Τα χέρια του τα κίτρινα…


Διότι να πεις ότι έχει τίποτε ωραία χέρια; ‘H ότι τα δόντια του μου γυάλισαν; Κατάμαυρα είναι και τα δύο από το τσιγάρο.


Και τα τσιγάρα που καπνίζει; Ολόκληρη Βιρτζίνια.


Αλλά ό,τι και να λέω, τι τα θες, να που μου ‘ρχεται πάλι στο μυαλό, λες και στα σύννεφα είναι ο συνειρμός μου πάντοτε με αυτόν τον άνθρωπο.


Το ‘χω παρατηρήσει. Αμα πατήσω το πόδι μου σε αεροδρόμιο, άμα μπω σε αεροπλάνο, θα τον σκεφτώ. Πάντα τον σκέφτομαι πάνω από τα σύννεφα.


Και πάντοτε θυμάμαι τη γιαγιά μου που μου έλεγε: Θεός σχωρέσ’ τη μακαρίτισσα. «Στα σύννεφα το ‘χεις, που να σε πάρει, το μυαλό σου. Πού χαΐρι και προκοπή!..».


Χαΐρι η αλήθεια είναι έκανα. Και προκοπή επίσης. Αλλά ως φαίνεται στα σύννεφα πετάει ακόμη το μυαλό μου. Διότι, αν δεν πετούσε και στα σύννεφα, τι δουλειά θα είχα με αυτόν τον τύπο; «Ελα ντε» ήταν το σχόλια της Μαρίας, όταν της είπα απέξω απέξω για την ιστορία μόλις που πάτησα στην Κεφαλλονιά πέρυσι το καλοκαίρι.


Διότι στην Κεφαλλονιά, ο κόσμος να χαλάσει, θα την κάνω μία και δύο και τρεις τον χρόνο την περατζάδα μου. Μου αρέσει το νησί, μου αρέσουνε και οι άνθρωποι, μου αρέσουν και οι θάλασσές της. Και άλλα της πολλά.


Αλλά ας αφήσω την Κεφαλλονιά στην ησυχία της. Την Κεφαλλονιά σκέφτομαι στο αεροπλάνο; A μπα. Σε αυτόν τριγυρίζει πάλι η σκέψη μου.


Και αντί να είναι το μυαλό μου στις διακοπές μου φέτος ή και στο Πάσχα που όλα δείχνουν πώς θα ‘ναι καλοκαιρινό – τρέλα είναι το Πάσχα σε τούτο το νησί, άλλο που να στο λέω -, αντί να σκέφτομαι τους φίλους μου και τα συγγενικά μου πρόσωπα, εγώ στα χέρια του τα κίτρινα και στο τσιγάρο που καπνίζει· εκεί είμαι κολλημένη.


Ετσι που είναι το ταξιδάκι σύντομο, ούτε μία ώρα δεν είναι καλά καλά η πτήση, εκείνο που πρώτα μου ‘ρχεται στο νου είναι που μια φορά τον ρώτησα. Τον ρώτησα κοιτώντας τη θάλασσα στον Πλατύ Γιαλό μέσα στην κάψα του καλοκαιριού: «Θες να σε λέω λούτσο;».


Αυτό το «λούτσο» ούτε ξέρω πώς μου ήρθε. Το υγρό που δηλώνει και το γράμμα «λ», η υγρασία της Κεφαλλονιάς, πάντως τον ρώτησα έτσι απλά: «Θες να σε λέω λούτσο;». Και εκείνος τι μου απάντησε; «Λούτσο; Μα είναι ψάρι…». H αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα ότι υπάρχει ψάρι λούτσος. Ούτε ποτέ έχω ασχοληθεί με ψάρεμα ή έχω στην παρέα μου ψαράδες. Το λούτσος από πού να το γνωρίζω;


Λούτσο λοιπόν μου ήρθε να τον λέω. Αλλά δεν του άρεσε. Του φάνηκε σαν άσχετο και μου το είπε κιόλας. «E, όχι και λούτσο…».


Αλλά εμένα το «λούτσος» μου αρέσει. Μου πάει να τον λέω έτσι. Γιατί όταν τον φέρνω στο μυαλό μου, πάει η σκέψη μου στη θάλασσα. Υγρή και προσφερόμενη. Και αυτός, άμα τον βλέπω, έτσι πάντα μου φαίνεται.


Του το ‘χα πει και μια φορά. Με άκουσε με εκείνη την έκφραση της συγκατάβασης που έχουν πάντα οι άνθρωποι οι οποίοι κατά βάθος τους αρέσει αυτό που ακούνε. Που τους αρέσει να τους λένε οι άλλοι εκείνο που οι ίδιοι αισθάνονται, αλλά δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να το πουν. ‘H να το εκδηλώσουν με λόγια.


«Κάτι σκέψεις που κάνεις!..» μου είπε ο φίλος μου ο Λευτέρης. «Τι υγρός και κουραφέξαλα. Σιγά μη μας πεις κιόλας ότι βάζει τα κλάματα ο άνθρωπος άμα σε βλέπει».


«Το λες γιατί δεν ξέρεις» του είπα εγώ ενοχλημένη.


«Ολα τα σκέφτεσαι έτσι επιδερμικά και όλοι νομίζεις ότι είναι σαν και εσένα».


Με τον Λευτέρη τις κάνουμε κάτι τέτοιες συζητήσεις πού και πού.


Συνήθως τα βράδια μας τα καλοκαιρινά, όταν και τα ποτά μας έχουμε χτυπήσει και όταν η νύχτα έχει προχωρήσει και προσφέρεται για εξομολογήσεις και για πειράγματα αλλά και για να βγάλουμε και τα εσώψυχά μας.


Και ένα από τα βράδια μας, αυτά τα βράδια τα νωχελικά το περασμένο καλοκαίρι κάτω από εκείνο το πλατάνι της πλατείας στο Αργοστόλι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, την πρώτη κιόλας ημέρα που είχα φθάσει στο νησί, ήταν που είχα συνειδητοποιήσει ότι αυτός ο τύπος θα το δεις, είπα στον εαυτό μου, αυτός ο τύπος εμένα μου αρέσει.


Τι το ‘θελα και το ‘πα τότε; Δεν κοίταγα τον φίλο του Λευτέρη δίπλα μου που δεν σήκωνε τα μάτια του όλη τη βραδιά; Και μου έκανε το κόρτε του και ήταν και ένας κούκλος.


Αλλά άμα μου κολλήσει μια ιδέα στο μυαλό, πάει, μου κόλλησε.


«Κόλλησε πάλι η πλάκα στο γραμμόφωνο» που μου ‘λεγε ο πατέρας μου άμα ήθελε να μου πει ότι δεν τα βλέπω και σφαιρικά τα πράγματα και ότι σε κάτι επιμένω παραπάνω. Θυμάμαι την επόμενη κουβέντα του σε τέτοιες περιπτώσεις: «Ξεκόλλα, παιδάκι μου. Ξεκόλλα». Τώρα το πώς μου κόλλησε εμένα αυτή η ιστορία, είναι απορίας άξιον. Διότι, για να είμαι ειλικρινής, δεν τον είδα πρώτη φορά. Τον ήξερα τον άνθρωπο.


Τέλος πάντων. Ας τα αφήσω τα περυσινά και τα προπέρσινα. Λοιπόν λέω στον εαυτό μου κοιτάζοντας από το παραθυράκι του αεροπλάνου το Ιόνιο: «Κλείσε το ντουλαπάκι με τον τύπο και συγκεντρώσου. Πού έχεις να πας, ποιους έχεις να δεις, πού θα διασκεδάσεις». Γιατί από διασκεδάσεις στην Κεφαλλονιά, άλλο τίποτα.


Ορεξη να ‘χεις. Ορεξη για ξενύχτια, και από καλή παρέα άλλο τίποτα. Αφού, σου λέω, κουράζεσαι από το έξω και από τη διασκέδαση. Για τέτοιο πράγμα σου μιλάω.


Αλλά και από τις θάλασσες δεν πάει πίσω το νησί. Πού θες να πας και να μην σου αρέσει. Πού θες να κολυμπήσεις και δεν θα βρεις τα καλύτερα νερά. Και τα βράδια, αχ, αυτά τα βράδια, στην πλατεία. Αλλά και εκείνη η παραλιούλα στον Πλατύ Γιαλό…


Είμαι, που λες, ένα μεσημέρι σε αυτή την παραλιούλα τη μικρή, μες στη χαλάρωση η δικιά σου. Και λέω; «Βρε, δεν παίρνω και εγώ κάνα τηλέφωνο». Αυτός είναι που παίρνει πάντα. Πολύ του τηλεφώνου. Αμα χτυπήσει το τηλέφωνο, εννιά στις δέκα θα ‘ναι αυτός. Αφού πολλές φορές το σκέφτομαι. Βρε, πότε προλαβαίνει;


Θα πάθεις τίποτα του λέω με το μίλα μίλα.


Αλλά να μη γυρεύω και πολλά. ‘H μάλλον μην τα θέλω και όλα. Αν ήταν κάνας μουγκός, μπορεί και να μην μου άρεσε.


Διότι για να είμαι και πάλι ειλικρινής, οι άντρες που έχουν τη φωνή του εμένα ανέκαθεν μου κάνουν κάτι. Εχουν, έτσι νομίζω, σεξαπίλ. Και από φωνή ο τύπος, άλλο τίποτα. Παίρνω λοιπόν και εγώ το τηλεφωνάκι μου, το ντάλα μεσημέρι στον Πλατύ Γιαλό και κάνω μια και τον ρωτάω: «Με σκέφτεσαι;».


Και τι νομίζεις ότι μου απαντά: «A μπα…». Αλλά με έναν τρόπο… Αστα.


Πιάνω και εγώ το ίδιο βράδυ, στο Αργοστόλι ήμουνα, και του στέλνω ένα μήνυμα στο κινητό. Και δεν μου λες του λέω, το «α, μπα» τι είναι, συγκριτικός ή υπερθετικός βαθμός του λίγο;


Μήνυμα αυτός αμέσως. Και άκου τι μου ‘γραψε ο άνθρωπος: «Τις νύχτες τις ηδονικές τις καθορίζουν πιο πολύ οι απουσίες…». Εγώ είμαι η απουσία δηλαδή; Ετσι νομίζει;


(απόσπασμα)