Το καλοκαίρι η σουηδική γη είναι γεμάτη αγριοφράουλες- τόσο που για τους Σουηδούς η λέξη έχει και μεταφορική σημασία: σημαίνει «καλοκαίρι». Στον Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ο οποίος γεννήθηκε και πέθανε κατακαλόκαιρο (14 Ιουλίου 1918-30 Ιουλίου 2007), η εποχή αυτή παρουσιάζεται ως διάστημα στο οποίο οι αισθήσεις αφήνονται ελεύθερες να εξαγνίσουν το πνεύμα από τις αγωνίες του, ως το αντίδοτο της φύσης στο προτεσταντικό δηλητήριο της ενοχής.

Τρεις τουλάχιστον ταινίες του έχουν τη λέξη ή την έννοια καλοκαίρι στον τίτλο τους («Καλοκαίρι με τη Μόνικα», «Παιχνίδια καλοκαιριάτικης νύχτας», «Αγριες φράουλες»). Και στις τρεις το ερωτικό ένστικτο, στοιχείο της φύσης του ανθρώπου πριν από τον πολιτισμό, αυθόρμητα αντιμάχεται με τον αταβιστικό αναρχισμό του, τον αστυνομικό πολιτισμό της θρησκείας: η ενοχή ως ενσταλαγμένη, ιδρυτική της προσωπικότητας έκφραση της θεϊκής βούλησης, επομένως η ενοχή ως στίγμα της θεϊκής παρουσίας, στέκει εμπόδιο, συχνά αξεπέραστο, στην έφεση του ανθρώπου να διηθήσει το Εγώ στο Εμείς, με φυσικό επακόλουθο τη μόνωση, την αποκοπή από τις σχέσεις, την αυτοαναίρεση. Ενοχή και μόνωση είναι βασικά μοτίβα που διατρέχουν το έργο του Μπέργκμαν. Η αισιόδοξη νότα που ο ίδιος εισάγει στις τρεις ταινίες με το καλοκαίρι στον τίτλο τους είναι ότι τα δύο αυτά στοιχεία υποτάσσονται, νικιούνται, περιπαίζονται από τον έρωτα. Ακόμη περισσότερο, κανοναρχούνται από τον έρωτα. Στις «Αγριες φράουλες», αξεπέραστο έργο της κινηματογραφικής τέχνης, η νεαρή Σάρα των νεανικών χρόνων του γέρου καθηγητή και η ανάδρομη Σάρα της αναπάντεχης φοιτητοπαρέας που παίρνει μαζί του στο ταξίδι προς την τελετή του ιωβηλαίου του ερμηνεύονται από την ίδια ηθοποιό, την Μπίμπι Αντερσον.

Η ανάδρομη φοιτητριούλα διεκδικείται από τους δύο συνοδούς της, όπως εκείνη των νεανικών χρόνων του διεκδικούνταν από τον ίδιο και τον αδελφό του. Και οι δύο Σάρες έχουν το ίδιο δίλημμα: να διαλέξουν ανάμεσα στη λογική και στον έρωτα. Ο γερο-καθηγητής ήταν η προοπτική της Σάρας του για ασφάλεια, οργανωμένο και ήρεμο βίο, προστασία. Ο αδελφός του αντιπροσώπευε τον κίνδυνο του αβέβαιου μέλλοντος, ανεύθυνος, απρόβλεπτος αλλά και ερωτικά ακαταμάχητος. Το ένστικτο του καταφυγίου τη σπρώχνει στην κατεύθυνση του πρώτου, το ένστικτο της αναπαραγωγής την οδηγεί στον δεύτερο, εν ολίγοις ο έρωτας κερδίζει στη μάχη με τη λογική. Αλλά για τη Σάρα. Για τον χαμένο της ιστορίας ο ανεκπλήρωτος έρωτας των νεανικών χρόνων εκλαμβάνεται ως τιμωρία για το ξεστράτισμά του από την οδό του καθήκοντος. Απαρηγόρητος εγκαταλείπει τον έρωτα ως πεδίο αυτοεκπλήρωσης. Ο βίος του κυλά άχυμος. Οδεύει προς το γκραν φινάλε ενός ιωβηλαίου στο οποίο τιμάται ως διαπρεπής επιστήμων. Η διαδρομή από την πόλη του στην πόλη της τελετής, μια καλοκαιριάτικη μέρα, του φέρνει στον νου αρκετές αναμνήσεις των νεανικών του χρόνων. Αναμνήσεις που διαρρηγνύουν την κρούστα του άφιλου και νεκρωμένου Εγώ. Γίνεται μάλιστα και καταλύτης της συμφιλίωσης του δικού του γιου με τη ζωή. Οι «Αγριες φράουλες» είναι μια διαρκής αντίστιξη ανάμεσα στο καλοκαίρι των αισθήσεων και στον χειμώνα του προτεσταντικού κοσμοειδώλου: ανάμεσα στον έρωτα και στην ηθική των απάνθρωπων «πρέπει».

Λίγοι καλλιτέχνες ξεδίπλωσαν με τόση πειστικότητα τη μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην αόρατη εξουσία του Θεού και την ορατή προοπτική του θανάτου όσο ο Μπέργκμαν. Και μπορεί κανείς να δει το έργο του ως απόδειξη ότι η μεγάλη τέχνη υπερβαίνει τις πολιτισμικές ιδιοπροσωπίες.

Ο κ. Α. Κωτίδης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης