Ολα ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν ο Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Σοβιετική Ενωση ήταν στο κομβικό σημείο του. Το αμερικανικό Πεντάγωνο ήθελε να αποκτήσει ένα δίκτυο ελέγχου και διοίκησης το οποίο δεν θα ήταν ευάλωτο σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου. Ο ερευνητικός βραχίονας του Πενταγώνου ήταν η διεύθυνση ARPA (αργότερα ονομάστηκε DARPA και κατόπιν πάλι ARPA), με το ακρωνύμιο να σημαίνει Defense Advanced Research Projects Agency. Η ARPA δημιουργήθηκε ως αντίδραση στην εκτόξευση του «Σπούτνικ» το 1957 και δουλειά της ήταν να προωθεί (μέσα από χρηματοδότηση ερευνών σε πανεπιστήμια και εταιρείες) τεχνολογίες οι οποίες μπορεί να είχαν στρατιωτική χρησιμότητα.


Η έρευνα για ένα δίκτυο που θα μπορούσε να αντέξει σε πυρηνικό πόλεμο κατέληξε στην ιδέα ότι τα δεδομένα τα οποία θα πήγαιναν από τον ένα υπολογιστή στον άλλο θα κόβονταν σε φέτες (αποκαλούνται πακέτα ή packets). Τα πακέτα που έφευγαν από τον ένα υπολογιστή μπορεί να ακολουθούσαν διαφορετική πορεία ώσπου να φθάσουν στον προορισμό τους, αλλά όταν έφθαναν στο τέρμα συναρμολογούνταν ξανά στη σωστή σειρά ­ η όλη μέθοδος αποκαλείται «διαμεταγωγή πακέτων» (packet switching). Σε αντιδιαστολή, η κλασική μέθοδος τηλεφωνικής σύνδεσης καλείται «circuit switching» και σε αυτήν ανοίγει ένα κύκλωμα ανάμεσα στους χρήστες (χρησιμοποιώντας κυκλώματα από τηλεφωνικά κέντρα, τηλεπικοινωνιακούς δορυφόρους κτλ.), το οποίο παραμένει ανοικτό καθ’ όλη τη διάρκεια της κλήσης. Η αδυναμία μιας τηλεφωνικής σύνδεσης είναι ότι ένα πρόβλημα οπουδήποτε κατά μήκος της (π.χ., η πτώση ενός δένδρου, η διακοπή ρεύματος σε κάποιο από τα ενδιάμεσα τηλεφωνικά κέντρα) τη διακόπτει απότομα και ολοκληρωτικά.


Θα μπορούσαμε να πάρουμε για παράδειγμα ένα σιδηροδρομικό δίκτυο όπως της Πελοποννήσου, με τα φορτηγά βαγόνια που φεύγουν από Καλαμάτα για Κόρινθο να είναι τα πακέτα δεδομένων που ανήκουν σε μια παρτίδα, η οποία έχει τον δικό της αριθμό. Τα βαγόνια πρέπει να παραδοθούν με τη σωστή σειρά στον προορισμό τους, το καθένα όμως μπορεί να πάει είτε από Πάτρα είτε από Τρίπολη. Η διεύθυνση της Καλαμάτας αποφασίζει ποια βαγόνια θα πάνε από ποια γραμμή λαμβάνοντας υπόψη διάφορους περιορισμούς (π.χ., ταχύτητα με την οποία μπορούν να μεταφερθούν τα βαγόνια, απόσταση που πρέπει να διανύσουν, συμφόρηση της γραμμής λόγω υψηλής κίνησης κτλ.).


Κάθε βαγόνι-πακέτο έχει γραμμένο πάνω του τον αριθμό της παρτίδας στην οποία ανήκει καθώς και αύξοντα αριθμό. Οταν τα βαγόνια φθάσουν στην Κόρινθο, είτε μέσω Πάτρας είτε μέσω Τρίπολης, γίνεται ένα ξεδιάλεγμα πριν από την παράδοση και η κάθε παρτίδα συναρμολογείται στη σωστή σειρά, με τη βοήθεια των αριθμών που έχουν τα βαγόνια-πακέτα.


Αν η γραμμή ανάμεσα σε Πάτρα – Κόρινθο, π.χ., κοπεί για οποιονδήποτε λόγο, τα βαγόνια-πακέτα που θα έφευγαν από Πάτρα για Κόρινθο και Τρίπολη θα δρομολογηθούν μέσω Καλαμάτας. Σε αυτή την περίπτωση, βεβαίως, η γραμμή Καλαμάτα – Τρίπολη – Κόρινθος θα επιβαρυνθεί πολύ αυξάνοντας τις καθυστερήσεις αλλά αυτό είναι προτιμότερο από την πλήρη αποκοπή της Κορίνθου από την Πάτρα. Αντικαταστήστε στο παράδειγμα τους σιδηροδρομικούς σταθμούς με υπολογιστές, τα βαγόνια με φέτες δεδομένων και τη σιδηροδρομική γραμμή με μια τηλεφωνική σύνδεση και έχετε ένα packet switched δίκτυο.


Οι υπολογιστές που συμμετείχαν στο νέο ερευνητικό δίκτυο συνδέθηκαν μεταξύ τους με τη βοήθεια ειδικών υπολογιστών, οι οποίοι αποκαλούνταν «διαβολάκια» ή IMPs (από το ακρωνύμιο Interface Message Processors). Κάθε ΙΜΡ συνδεόταν ταυτόχρονα με δύο άλλα IMPs για λόγους αξιοπιστίας και σε περίπτωση που χανόταν ένα ΙΜΡ ή κοβόταν μια γραμμή οι γείτονές του μπορούσαν να αποκαταστήσουν τη σύνδεση αυτόματα, χρησιμοποιώντας μια εναλλακτική δρομολόγηση. Τα IMPs είναι οι μακρινοί πρόδρομοι των σημερινών δρομολογητών (routers) που αποτελούν τον συνεκτικό ιστό του σημερινού Διαδικτύου, ενώ το ARPANET του 1968 είναι ο πρόδρομος του Internet. Το διαδίκτυο του σήμερα, το Arpanet του χθες


Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη χρήση του ARPANET ενσωματώθηκαν σε ένα νέο μοντέλο επικοινωνίας μεταξύ των υπολογιστών, το οποίο αποκαλείται TCP/ΙΡ (Transmission Control Protocol/Internet Protocol) και πήρε μορφή στην πρώτη εκδοχή του το 1974. Το TCP/ΙΡ έδινε μεγάλη σημασία στη δυνατότητα διασύνδεσης επί μέρους τοπικών δικτύων (κάτι στο οποίο το αρχικό ARPANET έπασχε).


Σύντομα το TCP/ΙΡ έγινε το επίσημο (και αποκλειστικό) πρωτόκολλο επικοινωνίας του ARPANET και των συνδεδεμένων σε αυτό δίκτυο την 1η Ιανουαρίου του 1983 ­ οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Κατ’ αρχήν, το ARPA και το Πανεπιστήμιο του Berkeley στην Καλιφόρνια συνεργάστηκαν για την ενσωμάτωση του TCP/ΙΡ στο Berkeley UNIX σύστημα και η πανεπιστημιακή κοινότητα αποδέχτηκε με ενθουσιασμό το νέο σύστημα που επέτρεπε (μεταξύ άλλων) την εύκολη διασύνδεση τοπικών δικτύων στο ARPANET. Το ίδιο έτος το ARPANET έσπασε σε δύο κομμάτια, στο στρατιωτικό MILNET με αυστηρά ελεγχόμενη πρόσβαση και στο ακαδημαϊκό ARPANET με πρόσβαση από ένα ευρύτερο κοινό. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι άνθρωποι άρχισαν να βλέπουν τη συλλογή τών επί μέρους δικτύων που συναποτελούσαν το ARPANET, το NSFNET και άλλα δίκτυα ως ένα Διαδίκτυο (internetwork) και σύντομα άρχισαν να μιλούν για το Διαδίκτυο (Internet). Δεν υπήρξε κάποια επίσημη τελετή ονοματοδοσίας αλλά ο όρος παραμένει ως σήμερα σε ευρεία χρήση.


Το μέγεθος του δικτύου αυξήθηκε εκρηκτικά. Το 1990 το Διαδίκτυο περιείχε 3.000 δίκτυα και 200.000 υπολογιστές. Το 1992 συνδέθηκε ο πρώτος εκατομμυριοστός υπολογιστής στο δίκτυο. Το 1995 υπήρχαν πολλαπλά κεντρικά δίκτυα-ραχοκοκαλιές (backbones), εκατοντάδες γεωγραφικά δίκτυα όπως το ελληνικό GRnet, δεκάδες χιλιάδες τοπικά δίκτυα, εκατομμύρια υπολογιστές και δεκάδες εκατομμύρια χρήστες, με το μέγεθος να διπλασιάζεται περίπου κάθε χρόνο. Χωρίς την κοινή χρήση του πρωτοκόλλου TCP/ΙΡ κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό και μπορεί κανείς να το παρομοιάσει με τα πρότυπα που έκαναν εφικτή τη διεθνή τηλεφωνία. Δρομολογώντας πακέτα: ένας router θα μας σώσει



Η συγκολλητική ουσία του Διαδικτύου αποτελείται από εξειδικευμένους υπολογιστές οι οποίοι αποκαλούνται «δρομολογητές» (routers) και αναλαμβάνουν το βαρύ καθήκον της διεκπεραίωσης όλων των δεδομένων που περνούν από τις συνδέσεις τους.


Θα μπορούσατε να περιγράψετε έναν δρομολογητή σαν ένα ταχυδρομικό γραφείο διανομής υπερυψηλής ταχύτητας (σε μεγάλα συστήματα ο ρυθμός μεταφοράς μπορεί να ξεπερνάει τα 60 εκατ. πακέτα το δευτερόλεπτο…), το οποίο ξεδιαλέγει τους φακέλους-πακέτα που έρχονται στις εισερχόμενες θυρίδες και τους ρίχνει στις ανάλογες θυρίδες με την εξερχόμενη αλληλογραφία. Οι αποφάσεις για το σε ποια θυρίδα θα πάει το εξερχόμενο πακέτο ρυθμίζονται από έναν πίνακα ρυθμίσεων που περιέχει πληροφορίες όπως η ταχύτητα μεταφοράς πακέτων της εκάστοτε θυρίδας-σύνδεσης (που αποκαλείται network interface), ποια δίκτυα βρίσκονται σε ποια σύνδεση, η προτεραιότητα στη χρήση της μιας ή της άλλης σύνδεσης κτλ.


Ας πάρουμε το (όχι και τόσο υποθετικό) παράδειγμα μιας τεχνικής εταιρείας, στην οποία υπάρχουν δύο ομάδες χρηστών: οι γραφίστες και οι διοικητικοί υπάλληλοι. Οι γραφίστες συνήθως δουλεύουν πάνω σε τεράστια αρχεία με σχέδια κτλ. και όταν ένας γραφίστας στείλει από τον υπολογιστή του ένα σχέδιο σε έναν συνάδελφό του καθώς δουλεύουν, το τοπικό δίκτυο θα φορτωθεί σε τέτοιο βαθμό που οι υπόλοιποι χρήστες υποφέρουν από την καθυστέρηση.


Η εταιρεία φτιάχνει τότε δύο ξεχωριστά δίκτυα, ένα για τους γραφίστες και ένα για τους υπόλοιπους, και τα ενώνει με έναν δρομολογητή, ο οποίος αναλαμβάνει και τη σύνδεση με το Διαδίκτυο, χρησιμοποιώντας συνολικά τρεις συνδέσεις. Οταν ένας γραφίστας στείλει ένα τεράστιο αρχείο στον συνάδελφό του, ο δρομολογητής κοιτάει τη διεύθυνση του αποδέκτη (που βρίσκεται στο ίδιο δίκτυο με τον αποστολέα) και δεν κάνει τίποτε. Αν όμως ο γραφίστας στείλει ένα μήνυμα στη γραμματεία (στο διοικητικό δίκτυο) με λίστα για τα έξοδα που έκανε την περασμένη εβδομάδα, ο δρομολογητής θα διαπιστώσει ότι ο αποδέκτης βρίσκεται στο δεύτερο δίκτυο και θα προωθήσει το μήνυμα στο δεύτερο δίκτυο. Συνοπτικά, τα καθήκοντα ενός δρομολογητή είναι δύο: Πρώτα απ’ όλα, ο δρομολογητής σιγουρεύει ότι δεν θα πάνε δεδομένα εκεί που δεν πρέπει, γλιτώνοντας τα άσχετα δίκτυα από μεγάλες ποσότητες δεδομένων που δεν προορίζονται για αυτά. Η δεύτερη δουλειά είναι να σιγουρέψει ότι τα δεδομένα φθάνουν στον σωστό προορισμό. Οση πολυπλοκότητα και να έχει στο τέλος ένα τέτοιο σύστημα, με δεκάδες δίκτυα, πολύπλοκους κανόνες και μεγαλύτερο δρομολογητή, η ουσία παραμένει η ίδια. Από τη στιγμή που το Διαδίκτυο είναι ουσιαστικά ένα τεράστιο δίκτυο που αποτελείται από δεκάδες χιλιάδες μικρά δίκτυα, η χρήση των δρομολογητών είναι απολύτως αναγκαία. Η βασανισμένη διαδρομή ενός πακέτου


Στη σχεδίαση δικτυακών μοντέλων είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιείται μια αφαίρεση (abstraction), που έχει την καταγωγή της από το ιεραρχικό μοντέλο του OSI (Open Systems Interconnection) στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τα τυπικά μοντέλα ορίζονται σαν μια στοίβα από στρώματα (layers), το καθένα από τα οποία περιέχει τα κατάλληλα πρωτόκολλα για την οριζόντια επικοινωνία με το αντίστοιχο στρώμα του άλλου υπολογιστή, ενώ η πραγματική επικοινωνία γίνεται κάθετα. Για παράδειγμα, αν σε μια διάσκεψη στον ΟΗΕ ο έλληνας εκπρόσωπος μιλήσει ελληνικά θεωρεί ότι απευθύνεται στους ομολόγους του, ενώ στην πραγματικότητα μιλάει στον μεταφραστή του. Αυτό όμως δεν είναι παρά μια τεχνική λεπτομέρεια και τα πρωτόκολλα δικτύων εκμεταλλεύονται αυτή την ιδέα για απλούστευση της σχεδίασης.


Με παρόμοιο τρόπο γίνεται η επικοινωνία ανάμεσα στους διάφορους υπολογιστές στο Διαδίκτυο, στο απώτερο επίπεδο. Παρασκηνιακά όμως συμβαίνουν πολλά πράγματα ακόμη για να πραγματοποιηθεί αυτή η απλή επικοινωνία.


Μπορείτε να φανταστείτε την επικοινωνία μεταξύ δύο υπολογιστών στο Διαδίκτυο σαν την επικοινωνία ανάμεσα σε δύο πολυκατοικίες που φιλοξενούν ανάλογες ομάδες «γραφειοκρατών», η καθεμιά από τις οποίες απευθύνεται στην ανάλογη γραφειοκρατία τής απέναντι πολυκατοικίας και στέλνει για διεκπεραίωση τα έγγραφα στους κάτω ορόφους (στρώματα του πρωτοκόλλου). Κάθε στρώμα επικοινωνεί μόνο με το αμέσως από πάνω του και το αμέσως από κάτω του στη διεκπεραίωση, ενώ απευθύνεται στο ανάλογο στρώμα στον «απέναντι» υπολογιστή.


Στο παρακάτω σχήμα φαίνεται η (απλουστευμένη) μεταφορά δεδομένων ανάμεσα σε δύο υπολογιστές που χρησιμοποιούν τα πρωτόκολλα του Internet. Για παράδειγμα, θα πάρουμε ένα πρόγραμμα (π.χ., Netscape Communicator) που διαβάζει σελίδες στο Web και «τρέχει» στον υπολογιστή abc1. internet.gr όταν στέλνει μια αίτηση για δεδομένα στον εξυπηρέτη σελίδων www.in.gr.


Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι υπολογιστές όταν συνδιαλέγονται μεταξύ τους χρησιμοποιούν έναν αριθμό που αποκαλείται Internet address και είναι ένα είδος διεύθυνσης, μοναδική για κάθε υπολογιστή στο Διαδίκτυο. Με τη βοήθεια του πρωτοκόλλου DNS (Domain Name Server), τα ονόματα abc1.internet.gr και www.in.gr μεταφράζονται σε (π.χ.) 193.92.123.41 και 194.63.247.208.


Το Netscape «μιλάει» το πρωτόκολλο ΗΤΤΡ με τον απέναντι εξυπηρέτη, κάνοντας μια κλήση του τύπου «GET http://www.in. gr/index.html». Το Netscape έχει την εντύπωση ότι συνδιαλέγεται κατευθείαν με τον εξυπηρέτη στον υπολογιστή www.in.gr, αλλά στην πραγματικότητα το παραπάνω πακέτο παραδίνεται στον παρακάτω όροφο, μέσα σε έναν «φάκελο» που γράφει το όνομα του αποδέκτη (www.in.gr) απέξω.


Ο αρμόδιος του τρίτου ορόφου (δηλαδή στρώματος) είναι το γραφείο TCP που τοποθετεί τον φάκελο της εφαρμογής μέσα σε έναν νέο φάκελο ο οποίος περιέχει μερικές επιπλέον πληροφορίες, όπως σε ποια πόρτα (port) του αποδέκτη πάει το πακέτο, ποια είναι η πόρτα του αποστολέα, ο αύξων αριθμός του πακέτου κτλ. (στην πραγματικότητα, προστίθεται μια επικεφαλίδα με αυτά τα στοιχεία και ένας επίλογος με μερικά ακόμη στοιχεία στο τέλος).


Κατόπιν, ο διπλός φάκελος παραδίδεται έναν όροφο πιο κάτω, ενώ ο γραφειοκράτης του τρίτου ορόφου σημειώνει στη λίστα με τα εξερχόμενα πακέτα το πακέτο που μόλις έδιωξε, για το ενδεχόμενο να εμφανιστούν προβλήματα στην παράδοση.


Τώρα ο δεύτερος όροφος με το Internet Protocol αναλαμβάνει να προετοιμάσει το πακέτο για παράδοση και αυτό συνήθως περιλαμβάνει δύο σημαντικά καθήκοντα: το πρώτο είναι το σπάσιμο του πακέτου σε μικρότερα (στην περίπτωση που δεν χωράει να φύγει με τη μία), τα οποία πρέπει να αριθμηθούν, ενώ το δεύτερο είναι να ληφθεί απόφαση για το ποια είναι η προτιμότερη θυρίδα για να φύγει το πακέτο (η διαδικασία που είναι γνωστή ως δρομολόγηση ή routing). Οι φάκελοι που δημιουργούνται έχουν τοποθετηθεί μέσα σε νέους φακέλους και το αποτέλεσμα αρχίζει να θυμίζει το περίβλημα ενός κρεμμυδιού.


Ο πρώτος όροφος ασχολείται με την καθαυτή παράδοση των δεδομένων στον άλλο υπολογιστή και διαφέρει ανάλογα με το αν η σύνδεση είναι σε τοπικό δίκτυο (π.χ., Ethernet), σειριακή (π.χ., ΡΡΡ) ή κάτι άλλο. Η δουλειά του είναι να παραδώσει όσο γίνεται καλύτερα τους φακέλους στον πρώτο όροφο του απέναντι υπολογιστή. Εκεί η διαδικασία αντιστρέφεται και κάθε στρώμα «ξεφλουδίζει» τα πακέτα (μεταφορικά, ανοίγει τον φάκελο που του αναλογεί), εξετάζει τους πίνακες με τα εισερχόμενα για την περίπτωση προβληματικής ή διπλής παράδοσης, χαμένων πακέτων από τη σειρά που αναμένονται και παραπέμπει τον μέσα φάκελο στο παραπάνω στρώμα.


Κυριολεκτικά, σε όλη αυτή την πορεία το αρχικό πακέτο έχει τραβήξει «του λιναριού τα πάθη» καθώς πακετάρεται, κατακερματίζεται, ξανασυναρμολογείται και μετά ξεπακετάρεται.


Στο τέλος της αποστολής, ο εξυπηρέτης του Web παραλαμβάνει το μήνυμα που του έχει στείλει το Netscape (αν όλα πάνε καλά) και αν η αίτηση είναι αποδεκτή θα στείλει πίσω την απάντηση (που είναι τα δεδομένα της σελίδας) με την ακριβώς αντίστροφη πορεία. Η γοητεία της υπόθεσης είναι ότι το Netscape και ο εξυπηρέτης δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει από κάτω τους και δεν τους ενδιαφέρει. Απλώς, μιλάνε μεταξύ τους.


Η όλη διαδικασία μπορεί να φαίνεται (και είναι) μπελαλίδικη, έχει όμως προνοηθεί να είναι όσο το δυνατόν ταχύτερη, ενώ είναι αρκετά απλή στη σχεδίαση και υλοποίηση συγκριτικά με άλλα μοντέλα. Με τον ίδιο τρόπο υλοποιούνται υπηρεσίες σαν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τη μεταφορά αρχείων κτλ., ορίζοντας απλώς ένα πρωτόκολλο ανάμεσα στις εφαρμογές που δουλεύουν στον υπολογιστή-πελάτη του χρήστη και τον εξυπηρέτη. Τι είναι οι παροχείς υπηρεσιών internet


Με αυστηρούς όρους, για να δεχθούμε ότι ένας υπολογιστής είναι συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο πρέπει να εκπληρώνει ορισμένες προϋποθέσεις:


* Να «τρέχει» το πρωτόκολλο TCP/ΙΡ.


* Να έχει μια μοναδική TCP/ΙΡ διεύθυνση που τον ξεχωρίζει από τα εκατομμύρια των άλλων υπολογιστών.


* Να μπορεί να στείλει ΙΡ πακέτα σε όλες τις μηχανές στο Διαδίκτυο.


Συνήθως, ένας υπολογιστής που έχει αυτές τις προϋποθέσεις είναι μονίμως συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο. Υπάρχουν όμως ορισμένες εταιρείες οι οποίες αποκαλούνται συλλογικά Παροχείς Υπηρεσιών Internet (Internet Service Providers, ISPs) και παρέχουν τη δυνατότητα προσωρινής σύνδεσης στο Διαδίκτυο. Ενας οικιακός χρήστης μπορεί να συνδεθεί με τον δικό του υπολογιστή με τη βοήθεια ενός modem, να πάρει μια προσωρινή διεύθυνση και να επικοινωνήσει με τους άλλους υπολογιστές στο Διαδίκτυο. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο οικιακός χρήστης είναι συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο για όσο χρονικό διάστημα είναι συνδεδεμένος στον δρομολογητή (router) του ISP του. Φυσικά, μια τέτοια υπηρεσία δεν είναι δωρεάν (αν και πρόσφατα εμφανίστηκαν ISP που παρέχουν δωρεάν σύνδεση, με αντάλλαγμα την υποχρέωση να βλέπει ο χρήστης ορισμένες διαφημίσεις). Τι προσφέρει το διαδίκτυο


Παραδοσιακά, στο Διαδίκτυο προσφέρονται τέσσερις βασικές υπηρεσίες:


* Ε-mail (κοινώς «ηλεκτρονικό ταχυδρομείο»). Η δυνατότητα να συνθέσει κάποιος, να στείλει και να λάβει ηλεκτρονικό ταχυδρομείο υπάρχει από τις πρώτες ημέρες του ARPANET και είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Πρακτικώς, δεν υπάρχουν σήμερα υπολογιστές οι οποίοι να μη διαθέτουν αυτή τη δυνατότητα και δισεκατομμύρια ηλεκτρονικά μηνύματα διακινούνται καθημερινά με τη βοήθεια του SMTP πρωτοκόλλου.


* News (USENET). Οι ομάδες συζήτησης (newsgroups) είναι εξειδικευμένα φόρα, στα οποία χρήστες με κοινά ενδιαφέροντα ανταλλάσσουν μηνύματα. Υπάρχουν χιλιάδες τέτοιες ομάδες με θέματα τόσο τεχνικά όσο και μη τεχνικά, μέσα στα οποία περιλαμβάνονται οι υπολογιστές, η επιστήμη, η ψυχαγωγία και η πολιτική. Υπάρχει μια ετικέτα καλής συμπεριφοράς μέσα σε αυτές τις ομάδες, οπότε ουαί και αλίμονο σε όποιον την παραβιάσει… Τα newsgroups μεταφέρονται συνήθως με τη βοήθεια του ΝΝΤΡ πρωτοκόλλου.


* Remote login. Με προγράμματα όπως το «telnet» και το «rlogin», ένας χρήστης μπορεί να μπει σε οποιαδήποτε μηχανή στο Διαδίκτυο αρκεί να διαθέτει έναν λογαριασμό χρήσης, και το πρωτόκολλο TELNET αποτελεί την ανάλογη βάση.


* Μεταφορά δεδομένων. Με το πρόγραμμα «ftp», που πήρε το όνομά του από το αντίστοιχο πρωτόκολλο FTP (File Transfer Protocol), ή ανάλογα προγράμματα που «μιλούν» το ίδιο πρωτόκολλο, είναι εφικτό να αντιγραφούν αρχεία από μια μηχανή στο Διαδίκτυο σε άλλη. Τεράστιος όγκος άρθρων, δεδομένων κτλ. είναι διαθέσιμος με αυτόν τον τρόπο. World wide web και url


Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, εμφανίστηκε μια νέα υπηρεσία, το World Wide Web (Παγκόσμιος Ιστός). Το πρωτόκολλο ΗΤΤΡ δημιουργήθηκε για την επικοινωνία ανάμεσα στα προγράμματα που διάβαζαν τις σελίδες του Web και τους εξυπηρέτες που «σερβίριζαν» το ανάλογο υλικό. Η φιλοσοφία του «υπερκειμένου» (hypertext) διαπνέει τον σχεδιασμό του Web, με συνδέσμους επικοινωνίας (links) ανάμεσα στις σελίδες.


Επειδή οι διασυνδεδεμένες σελίδες μπορεί να βρίσκονται σκορπισμένες σε διαφορετικά μέρη στον κόσμο, έγινε αναγκαίος ο ορισμός της τοποθεσίας για τις εικόνες και τις σελίδες στις οποίες γίνεται αναφορά. Ετσι δημιουργήθηκε η έννοια του Uniform Research Locator (URL), που αποτελεί μια γενικευμένη διεύθυνση. Ενα παράδειγμα URL είναι το http: //www.in.gr/index.html, μέσα στο οποίο ορίζονται το πρωτόκολλο που θα χρησιμοποιηθεί (ΗΤΤΡ είναι το πρωτόκολλο του Web), o υπολογιστής στον οποίο απευθυνόμαστε (www.in.gr) και το αρχείο που ζητάμε (εδώ είναι το index.html). Για ένα αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα, δοκιμάστε διαδοχικά τα URL ftp://www. ntua.gr και http://www.ntua.gr. Εδώ ο υπολογιστής είναι ο ίδιος, αλλά το πρωτόκολλο είναι διαφορετικό, με αποτέλεσμα να επικοινωνείτε με διαφορετικό πρόγραμμα εξυπηρέτησης στον ίδιο υπολογιστή.


Η δύναμη του Web είναι ότι κάτω από έναν εύχρηστο τρόπο λειτουργίας ενοποιεί πολλά πρωτόκολλα και υπηρεσίες, και για αυτόν τον λόγο έγινε τόσο δημοφιλές.


Μπορεί να ισχυριστεί κανείς βάσιμα ότι το Web και τα προγράμματα με τα οποία διαβάζει κανείς σελίδες άνοιξαν τις πόρτες του Διαδικτύου στον απλό χρήστη.


Ο κ. Νίκος Φώτης είναι μηχανικός λογισμικού.