φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα χωριατόπαιδο και ένα ατίθασο άτι.
«Η τριλογία του κόσμου: Το αστέρι του Βορρά»
(«Τhe Golden Compass», 2007, ΗΠΑ)
του Κρις Γουέιτζ.
Π ροφητείες, δαίμονες, η Νικόλ Κίντμαν (στη φωτογραφία με την Ντακότα Μπλου Ρίτσαρντς )σε ρόλο «σκύλας», ο Ντάνιελ Κρεγκ γενναίος εξερευνητής και ο εσωτερικός κόσμος ενός κοριτσιού διψασμένου για περιπέτεια (Ντακότα Μπλου Ρίτσαρντς) πλάθουν το σύμπαν αυτής της φιλόδοξης κινηματογραφικής απόδοσης του πρώτου βιβλίου της τριλογίας του Φίλιπ Πούλμαν (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός). Το παραμύθι παρακολουθεί την πορεία ενός κοριτσιού προς τον χιονισμένο Βορρά όπου θα περάσει από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη προκειμένου να σώσει τον φίλο της. Πλούσιο, χορταστικό, ένα μείγμα από «Χάρι Πότερ» και «Χρονικό της Νάρνια», το οποίο θα ευχαριστήσει τα παιδιά, στα οποία κυρίως απευθύνεται.



