Ο Γιώργος Θεοτοκάς και η πολιτική


«Σκοπός του γραψίματός μου η διαύγεια», σημείωνε το 1939 στο ημερολόγιό του ο Γιώργος Θεοτοκάς. Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του (το 1966) η διαύγεια αυτή διατηρείται αναλλοίωτη. Τεκμήριο η πολυσέλιδη έκδοση «Στοχασμοί και Θέσεις ­ Πολιτικά κείμενα 1925-1966» που κυκλοφορεί εντός των ημερών από την Εστία. Η ογκώδης συλλογή αποτελεί προϊόν πολύχρονης εργασίας του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (και ανιψιού του συγγραφέα) Νίκου Κ. Αλιβιζάτου και του δικηγόρου Μιχάλη Τσαπόγα, διδάκτορος Νομικής.


Οπως επισημαίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος στην εισαγωγή, «δεν πρόκειται για ανθολογία, αλλά για συγκέντρωση όλων των κειμένων που κατέστη δυνατόν να εντοπισθούν»· πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για τα «πολιτικά άπαντα» του συγγραφέα.


Το βιβλίο περιλαμβάνει 283 «πολιτικά» κείμενα του Θεοτοκά, δημοσιευμένα στην πλειονότητά τους μεταξύ των ετών 1925 και 1966· επισημαίνεται ότι ο συγγραφέας υπήρξε από το 1957 και εξής τακτικός αρθρογράφος του «Βήματος», όπου δημοσίευσε 141 συνεργασίες. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για μια περίοδο όπου «η πυκνότητα της ιστορίας δεν διευκόλυνε την ήρεμη περισυλλογή και τις νηφάλιες συνθέσεις». Το εύρος των θεμάτων που απασχόλησαν τον Θεοτοκά είναι, ομολογουμένως, εντυπωσιακό· μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη περνά (χωρίς υπερβολή) η ιστορία τεσσάρων δεκαετιών. Πλάι στη διαύγεια και στη δραστικότητα του ύφους του Θεοτοκά εντυπωσιάζει σήμερα η προφητικότητα του λόγου του. Προφητικό είναι και το κείμενό του «Ο θάνατος του Κολωνακιού», ένα από τα 23 ανέκδοτα του βιβλίου, το οποίο είναι γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και προδημοσιεύεται σήμερα από «Το Βήμα» προς τέρψιν των αναγνωστών του. Ενα ανέκδοτο κείμενο από μια έκδοση για τον πολιτικό Θεοτοκά που πρόκειται να κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες



Οι επιθεωρησιογράφοι μας δεν φαίνεται να έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει τις αλλαγές που συντελούνται γοργά στη ζωή της πρωτεύουσας. Παρατείνουν συμβατικά, με τραγουδάκια και ευθυμολογίες, τη ζωή μερικών καταστάσεων που έχουν ξεπεραστεί από την εξέλιξη των κοινωνικών συνθηκών. Ετσι, τους βλέπουμε κάθε χρόνο να επανέρχονται επίμονα στο θέμα «Κολωνάκι», να το εξυμνούν και να το σατιρίζουν ως το κατ’ εξοχήν αθηναϊκό σύμβολο της αστικής ευμάρειας, της καθωσπρεποσύνης, του σνομπισμού και των συναφών, φανερών ή κρυφών, ελαττωμάτων και βίτσιων των κατόχων του υλικού πλούτου. «Λαός και Κολωνάκι!» ωρύονται στις καλοκαιρινές σκηνές καλλίγραμμες νεαρές υποψήφιες μπαλαρίνες και ώριμες βεντέτες, συμπαθέστατες όλες και πεπεισμένες ότι ψάλλουν πράγματα αξιόλογα. «Λαός και Κολωνάκι» ή «Το Παγκράτι και το Κολωνάκι» ή διάφορες άλλες παραλλαγές του ίδιου μοτίβου, που υποτίθεται ότι εκφράζει δύο πόλους της κοινωνικής μας ζωής με ξεκαθαρισμένο, αυτονόητο περιεχόμενο.


Λοιπόν, ήρθε η ώρα να φέρουμε το άγγελμα που θα θέσει κάποτε ένα τέρμα στους αναχρονισμούς της ευθυμογραφίας. Απλούστατα, το Κολωνάκι, ως αυθύπαρκτη κοινωνική μονάδα, με τη φυσιογνωμία του, τη νοοτροπία του, τα ήθη του, τη συλλογική του μνήμη, την ιεραρχία του, τον άγραφο κανονισμό του ­ το Κολωνάκι πέθανε! Από αρκετόν καιρό το περιμέναμε, αλλά κανείς δεν πήρε είδηση πότε ακριβώς συνέβη το μοιραίο. Μια μέρα, ξαφνικά, το πράγμα έγινε αντιληπτό σε όσους έχουν μάτια για να βλέπουν: το Κολωνάκι είχε αποδημήσει, δεν υπήρχε πια. Υπάρχει, βέβαια, πάντα η πλατεία Φιλικής Εταιρίας, καθώς υπάρχουν και οι δρόμοι που ξεκινούν από αυτήν, με τα ίδια πατροπαράδοτα ονόματα των αγωνιστών της ελευθερίας ή της αρχαίας ιστορίας, αλλά η κοινωνική σύνθεση «Κολωνάκι» έχει διαλυθεί σαν καπνός και έχει μείνει, στη θέση της, καθώς λέει, σε άλλη περίπτωση, ένας ποιητής μας, «ένα πουκάμισο αδειανό».


Ομολογώ ότι δεν κατορθώνω να εξακριβώσω πότε άρχισε να ζει αυτό το Κολωνάκι του αθηναϊκού θρύλου, με την κάποια κοινωνική του λάμψη. Δεν φαίνεται, πάντως, να είναι πολύ παλαιά ιστορία: υπόθεση, κατά πάσα πιθανότητα, των αρχών του αιώνα μας. Η μεγάλη εποχή του υποθέτει κανείς εκ των υστέρων ότι θα είταν κάπου γύρω στα 1920 και στα 1930. Βάσταξε ως σύνολο αρκετά καλά στη μεγάλη οικονομική κρίση της μεσοπολεμικής περιόδου και τούτο, βέβαια, αρκεί για να αποδείξει ότι ο πλούτος του δεν είταν φανταστικός, αλλά πολύ πραγματικός. Στην Κατοχή κακοπέρασε, αναγκαστικά, αλλά χωρίς να διαλυθεί. Η χειρότερή του ώρα είταν ο κόκκινος Δεκέμβριος του 1944. Τότε, χωρίς τα αστεία, το Κολωνάκι κόντεψε να γνωρίσει μια νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Η κοινωνική του φήμη, μεγαλοποιημένη καθώς γίνεται πάντα και συνοδευμένη από άφθονες τερατολογίες, είχε τόσο πολύ ερεθίσει τις μάζες του ΕΑΜ-


ΕΛΑΣ ώστε είταν έτοιμες να του ριχτούν, στα τυφλά, με τα μαχαίρια. Του απέδιδαν όλες τις κακοήθειες, τις αδικίες και τις προδοσίες που μπορεί κανείς να φανταστεί, το θεωρούσαν περίπου υπεύθυνο για όλες τις συμφορές που είχαν πέσει στον ελληνικό λαό. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας του κινήματος και ενώ το συμμαχικό Στρατηγείο είχε αποφασίσει να εκκενώσει την Αθήνα, κάποια απόβαση αλεξιπτωτιστών, σε μιαν ακτή της Αττικής, άλλαξε την πορεία της μάχης. Ετσι, το Κολωνάκι γλύτωσε το λουτρό του αίματος και μπήκε, ήσυχα ήσυχα, στην περίοδο της φυσικής του παρακμής και του ειρηνικού του θανάτου.


Αυτό που έλεγαν άλλοτε οι Αθηναίοι «Κολωνάκι» είταν μια συνοικία κάπως απόμερη, ήσυχη και σιωπηλή. Την αποτελούσαν, ως τα 1930, κατοικίες του παλαιού αθηναϊκού τύπου, μονές, διπλές ή το πολύ τριπλές, συχνά με κήπους. Οι δρόμοι δεν έμοιαζαν στενοί, γιατί τα σπίτια είταν χαμηλά και η κυκλοφορία ελάχιστη. Μάλιστα, η οδός Σκουφά και η οδός Πατριάρχου Ιωακείμ φάνταζαν, στις καλές τους ώρες, σαν μικρές, ερημικές λεωφόροι. Ολα αυτά συνδέονται με αναμνήσεις απογευματινού τσαγιού και βραδινής μαστίχας, με τραγούδια της Μιστεγκέτ και του Μωρίς Σεβαλιέ, με πολλή συζήτηση για τους Γάλλους μυθιστοριογράφους της μόδας και για τα πρωτοποριακά θέατρα του Παρισιού, με πολλά γαλλικά οπωσδήποτε, καθώς και με την αγεφύρωτη πολιτική αντίθεση των βενιζελικών και αντιβενιζελικών οικογενειών. Αφήνοντας τα κομματικά μας κατά μέρος, νομίζω πως η κρυφή φιλοδοξία του Κολωνακιού είταν να είναι, εξ αποστάσεως βέβαια, κάτι σαν ένα προάστιο του Παρισιού, της πόλης που εξακολουθούσε τότε να θεωρείται από τους πολιτισμένους ανθρώπους όλων των εθνών το κέντρο του κόσμου. Κατά τα άλλα, με αρκετήν τυπικότητα και με κάποιαν ενοχλητική συνείδηση κοινωνικού διαχωρισμού από τον υπόλοιπο κόσμο, μπορεί κανείς να πει ότι το Κολωνάκι ζούσε μιαν ομαλή αστική ζωή, με τα κανονικά ποσοστά των ερωτικών μικροδραμάτων, των ευτυχισμένων γάμων, των μοιραίων διαζυγίων και των οικογενειακών συγκρούσεων.


Μετά το 1930, άρχισαν να χτίζονται πολυκατοικίες του νέου τύπου και να πληθαίνουν κάπως τα αυτοκίνητα, το Κολωνάκι όμως κατόρθωσε, λίγο – πολύ να διατηρήσει το παλαιό του κλίμα ως τον τελευταίο πόλεμο. Σήμερα, δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι το κλίμα της συνοικίας έχει αλλάξει ριζικά και ανεπανόρθωτα. Τα παλαιά σπίτια γκρεμίστηκαν, οι κήποι καταργήθηκαν, οι δρόμοι στένεψαν απίθανα και πνίγηκαν μέσα στους δυσανάλογα υψηλούς τοίχους του τσιμέντου. Δεν είναι πια δρόμοι ούτε καν σοκάκια. Είναι διάδρομοι ενός απέραντου γκαράζ, όπου σταθμεύουν όλη μέρα και όλη νύχτα και κινούνται δυσκολώτατα αμέτρητα αυτοκίνητα, επιβατικά, φορτηγά, λεωφορεία. Η ατμόσφαιρα είναι αρρωστημένη και πνιγερή, ο θόρυβος εκνευριστικός, ο συνωστισμός αβάσταχτος. Σε ορισμένες ώρες της ημέρας, η οδός Σόλωνος λ.χ. είναι αληθινή κόλαση. Πολλοί άλλοι δρόμοι της θρυλικής συνοικίας βάλθηκαν να τη μιμούνται. Θα βρείτε εκεί πλήθος διαμερίσματα, όπου μόλις και μετά βίας κατορθώνει κανείς να διακρίνει από το παράθυρο ένα κομματάκι του ουρανού, όπως ο φυλακισμένος μέσα από το κελλί του. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως το σημερινό Κολωνάκι αρχίζει να δίνει ένα αίσθημα φυλακής και ασφυξίας. Πώς μπορούν πια να υπάρξουν εκεί μέσα τα περιθώρια της άνεσης και της περισυλλογής που είναι οι προϋποθέσεις μιας καλλιεργημένης κοινωνικής ζωής και μιας στοιχειωδώς ευτυχισμένης ιδιωτικής ζωής;


Το Κολωνάκι, ως συνοικία κατοικιών, δεν είναι πια δυνατό να έχει κανένα σπουδαίο μέλλον. Ας το πάρουν απόφαση οι τελευταίοι πιστοί του, ας παραδεχτούν την αλήθεια που φοβούνται να ομολογήσουν. Το μέλλον του Κολωνακιού διαγράφεται, τώρα πια, καθαρά, αναπόφευκτα: θα γίνει και αυτό μια συνοικία της δουλειάς και του ομαδικού πυρετού. Στους δρόμους αυτοκίνητα, στα ισόγεια καταστήματα και στα απάνω πατώματα εταιρίες, ιατρεία, δικηγορικά γραφεία, εμπορικοί αντιπρόσωποι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, μοδίστες, καπελούδες και κατοικίες ελευθέρων επαγγελματιών που δεν θέλουν να απομακρυνθούν από την έδρα της εργασίας τους. Αυτό είναι είτε σας αρέσει είτε όχι.


Οποιος μπορεί, ας φύγει μια ώρα αρχύτερα, μακριά από το Κολωνάκι, οπουδήποτε, έξω από το κέντρο της Αθήνας. Ας προλάβει και ας φύγει, προτού ξεσπάσει το μεγάλο κύμα της ομαδικής εξόδου. Και θα συμβεί και εδώ, μια μέρα, εκείνο που γίνεται σ’ όλες τις μεγάλες σύγχρονες πόλεις: η φυγή προς τα έξω, σε νέους δρόμους, ανοιχτούς, με ουρανό και με αέρα καθαρό και μ’ ένα ελάχιστο όριο ησυχίας, στις άκρες της Αθήνας ή στα προάστιά της, τα παλαιά και τα καινούρια που θα γίνονται ολοένα. Το κέντρο θα μείνει τόπος της εργασίας, των δημοσίων θεαμάτων και του διεθνούς τουρισμού και πλήθη ανθρώπων θα γυρεύουν τον τρόπο να εγκαταστήσουν το σπίτι τους όσο το δυνατόν πιο πέρα από την ακτίνα του συλλογικού άγχους και να ζήσουν εκεί τις λίγες ώρες της πραγματικής τους ζωής.


Το Κολωνάκι, είτε καλό είτε κακό το θεωρούσαμε, ας το αποχαιρετήσουμε και ας γυρίσουμε το φύλλο.