έρυσι ήταν όλη αυτή η αίσθηση του αγνώστου, η αβεβαιότητα, το άγχος. Φέτος… εξακολουθεί να υπάρχει η ίδια αίσθηση. Η συνειδητοποίηση ­ μέσα από την περυσινή μου εμπειρία ­ των αναγκών που υποβάλλει ο χώρος αντί να με καθησυχάσουν μου αύξησαν τον φόβο».


Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, στη δεύτερη επίσημη είσοδό της στην Επίδαυρο, συνεχίζει να διατηρεί την ίδια μεγάλη αγωνία, τους ίδιους φόβους, το ίδιο δέος για το είδος που υπηρετεί και τον χώρο όπου θα εκτεθεί. Θα είναι η Ελένη στην «Ελένη» του Ευριπίδη, στην πρώτη κάθοδο που πραγματοποιεί το Θέατρο του Νότου στο αρχαίο θέατρο της ΑργολίδαςΩ η σκηνοθεσία είναι του Γιάννη Χουβαρδά («με τον Γιάννη εγκαινιάζουμε μια συνεργασία που θα συνεχιστεί και τον χειμώνα στο Αμόρε»). Το περασμένο καλοκαίρι ερμήνευσε την Αντιγόνη, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, με το Εθνικό Θέατρο. Εχει ακόμη στο ενεργητικό της πέντε συμμετοχές ως μέλος του χορού σε παραστάσεις αρχαίου δράματος, αλλά, όπως λέει, «είναι διαφορετικό να συμμετέχεις στον χορό».


* Το έργο και


η παράσταση


Μετά την καταστροφή των Ελλήνων στη Σικελία και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Ευριπίδης παρουσίασε, το 412 π.Χ., την «Ελένη». «Σαν να ήθελε να διηγηθεί ένα παραμύθι», λέει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, «σαν να ήθελε να παρηγορήσει και να ελαφρύνει την κακή διάθεση των συμπολιτών του, αλλά και να πει όσα πίστευε για τη ματαιότητα του πολέμου. Η ελαφρότητα που χαρακτηρίζει το έργο είναι σαν ένας πέπλος που σκεπάζει τα βάθη των φιλοσοφικών στοχασμών του Ευριπίδη. Πιστεύω ότι η «Ελένη» είναι αφορμή για βαθύτερη αναζήτηση, για σύνεση. Είναι ένα έργο που ασχολείται με την ταυτότητα της ύπαρξης».


Κανένας, ίσως, πρόλογος τραγωδίας δεν είναι τόσο αναγκαίος όσο στην «Ελένη», αφού επί σκηνής παρουσιάζεται το άλλο πρόσωπο της ηρωίδας: δεν είναι η Ωραία Ελένη της καταστροφής, είναι μια Ελένη τελείως αθώα, η οποία δεν πήγε ποτέ στην Τροία, η οποία ήταν θύμα των θεών και όργανο στα χέρια του Δία, μια Ελένη της οποίας το ομοίωμα έγινε η αφορμή πολέμου, ενώ εκείνη βρισκόταν στην Αίγυπτο. Και ενώ δεν έχει συνείδηση του χρόνου που πέρασε, μαθαίνει όσα συνέβησαν στα 17 χρόνια που μεσολάβησαν. Πληροφορείται τα δεινά και ακόμη ότι ο Μενέλαος είναι, πιθανώς, νεκρός. Τότε εκείνος θα φθάσει ναυαγός για να γίνει η μεταξύ τους αναγνώριση και μετά, με το τέχνασμα που θα επινοήσει η Ελένη και με τη βοήθεια της Θεονόης, της αδελφής του Θεοκλύμενου (γιου του βασιλιά Πρωτέα), θα μπορέσουν να φύγουν από την Αίγυπτο. «Η επιλογή της Αιγύπτου έχει πολλαπλή σημασίαΩ παραπέμπει σε μια ονειρική αυταπάτη, από όπου ξεκινά και η παράστασή μας».


Εργο που δεν κατατάσσεται ούτε στις κωμωδίες ούτε στις τραγωδίες, η «Ελένη» κινείται ανάμεσα στα δύο («τραγικοκωμωδία»), ενώ εγκαινιάζει και μια καινούργια κατηγορία έργων, όπως το οικογενειακό δράμα, τη Νέα Κωμωδία, τις ερωτικές μυθιστορίες και την αλεξανδρινή ποίηση. «Θα έλεγα ότι είναι ένα έργο ρομαντικό και συναισθηματικό». Ενώ θεωρεί πιο εύστοχο χαρακτηρισμό αυτόν του μελετητή G. Zuntz: «Η «Ελένη» είναι ένας αιθέριος χορός στο τέλος της αβύσσου».


Χιλιοτραγουδισμένη, η Ελένη αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και λατρείας, ενώ η καταγωγή και οι ιδιότητές της χάνονται μέσα στον χρόνο και στον μύθο. Προτού υπάρξει ως ηρωίδα στον Ομηρο, λατρευόταν ως θεά της βλάστησης, της γονιμότητας και του γάμου, ακόμη και του φωτός. Ο Ευριπίδης εμπνεύσθηκε από τον Στησίχορο -(ο οποίος πρέπει και θεωρείται και ο επινοητής του ειδώλου της) αλλά και από τον Ηρόδοτο. Ποιήματα τής έγραψαν ο Αλκαίος, ο Ιβυκος, η Σαπφώ, ο Αλκμάνας, ο Βακχυλίδης, ο Πίνδαρος. Την Ελένη τη συναντούμε ακόμη στον Αισχύλο και στον Σοφοκλή. Αλλά και στον Γκαίτε, στον Ζιροντού, στον Κλοντέλ. Και φυσικά στον Σικελιανό, στον Ρίτσο, στον Αρη Δικταίο, στον Παλαμά, στον Ελύτη, στον Σεφέρη.


* Ο ρόλος και


η ηθοποιός


Προετοιμάζοντας την Ελένη, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη διάβασε πολύ: «Εχει μεγάλη σημασία για μένα να διαβάζω ό,τι περισσότερο μπορώΩ αποτελεί πηγή έμπνευσης. Αλλωστε είναι ένα πρόσωπο με πολλές όψεις, σαν πρίσμα. Και εδώ έχουμε μια αθωωτική, για την ένοχη και αμαρτωλή Ελένη, τραγωδία, όπου αντανακλώνται οι διαφορετικές πλευρές του εαυτού τηςΩ μεταμορφώνεται, απαλλάσσεται. Κάνει έναν κύκλο για να καταλήξει τελικά στην ίδια την Ελένη της Τροίας».


­ Ποιο είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει τελικά την ηρωίδα περισσότερο από όλα τα άλλα; «Το μυστήριο και το αίνιγμα», απαντά και εξηγεί ότι στο πρώτο μέρος του έργου και πριν από την εμφάνιση του Μενέλαου η παράσταση τονίζει την αθωότητα και τη νεανικότητα, το όνειρο αλλά και τον εφιάλτη, καθώς η Ελένη αγνοεί την πραγματικότητα. Μετά την αναγνώριση, η ωρίμανσή της είναι το στοιχείο που περνά σε πρώτο πλάνο. Αυτή η «μυστηριώδης και αινιγματική αίσθηση είναι που σηματοδοτεί το άπιαστο και το φευγαλέο. Και εδώ έγκειται η δυσκολία: πώς να υλοποιηθεί αυτό σκηνικά; Μιλάμε για μια γυναίκα που συντάραξε ολόκληρους κόσμους, φανταστικούς και πραγματικούς. Και καλείσαι τώρα εσύ, ένα απλός και καθημερινός άνθρωπος, να φέρεις όλο αυτόν τον κόσμοΩ είναι αδύνατον. Δεδομένου όμως ότι το θέατρο είναι μια σύμβαση, χρησιμοποιούμε αυτή τη σύμβαση. Είναι μια δύσκολη δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει…».


Η Ελένη στην παράσταση του Θεάτρου του Νότου βρίσκεται στην πλήρη ακμή της. Το πέρασμα, ωστόσο, από τη μια ψυχική κατάσταση στην άλλη, η συνεχής μεταμόρφωσή της, οι εναλλαγές της αποτελούν εμπόδια που πρέπει η ηθοποιός να υπερπηδά από σκηνή σε σκηνή: «Στην αρχή αναρωτιόμουν για το πώς πρέπει να παιχθεί η σκηνή της Ελένης με τον ΤεύκροΩ χρειάζεται μια κομψότητα, μια ανάλαφρη αντιμετώπιση. Δεν πρέπει εξαρχής να παιχθεί η Ελένη τραγωδιακά. Υστερα όμως, μετά τη συνάντηση με τον Μενέλαο, ελευθερώνεται. Οταν πρέπει να εξαπατήσει τον Θεοκλύμενο, υλοποιώντας το τέχνασμά της, καλείται να θρηνήσει και να παρακαλέσει. Τότε πρέπει πρώτα να εξαπατήσει τον εαυτό της για να μπορέσει να γίνει πιο πειστικήΩ χρησιμοποιεί την αυθυποβολή».


Ο ρόλος προκάλεσε μια σειρά ερωτημάτων στην ηθοποιό και την οδήγησαν στην οντολογική ερμηνεία της ηρωίδας της. «Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά και αναφέρονται στην αναζήτηση της πραγματικής φύσης του κόσμου. Τι είναι το όνομα και τι το πράγμα; Υπάρχει μια σταθερή πραγματικότητα και αν υπάρχει μπορούμε να τη γνωρίσουμε, να την αντιληφθούμε και να τη μεταδώσουμε;». Η εναλλαγή πραγματικότητας και ψευδαίσθησης κινείται παράλληλα με την Ελένη και το είδωλό της, τον πραγματικό κόσμο της Τροίας και τον κόσμο του παραμυθιού της Αιγύπτου.


* Πορεία


θεάτρου


Κομμάτια ενός παζλ, του οποίου την τελική μορφή δεν γνωρίζει, χαρακτηρίζει η ηθοποιός την πορεία της στο θέατρο: «Κάθε ρόλος, κάθε παράσταση με βοηθά σε μια πορεία αυτογνωσίας αφενός και αντίληψης του κόσμου αφετέρου. Αλλωστε το ίδιο το θέατρο δεν έχει αυτή την αίσθηση του φαινομενικού και του πραγματικού, όπως συμβαίνει και στην «Ελένη»; Γινόμαστε όλοι Ελένες μέσα από αυτή την πορεία. Και άλλοτε κάνουμε βήματα μπρος και άλλοτε όχι. Η σύγχυση αποτελεί συστατικό στοιχείο της ζωής μας». Γι’ αυτό και της έκανε «τεράστια εντύπωση» η φράση που είχε πει λίγο προτού πεθάνει ο Φρανσουά Μιτεράν, ότι «έχω λύσει τα φιλοσοφικά μου προβλήματα με αυτόν τον κόσμο και τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος».


«Αυτές οι άπιαστες και φευγαλέες στιγμές, το ρευστό που χαρακτηρίζει την τέχνη μας, μόλις το νιώσεις το χάνεις. Ολη η προσπάθεια είναι να αναπαραγάγεις τις στιγμές, να ασκήσεις τον εαυτό σου, σαν όργανο, ώστε να τις ανακαλέσεις την κατάλληλη στιγμή επί σκηνής. Αυτό είναι το ψάξιμο, η έρευνα που κάνουμε». Καθώς όμως την ώρα της παράστασης υπεισέρχονται τόσοι διαφορετικοί παράγοντες (αγωνία, τρακ, σχέση και επίδραση του κοινού), «αυτό που προσπαθούμε είναι να μας αγγίζουν όσο γίνεται λιγότερο και να νιώθουμε ότι όλα συμβαίνουν και ανακαλύπτονται «τώρα», ώστε να έχουν την αθωότητα της ανακάλυψης της στιγμής».


* Θέατρο του Νότου: «Ελένη» του Ευριπίδη


Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης. Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς


Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Πάτσας. Μουσική: Γιώργος Κουμεντάκης


Χορογραφίες: Κωνσταντίνος Ρήγος. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος


Μουσική διδασκαλία: Νένη Ζάππα. Βοηθός σκηνοθέτη: Εφη Θεοδώρου


Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Ελένη), Λευτέρης Βογιατζής (Μενέλαος), Μιχαήλ Μαρμαρινός (Θεοκλύμενος), Λάζαρος Γεωργακόπουλος (Τεύκρος), Τάσος Πεζιρκιανίδης (α’ Αγγελος), Αρης Λεμπεσόπουλος (β’ Αγγελος), Ιωάννα Τσιριγκούλη (Θεονόη). Τον χορό αποτελούν οι: Ναταλία Δραγούμη, Μαρία Πρωτόπαππα, Σμαράγδα Καρύδη, Αννα Μάσχα, Εβελίνα Παπούλια, Ιρις Χατζηαντωνίου, Ευγενία Αποστόλου, Βασιλική Δήμου, Λένα Κιτσοπούλου, Ρούλα Κουτρουμπέλη, Γωγώ Μπρέμπου, Κατερίνα Παπαγεωργίου, Βάλια Παπαχρήστου, Ρούλα Τζίμου, Ελενα Τοπαλίδου και Ράια Τσακιρίδη. Τη μουσική εκτελούν ζωντανά επί σκηνής οι: Sabine Debruyne, Elisabeth Kyriazopoulos, Corinne Chevauche, Sophie Vernant, και Αργυρώ Σειρά.


* Η παράσταση θα κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου (9 μ.μ.) και θα επαναληφθεί το Σάββατο. Θα παρουσιαστεί ακόμη στην Πετρούπολη Αττικής (25-26 Αυγούστου) και στη Θεσσαλονίκη (2-3 Σεπτεμβρίου).